Η μία άποψη είναι αυτή που λέει ότι το «αντιμνημονιακό» χαλί κρύβει ετερόκλητες δυνάμεις από κάτω, γι' αυτό δεν μπορεί να έχει σοβαρή και ρεαλιστική πρόταση διεξόδου από την κρίση. Αρα, ακόμα κι αν τα μέτρα είναι επώδυνα, ακόμα κι αν το κυρίαρχο μείγμα διαχείρισης, που στην Ελλάδα εκφράζεται με τα μνημόνια, δεν είναι το ιδανικό, είναι το μοναδικό, για να οδηγήσει σε ανάκαμψη την καπιταλιστική οικονομία, έστω κι αν - όπως λένε - χρειάζεται προσαρμογές.
Η άλλη άποψη, η οποία εκφράζεται κύρια από τον ΣΥΡΙΖΑ, προπαγανδίζει την επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης, για να βγει η χώρα από την κρίση. Διευκρινίζει ωστόσο (συνέντευξη Δραγασάκη στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής) ότι μια «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να κάνει «μονομερείς ενέργειες» σε ό,τι αφορά τα μνημόνια και το χρέος και πως αυτό που θα επιδιώξει είναι ένας νέος συμβιβασμός με τους δανειστές και εταίρους. Δηλαδή, ένα νέο μνημόνιο, με καλύτερη τάχα διαπραγμάτευση.
Πρώτη παρατήρηση: Η επισήμανση του ΣΥΡΙΖΑ ότι δε θέλει μονομερείς ενέργειες εξαφανίζει και το τελευταίο απομεινάρι της προπαγάνδας του ότι στηρίζει την πρόταση νόμου του ΚΚΕ για κατάργηση των μνημονίων. Η ψήφιση μιας τέτοιας πρότασης συνιστά από μόνη της μονομερή ενέργεια, αφού καμιά συνεννόηση δεν προϋποθέτει με τους δανειστές και την ΕΕ.
Αντίθετα, οδηγεί σε σύγκρουση μαζί τους και αυτό το νόημα έχει: Να αποτελέσει κρίκο στη ριζοσπαστικοποίηση της πάλης του λαού, που έχει συμφέρον να απαλλαγεί από τα αντιλαϊκά μνημόνια, παλεύοντας με όρους ανατροπής της αστικής εξουσίας που τα επιβάλλει.
Η υιοθέτηση της πρότασης νόμου του ΚΚΕ από ευρύτερες λαϊκές μάζες και φορείς του κινήματος, συνδυασμένη με τους στόχους πάλης για αποδέσμευση από την ΕΕ, κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και μονομερή διαγραφή του χρέους, μπορεί να πολλαπλασιάσει τη δυναμική του εργατικού λαϊκού κινήματος. Να εμποδίσει και να καθυστερήσει αντιλαϊκά μέτρα, ανοίγοντας δρόμους για ριζικές φιλολαϊκές αλλαγές, μέχρι το επίπεδο της εξουσίας και της οικονομίας.
Το δίλημμα «μνημόνιο - αντιμνημόνιο» συγκαλύπτει δύο βασικά ζητήματα: Πρώτο, ότι όλες οι πολιτικές δυνάμεις, πλην ΚΚΕ, ανεξάρτητα από το πώς τοποθετούνται απέναντι στα μνημόνια, υποστηρίζουν την παραμονή της χώρας στην ΕΕ και είναι της άποψης ότι η όποια «λύση» επιλεγεί τελικά για τη διαχείριση της κρίσης στην Ελλάδα, θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα συνεννόησης και διαπραγμάτευσης με τους δανειστές και εταίρους. Αρα, ΕΕ και ξερό ψωμί, σε ό,τι αφορά τις επίσημες διακηρύξεις όλων των αστικών κομμάτων και του ΣΥΡΙΖΑ.
Το δεύτερο που κρύβεται κάτω από το «μνημόνιο - αντιμνημόνιο», είναι ο διαφορετικός χαρακτήρας της διαχείρισης που προτείνει το κάθε κόμμα, εκφράζοντας ή υπηρετώντας αντικειμενικά τις αξιώσεις συγκρουόμενων μερίδων της αστικής τάξης.
