Δεν είναι η ιστορία του καλού βαμπίρ, κάθε άλλο... Είναι το στιλ που προκαλεί το όποιο ενδιαφέρον για την ταινία. Η πραγματική δύναμη του Μπάρτον βρίσκεται ως γνωστό στην φωτογραφία και την σκηνογραφία. Με τη χαρακτηριστική οπτική του κομψότητα και αισθητική που σφύζει από πλούτο φαντασίας, ο Τιμ Μπάρτον έχει αποδείξει ότι επιτυγχάνει τις καλύτερες επιδόσεις του ακριβώς στα σημεία όπου διασταυρώνεται η γοτθική ρομαντική ατμόσφαιρα, το ναΐφ και το χαρακτηριστικό του χιούμορ. Ομως, η ταινία «DARK SHADOWS» - παρά την εκπληκτική της σκηνογραφία - δεν επιτυγχάνει, παρά σε περιορισμένο βαθμό, την αναπαραγωγή ενός περιβάλλοντος πνιγμένου στον τρόμο και ενός πλούτου λεπτομερειών, στοιχεία θεμελιώδη, πάνω στα οποία ο σκηνοθέτης έχτισε όλη του την καριέρα. Οσο για τα ειδικά εφέ, μάλλον τη φορά αυτή αφήνουν το θεατή αδιάφορο. Το φιλμ δίνει μια γενική αίσθηση μιας κατά τι άτεχνης, gothic κινηματογραφικής σούπας όπου στο ίδιο τσουκάλι ανακατεύονται διαφορετικές εποχές, πλήθος χαρακτήρων και παράπλευρων ιστοριών, βαμπίρ, φαντάσματα, μάγισσες και λυκάνθρωποι σε ένα πολυτελές περιτύλιγμα υπό τους ήχους των μελωδικών βρυχηθμών της δεκαετίας του '60 - '70. Η παρέλαση όλων αυτών των στοιχείων με υπερβολική ως επί το πλείστον ταχύτητα, καθιστά δύσκολη την κατάποσή τους από τον θεατή που εγκαταλείπει σταδιακά τις προσπάθειες για τον εντοπισμό του ακριβούς εστιακού κέντρου της ιστορίας.
Προς το τέλος της ταινίας, ξεκινά το όργιο των ειδικών εφέ, είναι η φάση των τελικών συγκρούσεων, των πάντα δημοφιλών στις ταινίες δράσης. Η υιοθέτηση από πλευράς Μπάρτον της τάσης αυτής μοιάζει εξηγήσιμη. Ο Μπάρτον, αφενός ευθυγραμμίζεται με το φαινόμενο που τελευταία παρουσιάζει επεκτατικές διαστάσεις - κάτι σαν ανεξέλεγκτη πυρκαγιά - σαρώνοντας το σύνολο - σχεδόν - των κινηματογραφικών ειδών, ενώ αφετέρου, σε αυτήν την περίπτωση φαντάζει σαν «μια κάποια λύση», δεδομένου ότι το κομμάτι του επίλογου δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεται σε πλήρη αποσυγχρονισμό από όλη την υπόλοιπη ταινία. Είναι, επίσης, εμφανές ότι η αφήγηση υστερεί, προτού η Ανζελίκ βγει απειλητικά στην επιφάνεια και ξαναπάρει τα ηνία της αφήγησης.
Παρά τις μεμονωμένα χαριτωμένες σκηνές και ατάκες η ιστορία είναι σπασμωδική και περιληπτική με μη λειτουργικούς και δύσκαμπτους διαλόγους σε σημεία. Οπως στο ντουέτο - που δε «βγαίνει» με τίποτα - ανάμεσα στις δύο γοτθικές αλεπούδες του Τιμ Μπάρτον, τον Τζόνι Ντεπ και την Χελένα Μπόναμ Κάρτερ - που την έριξαν, δίνοντάς της ένα κουτσό και μετέωρο ρολάκι, μιας τρελής αλκοολικής γιατρού... Το κωμικό στοιχείο εκφράζεται στο ζενίθ του κυρίως όταν η «υψηλή» αγγλική γλώσσα συνδιαλέγεται με την μεταχίπικη αγοραία καθομιλουμένη των νεαρών μελών της οικογένειας. Οσο για τους υπόλοιπους καλούς ηθοποιούς, θα μπορούσε να τους έχει δοθεί περισσότερος χώρος μειώνοντας, αν θέλετε, το ψιλοανούσια μακροσκελές σόου του Αλις Κούπερ ... που ο βαμπίρ Μπαρνάμπας αντικρίζοντάς τον χαρακτηρίζει ως την «πιο άσχημη γυναίκα που είδα ποτέ».
Ο Τζόνι Ντεπ ερμηνεύει, για ακόμα μια φορά, το ρόλο ενός outsider. Ευγενικός και ανθρωποκτόνος, συζητά και γοητεύει τους πάντες και φλερτάρει με αναχρονιστικά γοητευτικό τρόπο την γκουβερνάντα που εμφανίζεται σαν μετεμψύχωση της μεγάλης του αγάπης.
Το «DARK SHADOWS» κατατάσσεται δίχως άλλο στην κωμωδία με τα παράλογα στοιχεία και τους μελοδραματικούς τόνους σε συνύπαρξη. Οι ταινίες όπου ο Μπάρτον χάνει το χιούμορ του γίνονται ψυχρές, κάτι σαν στεγνή έκθεση στιλ, ενώ όπου το χιούμορ αυτό εκτροχιάζεται το αποτέλεσμα αγγίζει τη θορυβώδη φάρσα. Οι προσδοκίες όμως εδώ, παρά την κατά βάση ισορροπημένη διάταξη χιούμορ, σοβαρότητας και αισθητικής, περνούν δίπλα από το φιλμ και δεν το αγγίζουν ...
Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Μισέλ Φάιφερ, Εύα Γκριν, Χελένα Μπόναμ Κάρτερ, Κλόε Μόρετς, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ, (2012)