Πέμπτη 28 Μάρτη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 42
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΤΣΑΝ ΓΟΥΚ ΠΑΡΚ
Στόκερ

Επίδειξη φορμαλιστικής δεξιότητας που καταλήγει σε μανιερισμό. Με επιτήδευση τόσο επιμελημένα «lifestyle» που δεν ξεχωρίζει από φωτογράφιση για ρεπορτάζ αγοράς στο Vogue. Ο Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης Τσαν Γουκ Παρκ είναι πολύ της μόδας και εξελίσσεται σε cult. Πάντως, κάτω από τα όποια μεταξωτά, πούδρες κι αρώματα, αποκαλύπτεται εν τέλει ότι το «ΣΤΟΚΕΡ» στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα φθηνό και τσιριχτό B φιλμ που κατορθώνει να σταθεί στα πόδια του μέσα στην υστερία της τελικής πράξης. Μοιάζει με κινούμενο σκελετό που έρχεται να μας τρομάξει...

Είναι η πρώτη αγγλόφωνη και χολιγουντιανή ταινία του Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη. Παρά τον τίτλο της, που παραπέμπει στον Ιρλανδό Μπραμ Στόκερ, τον συγγραφέα που γέννησε τον «Δράκουλα», η ταινία δεν έχει να κάνει ακριβώς και άμεσα με βαμπίρ αλλά εστιάζει σε έναν γοητευτικό εισβολέα με γεύση νεαρής σάρκας... Και το μυστήριο προς επίλυση εστιάζεται στον Τσάρλι Στόκερ (Μάθιου Γκουντ), ο οποίος εμφανίζεται από το πουθενά στην κηδεία του μεγαλύτερου αδελφού του που σκοτώθηκε πρόσφατα σε ένα μυστηριωδώς ανεξήγητο αυτοκινητικό δυστύχημα. Ο κοσμοπολίτης θείος εγκαθίσταται στη μεγάλη βίλα του αδελφού μέσα στο δάσος όπου κυριαρχεί ατμόσφαιρα πένθους και δεν προσπαθεί να κρύψει το ενδιαφέρον του για τη χήρα του θύματος (Nικόλ Κίντμαν) που, κολακευμένη, μοιάζει να έχει μάτια μόνο γι' αυτόν. Κι ο θείος σαν άγρυπνο αρπαχτικό δείχνει να σέβεται τον πόνο της 18χρονης Ιντια (Μία Βασικόφσκα) για τον αγαπημένο πατέρα που έχασε, δεν χάνει όμως ευκαιρία για συνεχείς κι επίμονες κινήσεις πλησιάσματος. Η Ιντια, απόμακρη, ανέκφραστη και μοναχική πιάνει τον εαυτό της να έλκεται και ταυτόχρονα να απωθείται από τον κομψό νεαρό θείο με το ανατριχιαστικό βλέμμα. Οσο περνάει ο καιρός οι δύο γυναίκες μετατρέπονται σε αντίζηλες, αφού αισθάνονται μαγεμένες από τον Τσάρλι που με εμφάνιση και στιλ κολεγιόπαιδου, οδηγά ένα λευκό, σπορ κάμπριο και υφαίνει μεθυστικές ιστορίες για τα χρόνια που πέρασε στην Ευρώπη. Και το σημαντικότερο, όλοι εκείνοι που γνωρίζουν κάτι για το παρελθόν του Τσάρλι αρχίζουν να εξαφανίζονται χωρίς ίχνη...

Το σενάριο της ταινίας μόνο έξυπνο και πρωτότυπο δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Η ψυχική αρρώστια στον πυρήνα, ως αίτιο και αιτιατό, και κυρίως η διαχείρισή της με τον τρόπο που γίνεται στην ταινία, δεν είναι παρά το εύκολο τρικ που λύνει τα χέρια στην όποια δράση - αντίδραση, πέρα και έξω από κάθε λογική. Αυτή η λύση όχι μόνο υποβαθμίζει την εξυπνάδα και το βάθος του σεναρίου, δυναμιτίζοντας την «στατική» της όλης κατασκευής, αλλά αποδυναμώνει και ισχναίνει με τη σειρά του την «πολυπλοκότητα» και «το σύνθετο» της ερμηνείας των ρόλων - χαρακτήρων. Το ότι η ανάπτυξη του σεναρίου κατευθύνει την ιστορία σε ψυχόδραμα με υπαινιγμούς του τύπου «ενδέχεται θείος και ανιψιά να έχουν κοινό πεπρωμένο» δεν εξαλείφει τις αδυναμίες ενός ανόητου σεναρίου. Ούτε, βέβαια, και οι στιλ art-house γαρνιτούρες είναι σε θέση να κρύψουν οργανικές σεναριακές αδυναμίες.

