Πέμπτη 4 Οχτώβρη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΜΙΚΑΕΛ ΧΑΝΕΚΕ
Αγάπη

Σε έναν κόσμο που, όχι απλά προσβλέπει αλλά θεοποιεί, την «αιωνόβια» νεότητα, σπάνια συναντά κανείς κινηματογραφικές ταινίες, για και με, ηλικιωμένους ανθρώπους. Η ταινία του 70χρονου Γερμανοαυστριακού Μίκαελ Χάνεκε, του συχνά - αν όχι πάντα - «ψυχρού προβοκάτορα» που, δικαίως έλαβε την ύψιστη διάκριση του Χρυσού Φοίνικα στο φετινό κινηματογραφικό φεστιβάλ των Καννών, ανήκει σ' εκείνο το απαιτητικό είδος που πραγματεύεται κλάσματα της εσάνς, του αποστάγματος δηλαδή, της ανθρώπινης ύπαρξης... Η περίπτωση Χάνεκε, μέσα από την απόλυτα αναγνωρίσιμη εκφραστική της μορφή, επαναπροσδιορίζεται ως «καθαρού σκηνοθέτη» χωρίς την παραμικρή - εκ μέρους του - πρόθεση, για όποιον άμεσο «πολιτικό υπαινιγμό»...

Απόλυτα αντίθετος στο ρομαντισμό και στους όποιους συναισθηματισμούς - εδώ περισσότερο από ποτέ - ο Χάνεκε εκπλήσσει με αυτήν τη σκοτεινή, αλλά «ασυνήθιστα φωτεινή» ταινία του, μια ακόμα ενταγμένη στο πεδίο που ερευνά, την θρησκευτικο-υπαρξιακή σύγκρουση στην σύγχρονη Ευρώπη.

Η «χιλιοξεφτισμένη» ίσως έννοια «ΑΓΑΠΗ» που φέρεται ως τίτλος της ταινίας, εστιάζει στον επίλογο της ζωής ενός ηλικιωμένου, μπουρζουά, παρισινού ζευγαριού που παλεύει με το θάνατο. Πρόκειται για μια «οικογενειακή» τραγωδία δοσμένη μέσα από συγκινησιακή εντιμότητα και δυνατό ρεαλισμό, που έρχεται να αντιμετωπίσει το θάνατο - σαν μέρος της ζωής - με νηφάλια μεγαλοψυχία.

Με απόλυτη αποδραματοποίηση, αφού από τα αρχικά πλάνα έχουμε πληροφόρηση για την έκβαση της ιστορίας, βλέπουμε σε flash back την Ανν και τον Ζορζ, ένα ογδοντάχρονο και βάλε ζευγάρι. Πρώην καθηγητές μουσικής ζουν στο κεντρικό Παρίσι σε ένα παλιό ευρύχωρο διαμέρισμα όπου κυριαρχεί το στίγμα της αστικής κουλτούρας του παρελθόντος: το πιάνο με ουρά δεσπόζει στο σαλόνι, βιβλιοθήκες τεράστιες και βιβλία παντού, «τριμμένα» έπιπλα και χαλιά και παντελής απουσία τηλεόρασης και υπολογιστών... Ζουν μέσα στην ήρεμη και αρμονική ρουτίνα τους έχοντας πλήρη γνώση του ότι «τίποτα δεν διαρκεί για πάντα». Μια μέρα η ζωή αλλάζει μετά από ένα ελαφρύ εγκεφαλικό της Ανν που σηματοδοτεί την αρχή της «κάτω βόλτας» που έρχεται καλπάζοντας, καταβαραθρώνοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του ασθενούς. Και ο Ζορζ κάνει ό,τι περνά από το χέρι του φροντίζοντας για τη διατήρηση της αξιοπρέπειας της συζύγου του. Η διαχείριση της αλλαγής είναι δύσκολη και για τους δυο.

Την Ανν υποδύεται η 85χρονη Εμανουέλ Ριβά, πρωταγωνίστρια του μυθικού «ΧΙΡΟΣΙΜΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ» (1959) του Αλαίν Ρενέ. Ξεφυλλίζοντας ένα φωτογραφικό άλμπουμ με φωτογραφίες δικές της και του συζύγου της Ζορζ (τον ρόλο υποδύεται ο ανυπέρβλητης «υπεραξίας» Ζαν-Λουί Τρεντινιάν 81 ετών) από τις παλιές καλές εποχές τους, αναγνωρίζει ότι «η ζωή ήταν ωραία, μακρά ζωή!». Κοιτάζει τις φωτογραφίες χωρίς νοσταλγία. Με το βλέμμα εκείνου που κατανοεί ότι ο κύκλος του ολοκληρώθηκε και έφθασε η ώρα της αναπόφευκτης αποχώρησης... Ο Χάνεκε επιδεικνύει με επιδέξιο τρόπο την κατανόηση για τις λανθάνουσες ψυχολογικές διαταράξεις ανθρώπου που εκφράζονται με τα σουρεαλιστικά, σχεδόν φροϋδικά όνειρα του Ζορζ, στα οποία ο ίδιος αισθάνεται και είναι απόλυτα αβοήθητος, όπως στην πραγματικότητα είναι η αγαπημένη του σύντροφος, την οποία δεν μπορεί να βοηθήσει ό,τι κι αν κάνει...

