Ζήτημα, όμως, υπάρχει και για τη Διοίκηση του ΙΚΑ, που χωρίς ακόμα τη σχετική τροπολογία, - στη βάση μόνο επιστολής του Γ. Βρούτση στις 7 Σεπτέμβρη - έθεσε σε λειτουργία τις διαδικασίες μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών που οδηγεί στη μείωση των εσόδων του, αντί να φροντίζει για την είσπραξη των νόμιμων εισφορών.
Θυμίζουμε ότι ο υπουργός Εργασίας, με επιστολή του στις 7 Σεπτέμβρη προς τη Διοίκηση του ΙΚΑ, την οποία κοινοποίησε και στον Τύπο έκανε γνωστό πως: «Με σημερινή επιστολή του προς τη Διοίκηση του ΙΚΑ, ο υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας κ. Γιάννης Βρούτσης ενημέρωσε για την επικείμενη (εντός του Σεπτέμβρη) νομοθετική ρύθμιση για την κατάργηση των εργοδοτικών εισφορών υπέρ των Οργανισμών Εργατικής Εστίας (ΟΕΕ) και Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ), η οποία ανέρχεται σωρευτικά σε 1,1%.
Στο πλαίσιο αυτό, ζήτησε από τις υπηρεσίες του ΙΚΑ την προσαρμογή των μηχανογραφικών συστημάτων και διαδικασιών, προκειμένου η κατάργηση των εργοδοτικών εισφορών να ισχύσει αναδρομικά από 1η Σεπτεμβρίου 2012.
Πρόκειται για την πρώτη σημαντική μείωση των εργοδοτικών εισφορών, η οποία επιχειρείται στο πλαίσιο της ευρύτερης κυβερνητικής στρατηγικής για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας»
Δηλαδή, το υπουργείο Εργασίας στην πρεμούρα του να προχωρήσει στην απαλλαγή των εργοδοτών από τις εισφορές προς την Εργατική Κατοικία και Εργατική Εστία, δεν περίμενε ούτε την ψήφιση της τροπολογίας. Δεν υπολογίζει ούτε την τυπική νομιμότητα, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση εμφανίζεται δήθεν να διαβουλεύεται και να επιζητεί το διάλογο. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο υπουργός, μόλις προχτές, αρνήθηκε να συναντηθεί με συνδικαλιστές, οι οποίοι διεκδικούσαν μέτρα για την προστασία των ανέργων. Ο Γ. Βρούτσης και συνολικά η κυβέρνηση επιδεικνύει πυγμή προς τους εργαζόμενους, όταν την ίδια στιγμή σπεύδει να ικανοποιήσει όλα τα καπρίτσια της μεγαλοεργοδοσίας.
Η τακτική και η πρεμούρα αυτή δεν είναι ακατανόητη, αφού με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση έθεσε άμεσα σε εφαρμογή το στόχο για τη μείωση του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους». Συγκεκριμένα, μόνο με την απαλλαγή αυτή όπως εκτίμησε και το ίδιο το υπουργείο οι εργοδότες θα κερδίζουν ετησίως το ποσό των 247 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο προστίθεται στο πλήθος των απαλλαγών, χαριστικών ρυθμίσεων και επιδοτήσεων προς το μεγάλο κεφάλαιο. Στον αντίποδα, βέβαια, οι όποιες συρρικνωμένες παροχές συνεχίζονται να δίνονται από τον ΟΕΚ και τον ΟΕΕ, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στον ΟΑΕΔ , όπως ο κοινωνικός τουρισμός, η επιδότηση ενοικίου, η λειτουργία παιδικών σταθμών, το κατασκευαστικό πρόγραμμα, δάνεια επισκευής και αποπεράτωσης κατοικιών κ.τ.λ. που αφορούν χιλιάδες εργατικές - λαϊκές οικογένειες μετά την απόφαση της κυβέρνησης να κλείσει τους οργανισμούς αυτούς, φορτώνονται στις πλάτες αποκλειστικά των εργαζομένων.
Και αυτή η απαλλαγή - όπως ομολογείται - είναι μόνο το πρώτο βήμα στο γενικό σχέδιο κυβέρνησης και τρόικας που περιλαμβάνεται και στο 2ο μνημόνιο, για μείωση των εργοδοτικών εισφορών κατά 5 μονάδες, δηλαδή περίπου κατά 18% των συνολικών εισφορών των επιχειρήσεων, στις οποίες όταν το σχέδιο ολοκληρωθεί θα εξασφαλίζουν 1,3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Η εξέλιξη αυτή, σε συνάρτηση με τη μείωση των κατώτερων μισθών τουλάχιστον κατά 22% και 32% (για μέχρι 25 ετών) και αντίστοιχες μειώσεις και στους μισθούς των κλαδικών συμβάσεων, οδηγεί στο χαντάκωμα της εργατικής τάξης και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Αποδεικνύοντας περίτρανα ότι - παρά την προπαγάνδα πάσης φύσης διαχειριστών του καπιταλισμού - η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και συνολικά της καπιταλιστικής οικονομίας, είναι ασύμβατη με την ευημερία των εργαζομένων, προϋποθέτει το τσάκισμα των δικαιωμάτων τους, τις περικοπές των όποιων παροχών είχαν κατοχυρώσει και παράλληλα και την ασφυξία των ασφαλιστικών οργανισμών.