Το σενάριο της ταινίας μόνο έξυπνο και πρωτότυπο δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Η ψυχική αρρώστια στον πυρήνα, ως αίτιο και αιτιατό, και κυρίως η διαχείρισή της με τον τρόπο που γίνεται στην ταινία, δεν είναι παρά το εύκολο τρικ που λύνει τα χέρια στην όποια δράση - αντίδραση, πέρα και έξω από κάθε λογική. Αυτή η λύση όχι μόνο υποβαθμίζει την εξυπνάδα και το βάθος του σεναρίου, δυναμιτίζοντας την «στατική» της όλης κατασκευής, αλλά αποδυναμώνει και ισχναίνει με τη σειρά του την «πολυπλοκότητα» και «το σύνθετο» της ερμηνείας των ρόλων - χαρακτήρων. Το ότι η ανάπτυξη του σεναρίου κατευθύνει την ιστορία σε ψυχόδραμα με υπαινιγμούς του τύπου «ενδέχεται θείος και ανιψιά να έχουν κοινό πεπρωμένο» δεν εξαλείφει τις αδυναμίες ενός ανόητου σεναρίου. Ούτε, βέβαια, και οι στιλ art-house γαρνιτούρες είναι σε θέση να κρύψουν οργανικές σεναριακές αδυναμίες.
Λέγεται ότι η ταινία του Παρκ είναι κάτι σαν μη αναγνωρισμένο ριμέικ του κλασικού θρίλερ του Χίτσκοκ από το 1943 «ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑΣ». Η διαπίστωση κάθε άλλο παρά ευσταθεί, γιατί εδώ πρόκειται για μετατρεμμένη μελοδραματική εκδοχή με επιλεκτική αναπαραγωγή κάποιων επιφανειακών ομοιοτήτων στη σχέση θείου - ανιψιάς. Ιδιαίτερα οι δύο αυτοί πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες, είναι τόσο επιφανειακά κατασκευασμένοι ώστε ποτέ δε γνωρίζουμε γιατί κάνουν αυτά που κάνουν, πράξεις που εξελίσσονται σε όλο και πιο παράλογες και τελικά εντελώς παράφρονες.
Οποτεδήποτε τελούνται μπρος στα μάτια μας οι δολοφονίες, στοιχείο που από τα πρώτα πλάνα της ταινίας επικρέμαται σα μόνιμη απειλή μέσα από τις νευρικές κινήσεις της ύπουλης κάμερας που μας κρατά σε συνεχή αγωνία, αυτές απεικονίζονται με αίσθηση στιλπνής απόλαυσης, κάτι πολύ περισσότερο από αηδιαστικό. Πρόκειται για παράλογη, ακραία βία μέσα από ασυνάρτητη πλοκή που σκόπιμα παρουσιάζεται σαν αναστροφή σεξουαλικής κατεύθυνσης.Αυτή η υποδόρια, μη δικαιολογήσιμη κτηνωδία δεν καθιστά καθόλου εύκολη την κατάποση της «μαγευτικής ενόχλησης» ενός πραγματικού γοτθικού εφιάλτη, που κατακλύζεται από τις έννοιες του διφορούμενου, της διπλής υπόστασης, του είναι και του φαίνεσθαι.
Στοιχεία και σύμβολα ατάκτως εριμμένα στο μίξερ για το μεταμοντέρνο χυλό. Η γαλακτερή, ίμο Ιντια, με απάθεια υπνοβασίας και ικανότητες κυνηγού που ξέρει να περιμένει για να χτυπήσει την κατάλληλη στιγμή. Οι εν αφθονία μακάβριες αράχνες και τα αυγά. Τα δίχρωμα (μαυρόασπρα) παπούτσια της ανιψιάς - διττή και φθηνή η λειτουργία του μπουνιουελικού φετίχ. Η ταινία «ΣΤΟΚΕΡ» ορθώνεται περήφανα σαν ένας πραγματικός εφιάλτης gothic, γεμάτη με πτώματα στην κατάψυξη, σεξουαλική έκσταση στο ντους και πικάντικα συστατικά του ακραίου κορεατικού σινεμά. Βέβαια, υπάρχουν και σκηνές ανησυχητικά όμορφες, όπως όταν η κόρη βουρτσίζει τα ξανθά μαλλιά της μητέρας τα οποία μεταμορφώνονται σε χρυσό ψηλό γρασίδι στον άνεμο, ή, η εκπληκτικής ερωτικής φόρτισης σκηνή του ντουέτου θείου - ανιψιάς στο πιάνο ή κάποια μακρινά πλάνα του Τσάρλι. Είναι τότε που αισθάνεσαι τις ριπές ταλέντου - πραγματικό ταλέντο όμως βαθιά άρρωστο. Και είναι αυτό που κάνει την ταινία να «στέκεται».
Η ταινία μοιάζει εγχείρημα με προσκόμματα και μεταδίδει την αίσθηση ότι ο Παρκ μοχθούσε κατά κάποιον τρόπο να προσαρμόζει συνεχώς την ανάγλυφη αισθητική του στο αμερικανικό περιβάλλον...
Παίζουν: Μία Βασικόβσκα, Νικόλ Κίντμαν, Μάθιου Γκουντ, Ντέρμοτ Μαλρόνι, Λούκας Τιλ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ, Βρετανία (2013).