Για παράδειγμα, μεταξύ των λεγόμενων «αντιμνημονιακών» κομμάτων, μπορεί να υπάρχουν διαφορές, συγκλίνουν όμως σε ένα πράγμα: Οτι η ανάπτυξη που θέλουν είναι καπιταλιστική και ότι αυτή θα προκύψει με χαλάρωση της λιτότητας και χρήμα στο κεφάλαιο, για να κάνει επενδύσεις. Οτι κλειδί για την καπιταλιστική ανάκαμψη είναι το κράτος και οι επενδύσεις σε χρήμα και υποδομές για λογαριασμό των καπιταλιστών.
Καθόλου τυχαία, τα κόμματα, που συνασπίζονται στο λεγόμενο «αντιμνημονιακό τόξο», επικεντρώνουν την κριτική τους για τα μνημόνια στη λιτότητα και στον τρόπο που επιχειρείται η διαχείριση του χρέους. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το κόμμα του Καμμένου. Μιλάει διαρκώς για το χρέος, αλλά δε λέει κουβέντα για τα αντεργατικά - αντιλαϊκά μέτρα που προβλέπουν τα μνημόνια, έστω κι αν, για λόγους τακτικής, τα καταψήφισε τον περασμένο Νοέμβρη.
Είναι, όμως, υπέρ της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και σαν υπουργός των προηγούμενων κυβερνήσεων της ΝΔ - αυτός και άλλα στελέχη των Ανεξάρτητων Ελλήνων - έχει συμβάλει διαχρονικά στη συντριβή εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Το ίδιο ισχύει και για τη Χρυσή Αυγή, που δηλώνει αντιμνημονιακή, φωνάζει για το χρέος, καταψηφίζει τα μνημόνια, αλλά την ίδια ώρα προτείνει, για παράδειγμα, στη συγκυβέρνηση να απασχολεί στο Δημόσιο άνεργους του ΟΑΕΔ με 14 ευρώ τη μέρα δίχως ασφάλιση! Ακόμα όμως και ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι τα μνημόνια απέτυχαν, επειδή δεν κατάφεραν να πιάσουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους, αφήνοντας στο απυρόβλητο τη συντριπτική μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, που ήταν άλλωστε και ο πραγματικός τους στόχος.
Γιατί, όμως, ο αντιμνημονιακός τους καημός εστιάζεται στα δημοσιονομικά και κυρίως στη διαχείριση του χρέους; Κατ' αρχήν, στους στόχους για πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και δημοσιονομική σταθερότητα, συμφωνούνε όλοι. Εκεί που διαφωνούν είναι στον τρόπο με τον οποίο αυτά θα γίνουν πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά για το κεφάλαιο.
Η ΝΔ και οι δυνάμεις που συσπειρώνει το κυρίαρχο μείγμα διαχείρισης λένε ανάπτυξη με δημοσιονομική πειθαρχία, γρήγορες και γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις, καταβαράθρωση της τιμής της εργατικής δύναμης, προκειμένου να 'ρθουν επενδύσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλοι «αντιμνημονιακοί» λένε χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων, «κούρεμα» του χρέους και τράτο στην αποπληρωμή του, με ρήτρα ανάπτυξης. Λένε, ακόμα, συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αντί για ιδιωτικοποιήσεις και αντιδρούν στην περικοπή του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων.
Γιατί όλα αυτά; Επειδή θέλουν ανάπτυξη με μεγαλύτερες άμεσες ή έμμεσες επιδοτήσεις στο κεφάλαιο, οι οποίες τώρα δεν μπορούν να δοθούν, εξαιτίας του υψηλού χρέους και της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας. Εκεί είναι ο καημός του ΣΥΡΙΖΑ, που θέλει να εξασφαλίσει εδώ και τώρα χρήμα και υποδομές στις επιχειρήσεις για να κάνουν επενδύσεις, αφού είναι δεδομένο ότι χωρίς τη συμμετοχή ή τη στήριξη του αστικού κράτους, επενδύσεις δε γίνονται.
Αρα, στην πραγματικότητα, το «αντιμνημόνιο» μεταφράζεται σε χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων και ελάφρυνση του χρέους, για να περισσέψει χρήμα για το κεφάλαιο. 'Η για να τονωθεί λίγο η ζήτηση, με την αυταπάτη ότι έτσι μπορεί να ξεπεραστεί η βαθιά καπιταλιστική κρίση, που είναι υπερσυσσώρευσης και προϋποθέτει την καταστροφή κεφαλαίου. Γι' αυτό ζητάνε με ένα στόμα «κούρεμα» του χρέους και άλλα συμπληρωματικά μέτρα για την αποπληρωμή του.
