ASSOCIATED PRESS |
Η ΕΕ προσπαθεί να καλλιεργήσει την ψευδαίσθηση στο λαό ότι για την κρίση φταίνε οι «αγορές», τις οποίες στηρίζει με τη φιλομονοπωλιακή πολιτική της και αποτελούν συστατικό κομμάτι του καπιταλισμού |
Στο φόντο αυτών των ανταγωνισμών η ΕΕ εντείνει την κούφια αποπροσανατολιστική εντυπωσιοθηρία περί δήθεν ελέγχων στην καπιταλιστική αγορά, επεκτείνοντας την αυστηροποίηση των περιοριστικών μέτρων και στους οίκους αξιολόγησης.
Μ' αυτό το στόχο, η Κομισιόν πρότεινε χτες, μέσω κοινής συνέντευξης Τύπου του προέδρου της, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, και των επιτρόπων για θέματα εσωτερικής αγοράς και για θέματα οικονομικών και νομισματικών υποθέσεων, Μισέλ Μπαρνιέ και Ολι Ρεν, αντίστοιχα, ένα πλαίσιο νέων κανόνων για τη στενότερη και αυστηρότερη εποπτεία των οίκων αξιολόγησης που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ.
Η πρόταση της Κομισιόν πρέπει να εγκριθεί από το Συμβούλιο υπουργών και το Ευρωκοινοβούλιο και αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή από το 2011. Η πρόταση θα παρουσιαστεί και στη Σύνοδο του G20, στις 26-27 του Ιούνη, στο Τορόντο, με άγνωστη ακόμα την αντίδραση των ΗΠΑ - στη Ν. Υόρκη εδρεύουν οι τρεις μεγαλύτεροι οίκοι αξιολόγησης - και της Μ. Βρετανίας.
Οι προτάσεις της Κομισιόν προβλέπουν τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής, που θα παρακολουθεί άμεσα τη λειτουργία των ευρωπαϊκών οργανισμών αξιολόγησης, καθώς και των ευρωπαϊκών υποκαταστημάτων οργανισμών εκτός ΕΕ (π.χ. «Fitch», «Moody's», «Standard&Poor's»), θα μπορεί να διενεργεί ελέγχους και να προτείνει κυρώσεις και πρόστιμα.
Οπως είπε ο Μ. Μπαρνιέ, οι οίκοι αξιολόγησης θα πρέπει να λειτουργούν βάσει συγκεκριμένων κανόνων και προϋποθέσεων (π.χ., υποχρεωτική δημοσιοποίηση της μεθοδολογίας και των μοντέλων βάσει των οποίων γίνονται οι αξιολογήσεις), ενώ υπογράμμισε την ανάγκη να δημιουργηθεί μια υπηρεσία αξιολόγησης με ευρωπαϊκές διαστάσεις.
Τα όποια «μέτρα» προωθεί η Κομισιόν κινούνται στην κατεύθυνση του εντυπωσιασμού και επιβάλλονται κυρίως από τις ανάγκες που γεννάνε οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και κυρίως η ανάγκη της ΕΕ να διασφαλίσει το νόμισμά της από χώρες που το επιβουλεύονται, προσδοκώντας στην επικράτηση του δικού τους (του δολαρίου οι ΗΠΑ, του γουάν η Κίνα).
Είναι χαρακτηριστική η ερμηνεία που δίνεται στην ιστοσελίδα της «Deutsche Welle» πριν ακόμα ανακοινωθούν οι προτάσεις της Κομισιόν:
«Η περίπτωση της Ισπανίας ήταν για πολλούς η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ενώ η ισπανική κυβέρνηση ανακοίνωνε τη λήψη νέων αυστηρών μέτρων για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, ο οίκος αξιολόγησης "Fitch" προχωρούσε λίγο αργότερα σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι οι 3 παραδοσιακοί αμερικανικοί οίκοι εξυπηρετούν κυρίως αμερικανικά συμφέροντα. Ετσι οι "εκπληκτικοί" βαθμοί των ΗΠΑ έχουν παραμείνει αμετάβλητοι παρά το γεγονός ότι και οι Αμερικανοί έχουν για παράδειγμα υπέρογκο χρέος. Η λύση θα ήταν η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης».
