Κυριακή 3 Μάρτη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Με αφορμή τις ιταλικές εκλογές

Γρηγοριάδης Κώστας

Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ιταλία δεν έδωσε μόνο αφορμή στα αστικά επιτελεία της ΕΕ να οξύνουν την τρομοκρατία της «ακυβερνησίας», ζητώντας υποταγή του λαού στα προαποφασισμένα μέτρα, ανεξάρτητα από το ποια κυβέρνηση θα κληθεί να τα υλοποιήσει. Εδωσε τροφή και στους κάθε λογής οπορτουνιστές να συγκαλύψουν την ταξική ουσία της στρατηγικής που συνυπηρετούν κόμματα και υποψήφιοι στην Ιταλία, για να μπάσουν από την πίσω πόρτα τη λογική της «άλλης» διαχείρισης, που μπορεί τάχα να αλλάξει την ΕΕ και να σώσει το λαό.

Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ στο αποτέλεσμα των εκλογών. Τα στελέχη του και η «Αυγή» πανηγύριζαν για το αποτέλεσμα, που έφερε πρώτο κόμμα τον «κεντροαριστερό» Μπερσάνι, δεύτερο τον «κεντροδεξιό» Μπερλουσκόνι και τρίτο τον Γκρίλο. Η χαρά τους ήταν ότι «ηττήθηκε» ο (τέταρτος στη σειρά) Μόντι, άρα και η πολιτική της λιτότητας που εφάρμοσε η κυβέρνησή του. Παίζοντας με τις εντυπώσεις, λένε ότι η ήττα του Μόντι σημαίνει ήττα της Μέρκελ, άρα και του κυρίαρχου μείγματος διαχείρισης της κρίσης στην Ευρωζώνη.

Καμία εντύπωση δεν προκαλεί η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ. Πριν τις γαλλικές εκλογές, ο σοσιαλδημοκράτης Ολάντ ήταν ο «άλλος αέρας» που θα έπνεε στην Ευρώπη, στη θέση του «δεξιού» Σαρκοζί. Υστερα, ο Ολάντ έγινε για τον ΣΥΡΙΖΑ «Ολαντρέου» και τώρα προσπαθεί όπως όπως να μαζέψει τις ελεγείες που του αφιέρωνε προεκλογικά, κοροϊδεύοντας συνειδητά το λαό. Τώρα, οι «ήρωες» του ΣΥΡΙΖΑ στην Ιταλία είναι ο κεντροαριστερός Μπερσάνι, που άφησε τέταρτο τον Μόντι, και ο Γκρίλο, που είναι λίγο απ' όλα, αλλά πάνω απ' όλα με την αστική διαχείριση, έστω και με άλλο μείγμα.

Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτονόητη, αν σκεφτεί κανείς ότι και στη Γερμανία, το αδερφό κόμμα και βασική συνιστώσα του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς «De Linke», προσεγγίζει ολοένα και περισσότερο το σοσιαλδημοκράτη υποψήφιο για την καγκελαρία, Στάινμπρουκ, στο όνομα του να φύγει η Μέρκελ. Σε τοπικό επίπεδο η σύμπραξη με τους σοσιαλδημοκράτες έχει πάρει ήδη χαρακτηριστικά κυβερνητικής συνεργασίας σε κρατίδια, με επώδυνα, αλλά διδακτικά αποτελέσματα για τους εργαζόμενους και το λαό.

Από τις εκτιμήσεις του ΣΥΡΙΖΑ αποσιωπάται το γεγονός ότι δεύτερο κόμμα στις ιταλικές εκλογές αναδείχτηκε ο «Λαός της Ελευθερίας», του Μπερλουσκόνι, ο οποίος ήταν πρωθυπουργός από το 2008 έως το 2011 και παρέδωσε τη διακυβέρνηση στον τεχνοκράτη Μόντι. Προηγουμένως, είχε φέρει σε πέρας τη βρώμικη δουλειά που του αναλογούσε, στο πλαίσιο της διαχείρισης της κρίσης για λογαριασμό της αστικής τάξης στην Ιταλία.

Ο Μπερλουσκόνι ψήφισε μαζί με την Μέρκελ και τους άλλους Ευρωπαίους «εταίρους» όλες τις αντιλαϊκές συμφωνίες στην ΕΕ, όσο ήταν πρωθυπουργός. Μεταξύ αυτών και το βαθιά αντιδραστικό «Σύμφωνο για το ευρώ», στη Σύνοδο Κορυφής το Μάρτη του 2011, λίγους μήνες προτού παραιτηθεί (Νοέμβρης του 2011) και αφού πρώτα πέρασε από τη Βουλή το «πακέτο σταθεροποίησης» της ιταλικής καπιταλιστικής οικονομίας, με μέτρα, περικοπές και νέους φόρους για το λαό.