«Μνημονιακοί» και «αντιμνημονιακοί» συναντιούνται στο ότι θέλουν καπιταλιστική ανάπτυξη και συγκρούονται για τη διαχείριση που θα τη φέρει. Η πολιτική τους δεν είναι ξεκομμένη από τη συνολικότερη σύγκρουση που κλιμακώνεται στην Ευρωζώνη και παγκοσμίως για το μείγμα διαχείρισης της κρίσης, ακόμα και στο εσωτερικό των κρατών - μελών, μεταξύ μερίδων της αστικής τάξης.
Δεν είναι πρωτοτυπία της ΝΔ η άσκηση αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, που τσακίζει κόκαλα σε όλη την ΕΕ, με ή χωρίς μνημόνια. Ούτε είναι πατέντα του ΣΥΡΙΖΑ το αίτημα για άλλο μείγμα διαχείρισης, με «κούρεμα» του χρέους και χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων, που εμποδίζει τη ροή κρατικών κεφαλαίων προς τις καπιταλιστικές επενδύσεις.
Κράτη - μέλη και μερίδες της πλουτοκρατίας στο εσωτερικό τους, συντάσσονται με τη μια ή την άλλη πρόταση, ανάλογα με το πού «φυσάνε» τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, με δεδομένη την ανισομετρία στον καπιταλισμό, το διαφορετικό βαθμό έκθεσης της κάθε οικονομίας στη συγχρονισμένη καπιταλιστική κρίση, τις συμμαχίες και τις αντιθέσεις στον παγκόσμιο καπιταλιστικό ανταγωνισμό.
Πάνω σ' αυτό το έδαφος διαμορφώνονται και τάσεις φυγόκεντρες από την Ευρωζώνη ή και την ΕΕ, τις οποίες υποδαυλίζουν ανταγωνιστικά ιμπεριαλιστικά κέντρα ή μερίδες της πλουτοκρατίας για τα δικά τους ιδιαίτερα συμφέροντα. Ο θαυμασμός του ΣΥΡΙΖΑ για τη διαχείριση Ομπάμα, δεν έχει να κάνει μόνο με τα περισσότερα επεκτατικά στοιχεία που περιλαμβάνει το μείγμα στις ΗΠΑ, αλλά και με βλέψεις τμήματος της ντόπιας πλουτοκρατίας να αναπροσαρμόσει τις παγκόσμιες συμμαχίες της σε άλλη κατεύθυνση από αυτήν της ΕΕ.
Το ίδιο ισχύει και με τις προτάσεις Καμμένου για μεγαλύτερη σύνδεση της ελληνικής οικονομίας με το δολάριο, ή για αναβάθμιση των σχέσεων με τη Ρωσία και πάει λέγοντας.
Αυτό που δεν αλλάζει, αλλά αντίθετα δυναμώνει, είναι η προσπάθειά τους να ταυτίσουν τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας (ή μερίδων της) με αυτά του λαού. Να τον βάλουν να σηκώσει ξένες γι' αυτόν σημαίες, να σέρνεται πίσω από τους ιμπεριαλιστές που η ντόπια αστική τάξη επιλέγει κάθε φορά, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της για κερδοφορία.
Οι εργατοϋπάλληλοι, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από τη μια ή την άλλη μορφή διαχείρισης της κρίσης και της αστικής εξουσίας. Οι υλικές προϋποθέσεις για να ζήσουν σήμερα καλύτερα, να ικανοποιήσουν ζωτικές και σύνθετες ανάγκες, έχουν ωριμάσει.
Η πρόταση διεξόδου του ΚΚΕ για ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, για λαϊκή εξουσία και οικονομία, είναι για το σήμερα, αρκεί ο λαός να το αποφασίσει. Οσο πιο γρήγορα το κάνει, τόσο λιγότερες θα είναι οι θυσίες που οι σημερινές και μελλοντικές γενιές θα καταθέσουν στο βωμό της καπιταλιστικής κερδοφορίας, στις συνθήκες φρίκης που διαμορφώνουν τα μονοπώλια και το κράτος τους τα αμέσως επόμενα χρόνια.