Το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ του Μιχαήλ Ρομ από τις 5 Μάη στις αίθουσες
Πρόκειται για ταινία - σταθμό στον παγκόσμιο κινηματογράφο λόγω της θεματικής, αλλά και του τρόπου προσέγγισής της. Ο Ρομ δε θέλει να δείξει μόνο το «πώς» του φασισμού, αλλά και το «γιατί». Σε αυτόν τον προσανατολισμό υποτάσσει πλήθος αρχειακού πολεμικού υλικού από την ΕΣΣΔ, Γερμανία και Πολωνία, απόρρητα αρχεία του χιτλερικού υπουργείου προπαγάνδας, ταινίες της Λένι Ρίφενσταλ (σ.σ. Γερμανίδα σκηνοθέτρια που πρόσφερε το ταλέντο της στο ναζισμό), και ερασιτεχνικές λήψεις των Ες - Ες.
Ο σκηνοθέτης (σ.σ. «κεφάλαιο» του παγκόσμιου κινηματογράφου) ως ιδεολογικό - καλλιτεχνικό «παιδί» των Αϊζενστάιν, Βερτόφ και Πουντόβκιν, χρησιμοποιεί με μαστοριά τα εκφραστικά μέσα του μοντάζ και της μουσικής επένδυσης, ώστε μέσα από την αντίστιξη των πλάνων, της διήγησης και της μουσικής, να δημιουργείται μια δυνατή συναισθηματική εγρήγορση στον θεατή.
Ο τρόπος όμως υπηρετεί ένα στόχο, που χωρίς αυτόν, ακόμη και το αισθητικά άψογο αποτέλεσμα παραμένει άδειο κέλυφος. Στην προκειμένη περίπτωση ο στόχος του Ρομ ήταν η μετάδοση στους νεότερους της πικρής πείρας της ανθρωπότητας από το φασισμό, ώστε αυτός να μην επαναληφθεί. Οπως ο ίδιος διηγείται, η ιδέα για την ταινία «γεννήθηκε» όταν βρέθηκε σε μια παρέα νέων ανθρώπων, γεννημένων λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι οποίοι, όπως διαπίστωσε, με φόβο, ο σκηνοθέτης, πίστευαν ότι ο φασισμός όχι μόνο αποτελούσε παρελθόν αλλά ότι ήταν και «νεκρός». Για το συγκεκριμένο μάλιστα κινηματογραφικό είδος, ο Ρομ έλεγε ότι «η δουλειά πάνω σε μια ταινία τεκμηρίωσης είναι σχολείο της αλήθειας».
Η ταινία έγινε αμέσως δημοφιλής, ενώ σήμερα συγκαταλέγεται στα καλύτερα ντοκιμαντέρ του σοβιετικού και όχι μόνο, κινηματογράφου. Το σενάριο είναι του ίδιου, καθώς και των Γιούρι Χανιούτιν και Μάγια Τουρόβσκαγια.