Πέμπτη 7 Μάρτη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΟΛΙΒΙΕ ΑΣΑΓΙΑΣ
Μετά το Μάη

Ο Γάλλος σκηνοθέτης Ολιβιέ Ασαγιάς - γιος του σεναριογράφου Ζακ Ρεμί - δείχνει αδυναμία στην αναδρομή στο χρόνο. Οι τελευταίες του ταινίες «ΚΑΡΛΟΣ» και «ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΑΗ» μπορεί να διαφέρουν θεματικά, τοποθετούνται όμως στη δεκαετία του '70, εκείνη της πρώτης νιότης του σκηνοθέτη. Στην ίδια περίοδο αναφερόταν και η 3η ταινία του Ασαγιάς «EAU FROIDE» (1994) όπου μάλιστα, το alter ego του σκηνοθέτη, ονομαζόταν Ζιλ, ακριβώς όπως και στη 14ηταινία του «ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΑΗ», μια αυτοβιογραφία που πάει πιο μακριά από την στεγνή ομφαλοσκόπηση, που ισορροπεί ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό, τον Ζιλ και τους φίλους, τρία χρόνια μετά το γαλλικό Μάη του '68.

Πρόκειται για μια βιογραφική, συναισθηματική και έξυπνη αφήγηση ενηλικίωσης. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης 16 ετών το 1971, γνωρίζει τα πράγματα και μπορεί να αφηγηθεί. Αντλεί την ιστορία του από τη δική του εφηβική ηλικία, βάζει στο επίκεντρο τον 18χρονο Ζιλ, γόνο ευπρεπούς οικογένειας,με καλλιτεχνικές ανησυχίες και υπερ-επαναστάτη ακτιβιστή. Γράφει συνθήματα στους τοίχους, τυπώνει επαναστατικά φυλλάδια, πουλάει επαναστατικό Τύπο, μάχεται με αστυνομικούς και φύλακες. Εχει μια σχέση με την Λορ, που έρχεται σε μια συνάντησή τους στα καταπράσινα δάση ως Ελβίρα Μάντιγκαν, με ένα μακρύ λευκό φόρεμα... Λίγο αργότερα στην ταινία, ο Ζιλ και η φίλη του Κριστίν, πηγαίνουν σινεμά στην ταινία του Μπο Βίντεμπεργκ «ΤΖΟ ΧΙΛ».

Η ζωή του Ζιλ και των φίλων του, με συνισταμένη τον έρωτα - κορυφή του υπαρξιακού, ταλαντεύεται μεταξύ τέχνης και πολιτικής. 3 χρόνια μετά το '68, ο γενικός και αόριστος απόηχος της εξέγερσης βρίσκεται απείρως μακριά, αλλά και απείρως κοντά και νοηματοδοτεί την ηλικιακή ανία πολλών μικροαστικών γόνων, ιδιαίτερα όταν οι αστυνομικοί στους δρόμους του Παρισιού, με μεγάλη ευχαρίστηση και υπερβάλλοντα ζήλο, καταστέλλουν μαθητικές διαδηλώσεις. Σημείο των καιρών και ο διευθυντής του σχολείου που από τη μια μαίνεται για τους βανδαλισμούς κι από την άλλη δείχνει κατανόηση...

«Είναι η πιο προσωπική ταινία μου» δήλωσε ο ίδιος ο Ασαγιάς. Μια ιστορία που σήμερα βλέπει με την απόσταση που τότε δεν μπορούσε να έχει. Η ιστορία συντίθεται από τις προσωπικές ιστορίες πολλών ατόμων με διαφορετικό βαθμό «πεποίθησης» και πολύ «ατομικά» όνειρα, στόχους και φιλοδοξίες. Το δικό τους «μαζί» δεν έχει σχέση με την έννοια της συλλογικότητας και του αγώνα. Μπορεί να σκοτώνουν την ώρα τους μαζί, αλλά στις σοβαρές αποφάσεις ο καθένας είναι μόνος του, περιχαρακωμένος στο περιβάλλον και τον κόσμο του.