Η αλήθεια είναι ότι το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ιταλία πήρε πολλά χρόνια πριν τα μέτρα του, ώστε να αναμορφωθεί και να δημιουργήσει όρους ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας, αξιοποιώντας κάθε δυνατή εφεδρεία. Τα «κεντροαριστερά» και «κεντροδεξιά» διαχειριστικά πειράματα, οι κυβερνήσεις των «τεχνοκρατών» και άλλα παρόμοια, δοκιμάστηκαν στις πλάτες του ιταλικού λαού, με συμμετοχή και των αυτοαποκαλούμενων «κομμουνιστικών» κομμάτων της Ιταλίας. Από αυτή τη σκοπιά, καμιά έκπληξη δεν προκαλεί το αποτέλεσμα των εκλογών.

Αντίθετα, επιβεβαιώνει ότι το σύστημα χρειάζεται, προωθεί και αξιοποιεί όποιον μπορεί να βάλει πλάτη στη χειραγώγηση των λαϊκών συνειδήσεων, να συγκαλύψει τις πραγματικές αιτίες της καπιταλιστικής κρίσης και να σηκώσει σύννεφο γύρω από την πραγματική και ώριμη φιλολαϊκή διέξοδο, που δεν είναι άλλη από την αντιμονοπωλιακή πάλη του λαού, με στόχο τη δική του εξουσία. Ποιος όμως θα παλέψει για να πάρει έναν τέτοιο προσανατολισμό το κίνημα, όταν τα κατ' ευφημισμόν ΚΚ στην Ιταλία έχουν εδώ και χρόνια μετατραπεί σε ορντινάντσες των καπιταλιστών και των κομμάτων τους;

Η Επανίδρυση και το Κόμμα των Ιταλών Κομμουνιστών έχουν καταδικάσει εδώ και χρόνια την ύπαρξη επαναστατικής στρατηγικής ως «βαθύτατο σεχταρισμό και πλήρη απομονωτισμό - δογματισμό». Στα προγράμματά τους, από πολύ νωρίς υιοθέτησαν τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις «με άλλες αριστερές δυνάμεις». Εχουν συνεργαστεί με άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις και μικροαστικά κόμματα, φτάνοντας προγραμματικά να υπερασπίζονται μια καλύτερη διαχείριση του καπιταλισμού.

Αυτά τα κόμματα δεν είχαν κανένα πρόβλημα να συνεργαστούν, να απευθύνουν προτάσεις συνεργασίας ή να είναι υποψήφιοι μαζί με τα «ναυάγια» της ταξικής πάλης, που κατά καιρούς εγκατέλειπαν το κομμουνιστικό κίνημα, ή το πολέμησαν, όπως ο Νίκι Βέντολα, πρώην ΓΓ της Επανίδρυσης, ο γνωστός Ντ' Αλέμα και άλλοι. Στις τελευταίες εκλογές συμμετείχαν στο εκλογικό σχήμα «Επανάσταση των Πολιτών», ανάμεσα σε οικολόγους και άλλους σοσιαλδημοκράτες «ενάντια στη μαφία». Η εκλογική τους κατακρήμνιση οδήγησε στο να μείνουν για μια ακόμα φορά εκτός Βουλής.

Η πείρα από τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία είναι πράγματι χρήσιμη για το κίνημα και το λαό στην Ελλάδα, αλλά ως παράδειγμα προς αποφυγή και όχι προς μίμηση, όπως το παρουσιάζει καθένα από τα αστικά και τα οπορτουνιστικά κόμματα. Στα πρότυπα της ιταλικής «Ελιάς», το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να ανασυστήσει τη σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα, ενώ από το 1996 ακόμα ο Σημίτης πάλευε για την αναμόρφωση του συστήματος, λανσάροντας την ιδέα της κεντροαριστεράς.

Ομοίως, η ΝΔ θέλει να δημιουργήσει τον πόλο της κεντροδεξιάς. Διαρρέονται σενάρια μέχρι και για δημιουργία νέου κόμματος, προκειμένου να διευκολυνθούν τα σχέδια για νέο διπολισμό. Μέσα σ' αυτό το σκηνικό, ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε κόμμα της σοσιαλδημοκρατίας. Απευθύνει προτάσεις κυβερνητικής συνεργασίας σε αστικές πολιτικές δυνάμεις, εκφράζει ανοιχτά την αγωνία του για το πολιτικό σύστημα, μοιράζει όρκους πίστης στην καπιταλιστική ανάπτυξη και καταθέτει διαπιστευτήρια στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, καλώντας το λαό να συρθεί πίσω από τη μια ή την άλλη μερίδα της αστικής τάξης.