Λέγεται ότι η ταινία του Παρκ είναι κάτι σαν μη αναγνωρισμένο ριμέικ του κλασικού θρίλερ του Χίτσκοκ από το 1943 «ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑΣ». Η διαπίστωση κάθε άλλο παρά ευσταθεί, γιατί εδώ πρόκειται για μετατρεμμένη μελοδραματική εκδοχή με επιλεκτική αναπαραγωγή κάποιων επιφανειακών ομοιοτήτων στη σχέση θείου - ανιψιάς. Ιδιαίτερα οι δύο αυτοί πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες, είναι τόσο επιφανειακά κατασκευασμένοι ώστε ποτέ δε γνωρίζουμε γιατί κάνουν αυτά που κάνουν, πράξεις που εξελίσσονται σε όλο και πιο παράλογες και τελικά εντελώς παράφρονες.

Οποτεδήποτε τελούνται μπρος στα μάτια μας οι δολοφονίες, στοιχείο που από τα πρώτα πλάνα της ταινίας επικρέμαται σα μόνιμη απειλή μέσα από τις νευρικές κινήσεις της ύπουλης κάμερας που μας κρατά σε συνεχή αγωνία, αυτές απεικονίζονται με αίσθηση στιλπνής απόλαυσης, κάτι πολύ περισσότερο από αηδιαστικό. Πρόκειται για παράλογη, ακραία βία μέσα από ασυνάρτητη πλοκή που σκόπιμα παρουσιάζεται σαν αναστροφή σεξουαλικής κατεύθυνσης.Αυτή η υποδόρια, μη δικαιολογήσιμη κτηνωδία δεν καθιστά καθόλου εύκολη την κατάποση της «μαγευτικής ενόχλησης» ενός πραγματικού γοτθικού εφιάλτη, που κατακλύζεται από τις έννοιες του διφορούμενου, της διπλής υπόστασης, του είναι και του φαίνεσθαι.

Στοιχεία και σύμβολα ατάκτως εριμμένα στο μίξερ για το μεταμοντέρνο χυλό. Η γαλακτερή, ίμο Ιντια, με απάθεια υπνοβασίας και ικανότητες κυνηγού που ξέρει να περιμένει για να χτυπήσει την κατάλληλη στιγμή. Οι εν αφθονία μακάβριες αράχνες και τα αυγά. Τα δίχρωμα (μαυρόασπρα) παπούτσια της ανιψιάς - διττή και φθηνή η λειτουργία του μπουνιουελικού φετίχ. Η ταινία «ΣΤΟΚΕΡ» ορθώνεται περήφανα σαν ένας πραγματικός εφιάλτης gothic, γεμάτη με πτώματα στην κατάψυξη, σεξουαλική έκσταση στο ντους και πικάντικα συστατικά του ακραίου κορεατικού σινεμά. Βέβαια, υπάρχουν και σκηνές ανησυχητικά όμορφες, όπως όταν η κόρη βουρτσίζει τα ξανθά μαλλιά της μητέρας τα οποία μεταμορφώνονται σε χρυσό ψηλό γρασίδι στον άνεμο, ή, η εκπληκτικής ερωτικής φόρτισης σκηνή του ντουέτου θείου - ανιψιάς στο πιάνο ή κάποια μακρινά πλάνα του Τσάρλι. Είναι τότε που αισθάνεσαι τις ριπές ταλέντου - πραγματικό ταλέντο όμως βαθιά άρρωστο. Και είναι αυτό που κάνει την ταινία να «στέκεται».

Η ταινία μοιάζει εγχείρημα με προσκόμματα και μεταδίδει την αίσθηση ότι ο Παρκ μοχθούσε κατά κάποιον τρόπο να προσαρμόζει συνεχώς την ανάγλυφη αισθητική του στο αμερικανικό περιβάλλον...

Παίζουν: Μία Βασικόβσκα, Νικόλ Κίντμαν, Μάθιου Γκουντ, Ντέρμοτ Μαλρόνι, Λούκας Τιλ, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ, Βρετανία (2013).


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