Παρασκευή 25 Δεκέμβρη 2009 - Κυριακή 27 Δεκέμβρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Τα πεντηκοστά γενέθλια...

Παπαγεωργίου Βασίλης

Το φετινό χρόνο, της ζωής μου τον πεντηκοστό, τον περίμενα από τότε που έκλεισα τα σαράντα. Μάλιστα! Χωρίς να ξέρω, όπως κάθε θνητός, τι μου ξημερώνει το επόμενο πρωί, εγώ εκεί! Πώς θα με βρουν τα πεντηκοστά γενέθλια, σκεφτόμουν και έκανα σχέδια - ας το πω κάπως υπερβολικά - σαν τα νήπια! Καταβάθος αγωνιούσα για την επαγγελματική μου εξέλιξη, της οικογένειας την... ανθεκτικότητα, των παιδιών το μέλλον. Εντάξει, έλεγα μέσα μου, είσαι σαραντάρα, βρίσκεσαι στο ζενίθ της ζωής και της καριέρας, οικογένεια, άγχος, για τίποτα το διαφορετικό δεν υπάρχει αρκετός καιρός. Μόνο αγώνας και μάλιστα σκληρός! Ομως, δε γίνεται, οι κόποι, οι θυσίες, η αφοσίωση στο επάγγελμα σε δέκα χρόνια θα έχουν καρποφορήσει, οι προσπάθειες θα έχουν ανταμειφθεί και μετά... θα γίνω άτρωτη, τίποτα δε θα μπορεί να με ταρακουνήσει. Αυτά σε περιόδους αισιοδοξίας και δυναμικότητας.

Σε άλλες στιγμές, η ψυχολογική επιβάρυνση, η ευθύνη, τα σκαμπανεβάσματα στην αρμονία των ανθρώπινων σχέσεων με αναστάτωναν τόσο πολύ, που ένιωθα σαν φτερό στον άνεμο! Η δουλειά μου, βλέπεις, απόλυτα ειδική και υπεύθυνη, δεν άφηνε για πολλά πράγματα περιθώρια, η ανατροφή των παιδιών άλλο μανίκι, ενώ η συζυγική σχέση έτεινε προς το ναδίρ! Ετσι έδειχναν μόνο τα επαγγελματικά όνειρα ευφρόσυνα, τα οποία εγώ, με επιμέλεια και γλυκιά απαντοχή, έσπρωχνα προς τα πενήντα μου. Φέτος, που έγινα επιτέλους πενηντάρα, αξιώθηκα να απολαύσω όλα τα ευχάριστα απρόοπτα που τόσα χρόνια με ανυπομονησία καρτερώ! Πρώτα, οι εξελίξεις στην οικογενειακή μου ζωή! Συνήθως, έτσι τουλάχιστον διδάσκει η πείρα και η στατιστική, οι γάμοι διαλύονται λόγω εξωσυζυγικών περιπετειών των ανδρών. Στη δική μου περίπτωση, εγώ έκανα το μετέωρο βήμα. Τι ήταν ο έρωτας δεν έτυχε ποτέ να αναλογιστώ. Παντρεύτηκα στα είκοσι, σύζυγος καλός, το επάγγελμά του επικερδές, για μένα, την κόρη μεταναστών που χωρίς εφόδια πάλεψαν να σταθούν στα πόδια τους μέσα στην ξένη κοινωνία, μια θαυμάσια εξέλιξη, τύχη καλή, έλεγαν οι συμπατριώτες μας. Ομως δεν ήμουν γεννημένη για κυρία του σπιτιού. Κάτω από την προστατευτική φτερούγα του έγγαμου βίου δεν ένιωθα ολότελα αναπαυτικά, κάτι έλειπε από την καθημερινότητά μου, όπως από το φαΐ το αλάτι. Με αγωνία και αγώνες, με δυσκολίες πρακτικές και δυσφορία συζυγική πάλεψα, σπούδασα, έβαλα σε άλλο δρόμο τη ζωή μου. Και φέτος, που έκλεισα τα πενήντα, άρχισα την προσπάθεια της προσωπικής μου απελευθέρωσης! Ο έρωτας μου έδωσε τη δύναμη! Το τυχαίο, το ανερμήνευτο μού χάρισε μια σχέση, η οποία άνθισε στην ψυχή μου μαγικά. Με κυρίεψε ένα συναίσθημα που δεν μπορώ με λέξεις να περιγράψω, μια αποφασιστικότητα ηράκλεια, ένα φτερούγισμα στην εμπειρία άγνωστων κόσμων, στη λάμψη στιγμών που δεν ήξερα πως υπάρχουν! Η παλίρροια πέρασε γρήγορα και ήταν φυσικό αυτό, όμως ο γάμος μου έληξε, καινούριοι δρόμοι ανοίχτηκαν μπροστά μου. Τα παιδιά μου ενήλικα πια, δε με χρειάζονται, το παν για μένα έγινε το επάγγελμα.