Η μουσική στο έργο του Χάνεκε είθισται να λειτουργεί τόσο σαν στοιχείο της ταινίας όσο και σαν στοιχείο της αφήγησης. Η μουσική στην ταινία «ΠΙΑΝΙΣΤΑΣ» ήταν σύμβολο δύναμης, μια πράξη υπεροχής και υποταγής ταυτόχρονα. Εδώ η μουσική υφαίνεται με την ταυτότητα του ζεύγους. Οι μελαγχολικά επίσημοι τόνοι του Σούμπερτ λειτουργούν αντιπαραθετικά με την αναπόφευκτη ωμότητα της ταινίας. Κι όσο η κατάσταση της Ανν χειροτερεύει, η μουσική καταντά μια οδυνηρή υπενθύμιση της προηγούμενης ζωής.

Ο Ζορζ και η Ανν ανήκουν σε μια κοινωνική τάξη που υπήρξε σε βάθος αιώνων επαναστατική, πρόσφερε στην πολιτιστική παρακαταθήκη της ανθρωπότητας κι έχοντας προ πολλού ολοκληρώσει τον ιστορικό της κύκλο, βρίσκεται σε τροχιά θανάτου. Ενα από τα κύρια στοιχεία ταξικού προσδιορισμού είναι ο λόγος. Αργός, στρογγυλός, ακριβής με άρτια εκφορά. Σωστή χρήση του λεξικού, της σύνταξης, της γραμματικής... Αλλά και ο χώρος που μυρίζει γηρατειά και θάνατο, που σε συνάρτηση με το χρόνο, μεταμορφώνεται σε κλειστοφοβική φυλακή. Η κόρη του ζεύγους, μουσικός κι αυτή σε ένα παγκοσμιοποιημένο πια περιβάλλον, μοιάζει εκχυδαϊσμένη μετεξέλιξη της αστικής τάξης. Ο λόγος είναι γρήγορος και άτσαλος, το περιεχόμενο των συζητήσεων δεν άπτεται πια της τέχνης αλλά των οικονομικών απολαβών και των καλύτερων επενδύσεών τους.

Το γεγονός ότι το διαμέρισμα της ταινίας είναι «αντίγραφο» του διαμερίσματος των γονέων του Χάνεκε στη Βιέννη, προϊδεάζει για το ότι η ταινία μπορεί να δομείται σε προσωπικά βιώματα του σκηνοθέτη. «Πράγματα που κάποιος έζησε με τρόπο άμεσο ή έμμεσο, μπορεί κανείς μόνο να τα γράψει. Στην ταινία υπάρχουν στοιχεία που άπτονται προσωπικών βιωμάτων αλλά και πραγμάτων που απλά άκουσα. Η τέχνη είναι ένα περίεργο οπωροφόρο δένδρο όπου μπορεί να αναπτυχθεί άξαφνα κάτι, που ξεκίνησε να ζει την απόλυτα δική του ζωή» αναφέρει ο σκηνοθέτης. Παρών στην ταινία και ο τευτονικός μοραλισμός του Γερμανοαυστριακού Χάνεκε. «Υφίσταται ένα ηθικό καθήκον - λέει - της διαχείρισης της κατάστασης με σεβασμό. Κάθε κίνηση σ' αυτό το ταξίδι, από πλευράς μου, είναι απόλυτα ειλικρινής».

Ταινία δωματίου, ιστορία κεκλεισμένων των θυρών, με τα πάντα υπό τον απόλυτο έλεγχο του σκηνοθέτη. Οι σκηνές παίρνουν το χρόνο που χρειάζονται, οι λήψεις είναι μακρές, οι κινήσεις της κάμερας λίγες - όσο ακριβώς χρειάζεται - ενώ όλη η κίνηση συγκεντρώνεται στο εσωτερικό του κάδρου, σε αυτήν την εξαιρετική γραμμική αφήγηση που μέσα της εντάσσει υποκειμενικά πλάνα, όνειρα και εφιάλτες, σκέψεις και θύμησες... Και ξαφνικά, σε ένα δευτερόλεπτο το δράμα μεταλλάσσεται σε τραγωδία στην μοναδική βίαιη στιγμή της ταινίας, του τέλους με το μαξιλάρι...

Αξιοσημείωτη η σεκάνς με το περιστέρι που μπήκε στο διαμέρισμα από το παράθυρο του φωταγωγού. Σεκάνς «μη οργανική» στην ιστορία, σε χρόνο πραγματικό. Θα μπορούσε και να είχε αφαιρεθεί. Αλλά όχι... Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος του Χάνεκε να επιβάλλει έναν πόνο χωρίς σταματημό, έναν εγκλωβισμό σε ένα χώρο απ' όπου κανείς δε βγαίνει όπως μπήκε... Ο Χάνεκε δεν παίζει σε τόνους φάλτσους. Το αποτέλεσμα, η ταινία του είναι το άκρον άωτον της αρτιότητας, εσωτερικής και εξωτερικής, της ολοκληρωμένης ισορροπίας ανάμεσα στη νόηση και το συναίσθημα...

Η καριέρα του Μίκαελ Χάνεκε αποδεικνύεται συνώνυμη του φεστιβάλ των Καννών και του ύψιστου βραβείου του. Το 2009 η «ΛΕΥΚΗ ΚΟΡΔΕΛΑ» του έλαβε το Χρυσό Φοίνικα και φέτος, τρία χρόνια μετά, ήρθε ξανά και αναμενόμενα, η επανάληψη της διάκρισης. Να τη δείτε!

Παίζουν: Ζαν - Λουί Τρεντινιάν, Εμανουέλ Ριβά, Ιζαμπέλ Ιπέρ, Αλεξάντρ Ταρό, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία (2012)


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