Πέμπτη 2 Ιούνη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΡΟΪ ΑΝΤΕΡΣΟΝ
Τραγούδια από το δεύτερο όροφο

Ανθρωποι που περιφέρονται ίδια ζόμπι, κάτι που αναμένεται να συμβεί, αν δε συμβαίνει ήδη. Ανθρωποι που χρειάζονται επειγόντως βοήθεια και προσπαθούν να δραπετεύσουν, εγκλωβίζονται όμως στις ατέλειωτες ουρές στους αυτοκινητόδρομους και τα αεροδρόμια. Στη μέση, στέκεται ο Καρλ, κατάμαυρος από τα αποκαΐδια του δικού του καταστήματος επίπλων, που ο ίδιος πυρπόλησε για να πάρει τα ασφάλιστρα. Παράλληλα, ένας ταχυδακτυλουργός πριονίζει κατά λάθος ένα θεατή, ένας μετανάστης κακοποιείται στη μέση ενός πολυσύχναστου δρόμου, κι ένας δημόσιος υπάλληλος απολύεται με ταπεινωτικό τρόπο. Την επόμενη ξεσπά το χάος και τότε ξεκινούν τα τραγούδια από το δεύτερο όροφο!

Με τα παραπάνω γεγονότα και τον 60χρονο Καρλ που ζει κάπου στο βόρειο ημισφαίριο, κάπου ανάμεσα στη δεκαετία του '50 και σήμερα, η στιλιζαρισμένη αυτή ταινία αφυπνίζει τη σκέψη, πολύ διαφορετικά απ' όλα τ' άλλα και απέχει παρασάγγας από ένα φιλμ που σε κάνει να νιώθεις καλά. Από την αρχή ήδη κάνει την εμφάνισή του έρποντας ένα λανθάνον δυσάρεστο συναίσθημα, μοιάζει με ένα προτεταμένο δάκτυλο που προειδοποιεί. Τόσο άσχημα είναι τα πράγματα; Πώς είναι δυνατόν να τα αφήνουμε να φτάνουν ως εκεί; Πού πάμε;

Αυτή, η τρίτη από τις τέσσερις συνολικά μεγάλου μήκους ταινίες του σπουδαίου Σουηδού σκηνοθέτη Ρόι Αντερσον, ολοκληρώθηκε το 2000. Μετά από τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μετά από ατέλειωτες διαπραγματεύσεις και μπρος - πίσω με τις υποσχέσεις για κρατικές επιδοτήσεις και μετά από πολλά εκατομμύρια κορόνες που βγήκαν από τη δική του τσέπη. Γιατί υπάρχουν σκηνοθέτες που «φτύνουν» τη μια ταινία μετά την άλλη και άλλοι, όπως ο Αντερσον, που η απόσταση μεταξύ της δεύτερης ταινίας του (Giliap) και αυτής εδώ, της τρίτης, αριθμεί 25 συναπτά έτη.


Τα «Τραγούδια από το δεύτερο όροφο» μιλούν για τον «ανθρωπάκο» και την μεγαλοσύνη του και για το πόσο δύσκολο είναι να είσαι άνθρωπος στην Σουηδία του σήμερα. Οι περίφημες καπιταλιστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν στις αρχές του '90 ως επακόλουθο της οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης του δεύτερου μισού της δεκαετίας του '80, άφησαν πίσω τους τα συντρίμμια της κοινωνίας του σήμερα και τους ανθρώπους, που η σοσιαλδημοκρατία κράτησε για δεκαετίες καθηλωμένους στον καναπέ, παραλυμένα έρμαια, στη σαρκοβόρα ιδιωτικοποίηση των πάντων. Από τα μέσα του '90 η κατάσταση για το λαό, οδεύει σταθερά προς το χειρότερο.

Ο Αντερσον κάνει μια ταινία αποκάλυψης και καταγγελίας για το πώς, μια τουλάχιστον γενιά, θυσιάζεται στο βωμό των αποφάσεων των πολιτικών υπαλλήλων των καπιταλιστών. Προσθέτει μάλιστα και αρκετή δόση μαύρου χιούμορ, όποιος θέλει και μπορεί, δύναται και να γελάσει. Η σταθερά επίκαιρη ταινία του Αντερσον, σπονδυλωτή, δομημένη κατά ένα μη παραδοσιακό τρόπο, χωρίς πλοκή, με συγκεκριμένη αρχή, κλιμάκωση, κορύφωση και σαφές τέλος, χωρίς ήρωες και σύγκρουση καλών και κακών. Ο θεατής γίνεται κοινωνός της τύχης πολλών και διαφορετικών ανθρωπάκων, σε ένα σύνολο όχι απλά μιας σκοτεινής, αλλά μιας μαύρης και άραχλης σάτιρας για το πώς ζει κανείς την ζωή σ' αυτήν τη χώρα, μέσα από ωμή και κυνική κοινωνική κριτική, που δαγκώνει.

Τους χαρακτήρες - στο μεγαλύτερο μέρος - υποδύονται απλοί άνθρωποι και όχι επαγγελματίες ηθοποιοί. Η κάμερα παραμένει ακίνητη, η απουσία της κίνησης πλήρης. Κάτι ιδιαίτερα αποτελεσματικό, αφ' ενός γιατί συνιστά μια παντελώς α-σύνηθη κίνηση (βρίσκεται στον αντίποδα του σημερινού κινηματογράφου) η οποία φυλακίζει την προσοχή του θεατή και τον υποχρεώνει σε πλήρη συγκέντρωση πάνω σε ό,τι συμβαίνει στην οθόνη. Αν τώρα ο θεατής εντυπωσιάζεται ή όχι, αυτό είναι άλλο θέμα. Αυτό το τελευταίο στοιχείο, καθώς και η ακινησία σε επίπεδο σκηνικής προοπτικής, διαμορφώνει ένα είδος όσμωσης των ορίων ανάμεσα στον κινηματογράφο και την πραγματικότητα. Δηλαδή αντί κάποιος να συμπεριφέρεται σαν παθητικός παρατηρητής που αρκείται στο να στέκεται μπροστά σ' αυτά που βλέπει και να φρικιά χωρίς να τολμά να αντιδράσει, η όσμωση αυτή κάνει τη διαφορά και σε μεταβάλλει σε ενεργητικό θεατή αυτού του θεάματος. Και εδώ υπάρχει η απάντηση στο ερώτημα, τι απαιτούμε από κάποιον; Και πρωτίστως από τον εαυτό μας; Κάποια αντίδραση...

Παίζουν: Λαρς Νορντ, Στέφαν Λάρσον, Μπενγκτ Κάρλσον κ.ά.

Παραγωγή: Σουηδία (2000).


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