-- Είστε το καλύτερο άλογο στο στάβλο μας! Δεν το λέω μόνο εγώ, φράου Ιωαννίδης, το λέει όλο το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας μας. Είστε εξαίρετη και αναντικατάστατη... μου έλεγε πάντα ο άμεσος προϊστάμενός μου. Ολα τα χρόνια, από τότε που με γνώρισε, γυναίκα νεαρή, μέχρι φέτος που έκλεισα τα πενήντα! Ετούτο το χρόνο όλα άλλαξαν ξαφνικά, εξάλλου είναι γνωστό πως σκοτώνουν τα άλογα, όταν γεράσουν!

-- Δε γίνεται αλλιώς, καλή μου φίλη, πρέπει να πάρουμε μέτρα και μάλιστα αυστηρά. Το προσωπικό θα μειωθεί, οι θέσεις εργασίας θα μοιραστούν σε δυο ή τρεις συνεργάτες η καθεμιά... μου εξήγησε ο άμεσος προϊστάμενος, ο οποίος - όπως κάποτε μου έλεγε και μου ξανάλεγε - με προόριζε για διάδοχό του.

- Λυπάμαι πολύ, φράου Ιωαννίδης, και όχι μόνο εγώ. Ολο το διοικητικό συμβούλιο συμμερίζεται τα συναισθήματά μου. Αναγκαζόμαστε να χάσουμε εσάς, το δεξί μας χέρι, αγαπητή μου! Δεν είναι φοβερό;

Βεβαίως και ξέρω ότι σε τέτοιες στιγμές η καλύτερη απάντηση θα ήταν ένα ψύχραιμο «άντε στο διάολο». Ομως κράτησα τα προσχήματα, μουρμούρισα έναν παγωμένο χαιρετισμό και έκοψα ρόδα μυρωμένα, που λέει και η μάνα μου. Αλλά τα ευχάριστα συμβάντα, της πεντηκοστής χρονιάς της ηλικίας μου, δεν είχαν σκοπό να σταματήσουν. Μια είδηση με έφτασε από μακριά, από της Γερμανίας το πασίγνωστο λιμάνι. Το τηλεφώνημα από το Αμβούργο ήταν σύντομο και υπηρεσιακό. Ο πατέρας μου, ογδόντα χρονών και βάλε, ψυχομαχούσε σε ένα νοσοκομείο μόνος, όπως και τα πιο πολλά του χρόνια έζησε. Ετρεξα αμέσως σαν τρελή, έστω και αν είχα να τον αντικρίσω από τα εφτά ή οχτώ μου χρόνια. Η καρδιά μου έχει γίνει τόσο ευαίσθητη! Να γιατροπορέψω το γεννήτορά μου, που τον καιρό της Κατοχής στο χωριό μας, στη Βόρεια Ελλάδα, έκανε το θεληματάρη των κατακτητών, ντροπή και αίσχος της οικογενείας και όλης της περιοχής. Οταν οι τύραννοι έφυγαν ηττημένοι, τους ακολούθησε. Μετά από πολλά χρόνια γύρισε στην πατρίδα, μυστικά σαν τον κλέφτη, και παντρεύτηκε τη μάνα μου. Ενας γάμος με προαναγγελθείσα την αποτυχία, οικογενειακή ζωή πικρή! Ατυχη η Ανθούλα και το κοριτσάκι της, έλεγαν οι συμπατριώτισσες που μας παραστάθηκαν εκεί που κατοικούσαμε, στα περίχωρα της Στουτγάρδης. Δεν είχα κλείσει τα οχτώ, όταν ο κύριος εξαφανίστηκε! Ζωντανό δεν τον πρόλαβα, όμως με παρηγόρησε της εξόδου του η απλή τελετή, η συμπαράσταση λίγων δικών του φίλων, η συμμετοχή ελάχιστων δικών μας συγγενών.