Παράλληλα, από την ΕΕ ανακοινώθηκε η έναρξη «δημόσιου διαλόγου» (μέχρι την 1η του Σεπτέμβρη) για τον τρόπο διοίκησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Οπως ανέφερε σχετικά ο Μ. Μπαρνιέ, «αν θέλουμε να προλαμβάνουμε τις οικονομικές κρίσεις στο μέλλον, τα ίδια τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να αλλάξουν τακτικές. Πρέπει να εξασφαλίσουμε πιο αποτελεσματικούς εσωτερικούς ελέγχους, καλύτερη διαχείριση των κινδύνων και να ενισχύσουμε το ρόλο των εποπτικών αρχών».
Συμπλήρωσε ακόμα ότι θα πρέπει να εφαρμοστούν άμεσα οι υφιστάμενοι κανόνες για τις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών. Ετσι, θέλοντας να αποπροσανατολίσει από την αιτία και τη φύση της κρίσης, ως καπιταλιστικής, η Κομισιόν παριστάνει ότι για την κρίση φταίνε οι υψηλοί μισθοί κάποιων «γκόλντεν μπόις».
Μάλιστα, η Κομισιόν άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να προχωρήσει σε απαγορεύσεις αντίστοιχες με εκείνες της γερμανικής κυβέρνησης, σημειώνοντας ότι τους επόμενους μήνες θα παρουσιάσει προτάσεις για τη λειτουργία της αγοράς παραγώγων και τις ανοιχτές πωλήσεις.
Δείχνοντας ωστόσο τι είναι αυτό που ενδιαφέρει πραγματικά το κεφάλαιο, ο Ολι Ρεν σημείωσε χτες ότι «αν δε ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα, η οικονομική ανάκαμψη θα είναι ισχνή» και επανέλαβε ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (βλ. ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, κατάργηση ασφαλιστικών δικαιωμάτων, κλπ.) είναι μονόδρομος για να ενισχυθούν η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη.
Την ίδια στιγμή, νομοσχέδιο που προβλέπει την επέκταση της απαγόρευσης των ανοιχτών πωλήσεων (naked short selling) σε όλες τις μετοχές ενέκρινε χτες η γερμανική κυβέρνηση. Στο νομοσχέδιο προβλέπεται ακόμα ότι το Κοινοβούλιο δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να απαγορεύει τις ανοιχτές πωλήσεις παραγώγων σε περίπτωση κρίσης. Το νομοσχέδιο θα κατατεθεί στο Κοινοβούλιο τις επόμενες μέρες.
Πίσω από τις αντιπαραθέσεις κορυφώνεται και η αγωνία της αστικής τάξης για την παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα και τις εξελίξεις που μπορεί να πυροδοτήσει η επιβολή των βάρβαρων μέτρων. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και παραδοσιακά δεκανίκια του κεφαλαίου αναγκάζονται να διατυπώσουν προειδοποιήσεις για «κοινωνικές αναταραχές» που μπορεί να προκύψουν, για παράδειγμα, από την παρατεταμένη αύξηση της ανεργίας.
Χτες, ο υπεύθυνος της γραμματείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Εργασίας (ΟΙΤ), Χουάν Σομάβια, είπε ότι «δε βλέπουμε καμία ένδειξη για μια συνολική μείωση του ποσοστού ανεργίας παγκοσμίως. Μια πρόωρη μείωση των ελλειμμάτων θα μπορούσε να επιβραδύνει ή να σταματήσει την ανάκαμψη. Αυτό θα αύξανε την ανεργία και, τα δύο επόμενα χρόνια, θα μπορούσε να προκαλέσει διεύρυνση των ελλειμμάτων λόγω της βουτιάς των φορολογικών εσόδων».
Ο ίδιος παρατήρησε ότι «οι κοινωνικές εντάσεις συνεχίζουν να αυξάνονται. Ηδη υπάρχει πολύς θυμός και απογοήτευση για τη μηδαμινή ανάκαμψη της απασχόλησης (...) Τα προσεχή χρόνια θα είναι δύσκολα για όλους μας: Τους εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες, τις επιχειρήσεις και τους πολιτικούς υπευθύνους, και για το πολύπλευρο σύστημα». Σαν «φάρμακο», ο εργατοπατέρας πρότεινε τη συναίνεση και τον «κοινωνικό διάλογο», τον οποίο χαρακτήρισε «κρίσιμο όσο ποτέ».