Στην Ελλάδα, το αστικό σύστημα «καίγεται» να αναμορφώσει το πολιτικό σκηνικό για να διαμορφώσει εφεδρείες στη διαχείριση. Οπως και στην Ιταλία, έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις που διαγκωνίζονται στη διαχείριση, ακόμα κι αν σηκώνουν κορόνες ενάντια δήθεν στο σύστημα και στο κυρίαρχο μείγμα της πολιτικής. Η αστική τάξη ξέρει ότι κόμμα που δεν έχει στρατηγική ρήξης με τα μονοπώλια είναι κόμμα ακίνδυνο για τα συμφέροντά της.

Είναι αποκαλυπτική η ραγδαία προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και στο επίπεδο των εξαγγελιών στα «θέλω» και στα «πρέπει» της αστικής διαχείρισης, με δοσμένη τη στρατηγική του, που ήταν πάντα η αναβάθμιση της συμμετοχής του στην αστική διαχείριση. Τέτοια κόμματα τα χρειάζεται το σύστημα. Είναι τα υλικά που χρησιμοποιεί για να αναμορφώνεται, χωρίς ποτέ να χάνει το στόχο του, που είναι να ενσωματώσει το εργατικό - λαϊκό κίνημα, να το κρατάει ναρκωμένο στη λογική της μεταρρύθμισης, να το εμποδίσει να αποκτήσει επαναστατική στρατηγική.

Χρήσιμη στο σύστημα είναι και η Χρυσή Αυγή, όπως και οι δυνάμεις της παλιάς και σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας που αποστασιοποιούνται τάχα από το ΠΑΣΟΚ και συμμετέχουν στις διεργασίες για αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού. Ανεξάρτητα από το τι εξαγγέλλουν, αν τις ξύσεις, θα βρεις μόνο φανατικούς υπερασπιστές της δικτατορίας της αστικής τάξης, υπέρμαχους της ανάπτυξης υπέρ των καπιταλιστών, ακόμα κι αν διαφέρουν μεταξύ τους στο μείγμα της διαχείρισης που θα οδηγήσει στην καπιταλιστική ανάκαμψη.

Γράφουν οι Θέσεις της ΚΕ (17 και 18): «Οι πολιτικές αντιθέσεις ανάμεσα στα κόμματα, που υποστηρίζουν φιλομονοπωλιακή πολιτική διαχείρισης της κρίσης, εκδηλώνονται ως αντιπαραθέσεις υπέρ του ενός ή του άλλου μείγματος της διαχείρισης, της νομισματικής δημοσιονομικής και της επεκτατικής, με το μανδύα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στη φιλελεύθερη και τη ρεφορμιστική - οπορτουνιστική. Και τα δύο μείγματα της διαχείρισης έχουν κοινό χαρακτηριστικό την εξυπηρέτηση των μονοπωλίων, την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας, που αντικειμενικά θα οδηγήσει σε νέο κύκλο κρίσης.

Η εναλλαγή τόσο του φιλελεύθερου όσο και του κεϋνσιανού μοντέλου διαχείρισης έφεραν σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα κύκλους οικονομικής κρίσης, όξυναν τις ενδοαστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και οδήγησαν σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Στη βάση της εναλλαγής του μείγματος διαχείρισης, προωθείται η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, ώστε να μπορεί να δώσει περισσότερες εναλλαγές κυβερνήσεων από συνεργαζόμενα κόμματα.

Στοιχείο της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος είναι και η ένταση του κρατικού αντικομμουνισμού, καθώς και η ανάπτυξη - κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του εθνικοσοσιαλισμού/φασισμού, η όξυνση του αυταρχισμού και της κρατικής και παρακρατικής καταστολής. Ταυτόχρονα, δρομολογείται και η αναμόρφωση της λειτουργίας του αστικού κοινοβουλίου, ενώ προβάλλονται και προτάσεις υπέρ της ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας».

Οι διεργασίες αυτές θα εντατικοποιηθούν το επόμενο διάστημα. Συμφέρον του λαού είναι να ανακόψει κάθε προσπάθεια του αστικού συστήματος να ελιχθεί σε βάρος του, συνειδητοποιώντας τη σκοπιμότητα της αναμόρφωσης, αποκαλύπτοντας αυτόν που πραγματικά κινεί τα νήματα, την αστική τάξη. Μοναδική εγγύηση για εξελίξεις υπέρ του λαού είναι η δική του οργανωμένη παρέμβαση, με στόχο να βάλει εμπόδια στα μέτρα που τον εξουθενώνουν, παλεύοντας να πάρει ο ίδιος την εξουσία. Για την ανάπτυξη ενός κινήματος με αυτά τα χαρακτηριστικά, το ΚΚΕ θα δώσει τον καλύτερο εαυτό του, εξοπλισμένο και με τις αποφάσεις του 19ου Συνεδρίου του.


Π.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