«(...)
γ. Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Ελληνες
να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες
*
δ. Παρά προστάτας να 'χωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες.
(...)
*
στ. Το χέρι οπού προσφέρετε
ως προστασίας σημείον
εις ξένον έθνος,
έπνιξε και πνίγει τους λαούς σας,
πάλαι, και ακόμα.
*
ζ. Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
όχι ψωμί, φιλήματα
στα πεινασμένα τέκνα τους,
ενώ λάμπουν στα χείλη σας
χρυσά ποτήρια!
*
η. Οταν υπό τα σκήπτρα σας
νέους λαούς καλείτε,
νέους ιδρώτας θέλετε
εσείς δια να πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως,
(...)
*
ι. Θέλετε θησαυρούς
πολλούς διά ν' αγοράσητε
κρότους χειρών και επαίνους,
και τ' άπιστον θυμίαμα
της κολακείας.
(...)
*
ιγ. Και τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλόνετε!
τραβήξετέ τα οπίσω.
βλέπει ο Θεός και αστράπτει
διά τους πανούργους.
(...)
*
ιε. Το ξίφος σφίγξατ' Ελληνες-
τα ομμάτια σας σηκώσατε -
ιδού - εις τους ουρανούς
προστάτης ο Θεός
μόνος σάς είναι».
*
(«Αι Ευχαί», Ανδρέας Κάλβος)