Το βλέμμα του Ασαγιάς είναι επίμονο και κάπου ειρωνικό για τα υπεραριστερά γκρουπούσκουλα - μαοϊστές, τροτσκιστές, αναρχικοί, που στελέχωσαν, με το τέλος των σπουδών τους το αστικό κράτος και πολέμησαν λυσσαλέα την εργατική τάξη. Περιπτώσεις σαν του Γιόσκα Φίσερ ή του Κον Μπεντίτ αμέτρητες, ξέρουμε και από τους εδώ επαναστάτες... Ο Ασαγιάς περιγράφει γλαφυρά τις ανησυχίες των παιδιών από τα ευημερούντα μεσαία στρώματα με πρόσβαση σε χρήματα, ταξίδια και στρωμένο μέλλον, και το πόσο αποκομμένοι είναι από την άλλη πραγματικότητα, τη λαϊκή. Εννοιες ή εικόνες από εργατική τάξη ή εργατικά συνδικάτα δεν υπάρχουν. Οι απόντες εκπροσωπούνται από τους υπερεπαναστάτες τους μεγαλωμένους στα αστικά σπίτια που ανταγωνίζονται στο ποιος θα αρθρώσει καλύτερα τη φωνή των εργατών. Είναι αποκαλυπτική η αφ' υψηλού στάση των πνευματικά ανώτερων, των διανοούμενων, που δρουν για το καλό της εργατικής τάξης χωρίς οι ίδιοι να έχουν την παραμικρή σχέση και ιδέα για την ταξική εκμετάλλευση. Εμφανής η ειρωνεία όταν ξεστομίζεται το περίφημο «δεν θα πρέπει μια επαναστατική ταινία να έχει επαναστατική σύνταξη»; Στην ανάγνωση του φιλμικού κειμένου υπάρχει ανάμεσα στις γραμμές το τείχος που χωρίζει τους ήρωες της ταινίας από την εργατική τάξη... Βέβαια αυτές είναι οι τελευταίες αναλαμπές της νεανικής τους επανάστασης γιατί πολύ γρήγορα, το σεξ, τα ναρκωτικά, η ροκ μουσική, η τέχνη και οι φιλοσοφίες της Ανατολής αντικαθιστούν τη μόδα του Λένιν, του Μάο και του Μαρξ. O Aσαγιάς υπαινίσσεται ξεκάθαρα ότι η ανάγκη της «πολιτικής» σε αυτούς τους νέους θα μπορούσε να αντικατασταθεί από οποιοδήποτε «κίνημα», φθάνει η πίεση της ομάδας και το πνεύμα της εποχής να είχαν αντίστοιχη δύναμη επιρροής και σαγήνης.

Και ο Ασαγιάς, όπως πολλοί, μοιάζει να κοιτάζει στο παρελθόν και να αναρωτιέται πού πήγε τόσος «ιδεαλισμός», γιατί οι ίδιοι άνθρωποι σήμερα ασχολούνται με τη διακόσμηση και το δείκτη των μετοχών; Η απάντηση εγγράφεται στις εικόνες, στα περιγράμματα σε σχέση με τα συμφραζόμενα, στην παρουσία, απουσία, διάσταση, προοπτική και προβολή των συστατικών τους στο χρόνο...

Βεβαίως και διαφαίνεται κάποιο είδος ανάλυσης που διαπερνά το νοσταλγικό τόνο του φιλμ. Μόνο που, σαν τη νοσταλγία, έτσι και η ανάλυση, «κρατά τις αποστάσεις» κάτι που συνιστά πρόβλημα. Ενα επίσης προβληματικό στοιχείο είναι ότι ο Ασαγιάς έχει δυσκολία να αποφασίσει τι είδους φιλμ θέλει. Ετσι το βιογραφικό του φιλμ συνειδητοποίησης και ενηλικίωσης με φόντο την ατμόσφαιρα του '70, «σκαλώνει» στην πορεία σε πάμπολλες κατευθύνσεις κι έτσι γίνεται μάλλον φλύαρο παρά ενδιαφέρον. Η ενδοσκόπηση πραγματοποιείται χωρίς εμβάθυνση στους χαρακτήρες οι οποίοι απογυμνωμένοι από καλλωπιστικές επιστρώσεις προβάλλουν μια απάθεια που ταρακουνάει. Οι νεαροί μοιάζουν να μη νοιάζονται για τίποτα...

Ο Ασαγιάς σερβίρει πρωτίστως ένα υπέροχο επιδόρπιο νοσταλγίας με μια δύναμη στην αφήγηση, που επιπλέει, ό,τι κι αν συμβεί. Με άλλα λόγια, η ταινία είναι μια αρκετά νηφάλια αποτίμηση μιας μεθυσμένης αλλά και μεθυστικής εποχής, παραδομένη σε μουσικά ακούσματα - πατιναρισμένα κι αυτά από τον χρόνο. Είναι σε μεγάλο βαθμό μια νοσταλγική ταινία γι' αυτή καθαυτή τη νιότη...

Παίζουν: Κλεμάν Μεταγιέ, Λόλα Κρετόν, Φελίξ Αρμάν, Καρόλ Κομπ, Ματιάς Ρενού, Ιντια Μενουέζ, Φελίξ ντε Ζιβρί κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (2012).


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