Αυτή, η τρίτη από τις τέσσερις συνολικά μεγάλου μήκους ταινίες του σπουδαίου Σουηδού σκηνοθέτη Ρόι Αντερσον, ολοκληρώθηκε το 2000. Μετά από τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μετά από ατέλειωτες διαπραγματεύσεις και μπρος - πίσω με τις υποσχέσεις για κρατικές επιδοτήσεις και μετά από πολλά εκατομμύρια κορόνες που βγήκαν από τη δική του τσέπη. Γιατί υπάρχουν σκηνοθέτες που «φτύνουν» τη μια ταινία μετά την άλλη και άλλοι, όπως ο Αντερσον, που η απόσταση μεταξύ της δεύτερης ταινίας του (Giliap) και αυτής εδώ, της τρίτης, αριθμεί 25 συναπτά έτη.
Ο Αντερσον κάνει μια ταινία αποκάλυψης και καταγγελίας για το πώς, μια τουλάχιστον γενιά, θυσιάζεται στο βωμό των αποφάσεων των πολιτικών υπαλλήλων των καπιταλιστών. Προσθέτει μάλιστα και αρκετή δόση μαύρου χιούμορ, όποιος θέλει και μπορεί, δύναται και να γελάσει. Η σταθερά επίκαιρη ταινία του Αντερσον, σπονδυλωτή, δομημένη κατά ένα μη παραδοσιακό τρόπο, χωρίς πλοκή, με συγκεκριμένη αρχή, κλιμάκωση, κορύφωση και σαφές τέλος, χωρίς ήρωες και σύγκρουση καλών και κακών. Ο θεατής γίνεται κοινωνός της τύχης πολλών και διαφορετικών ανθρωπάκων, σε ένα σύνολο όχι απλά μιας σκοτεινής, αλλά μιας μαύρης και άραχλης σάτιρας για το πώς ζει κανείς την ζωή σ' αυτήν τη χώρα, μέσα από ωμή και κυνική κοινωνική κριτική, που δαγκώνει.
Τους χαρακτήρες - στο μεγαλύτερο μέρος - υποδύονται απλοί άνθρωποι και όχι επαγγελματίες ηθοποιοί. Η κάμερα παραμένει ακίνητη, η απουσία της κίνησης πλήρης. Κάτι ιδιαίτερα αποτελεσματικό, αφ' ενός γιατί συνιστά μια παντελώς α-σύνηθη κίνηση (βρίσκεται στον αντίποδα του σημερινού κινηματογράφου) η οποία φυλακίζει την προσοχή του θεατή και τον υποχρεώνει σε πλήρη συγκέντρωση πάνω σε ό,τι συμβαίνει στην οθόνη. Αν τώρα ο θεατής εντυπωσιάζεται ή όχι, αυτό είναι άλλο θέμα. Αυτό το τελευταίο στοιχείο, καθώς και η ακινησία σε επίπεδο σκηνικής προοπτικής, διαμορφώνει ένα είδος όσμωσης των ορίων ανάμεσα στον κινηματογράφο και την πραγματικότητα. Δηλαδή αντί κάποιος να συμπεριφέρεται σαν παθητικός παρατηρητής που αρκείται στο να στέκεται μπροστά σ' αυτά που βλέπει και να φρικιά χωρίς να τολμά να αντιδράσει, η όσμωση αυτή κάνει τη διαφορά και σε μεταβάλλει σε ενεργητικό θεατή αυτού του θεάματος. Και εδώ υπάρχει η απάντηση στο ερώτημα, τι απαιτούμε από κάποιον; Και πρωτίστως από τον εαυτό μας; Κάποια αντίδραση...
Παίζουν: Λαρς Νορντ, Στέφαν Λάρσον, Μπενγκτ Κάρλσον κ.ά.
Παραγωγή: Σουηδία (2000).