- Πάει κι αυτός... μουρμούρισε η μάνα μου ψύχραιμα, όταν την ξαναβρήκα στο Ιδρυμα που περνάει της ζωής της το δειλινό. Ηρεμη, όπως όλα της τα χρόνια, και κάπως σαν αμέτοχη, μου έδειξε ένα φάκελο με παραλήπτες εκείνη και την αφεντιά μου!

- Την άλλη Τετάρτη ανοίγεται η διαθήκη του, έχεις καιρό; με ρώτησε αδιάφορα σχεδόν. Και βέβαια είχα, καιρό ένα σωρό, η ανεργία ας είναι καλά!

Του συμβολαιογράφου το γραφείο έμοιαζε μουντό εκείνο το βροχερό απόγευμα. Παρούσες η μητέρα, εγώ φυσικά και η θεία Κωνσταντίνα, του συχωρεμένου η αδερφή. Η γραμματέας του κυρίου Φουκς, υπηρεσιακή και ευγενέστατη, κοίταζε με δυσφορία το ρολόι της, ακριβώς τη στιγμή που το αφεντικό της έπαιρνε θέση στο τεράστιο καρυδένιο γραφείο.

-- Ολοι παρόντες; μας ατένισε ο συμβολαιογράφος επαγγελματικά χαμογελαστός και, πριν πάρει απάντηση, από την ανοιχτή πόρτα όρμησε σαν σίφουνας ένας πανύψηλος νεαρός. Πάνω κάτω στου γιου μου την ηλικία... σκέφτηκα μηχανικά.

Ο νεοφερμένος κάθησε στην καρέκλα δίπλα μου, στράφηκε προς το μέρος μου και με κοίταξε έχοντας στο πρόσωπο το βελουδένιο χαμόγελο των Σουήβων και το σκούρο, ανήσυχο βλέμμα... Των ματιών μου... ούρλιαξε μέσα μου μια φωνή, η καρδιά μου έτρεχε σαν άτι σε ανοιξιάτικο λιβάδι. Η φωνή του κυρίου Φουκς από πολύ μακριά με άγγιξε.

-- Ολοι παρόντες, η σύζυγος, τα τέκνα, η αδερφή... Φοβήθηκα πως είχα παραφρονήσει! Μέχρι ετούτη τη στιγμή αυτό είναι το τελευταίο, και πραγματικά πολύτιμο, δώρο των γενεθλίων μου! Ενας ολοκαίνουριος αδερφός, που έπεσε σαν χρυσή βροχή στην καρδιά μου και έκανε τα μάτια μου πηγές που δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυα.

-- Μην κλαις, αδερφή, εγώ είμαι πολύ ευτυχισμένος... έλεγε και ξανάλεγε του πατέρα μου ο γιος σε αβέβαια ελληνικά, όμως την καλοπροαίρετη συμβουλή δεν είχα δύναμη να την ακολουθήσω. Πέρασαν μέρες της θλίψης και της χαράς, ώρες απορίας, οργής και ψυχικής κατάπτωσης. Και το μεγάλο ερώτημα! Μπορώ με όλο αυτό το οικογενειακό θέατρο να συμφιλιωθώ; Είναι δυνατό εκείνον τον ανεκδιήγητο πατέρα κάποτε να αποδεχτώ, να συγχωρέσω; Η καρδιά μου είχε γίνει πάλι οχτώ χρονών, το τραύμα της εγκατάλειψης την είχε ξανά συγκλονίσει. Οι δυσκολίες, τα προβλήματα, της μητέρας ο βουβός πόνος και η μοναξιά... Και από την άλλη, του νεαρού αδερφού η διήγηση, της δικής του μάνας τα βάσανα... Ακόμα ένα ακατανόητο κεφάλαιο πατρικής συμπεριφοράς.

-- Ομως όλα τέλειωσαν πια, μην τρως τα σωθικά σου. Εχεις τόσα άλλα να σκεφτείς, να ψάξεις για δουλειά... μουρμούρισε η μάνα διακόπτοντας τη βαθιά σιωπή, ενώ άνοιγε του στενού δωματίου της το παράθυρο. Ολα παλεύονται, κορίτσι μου... Η ζωή, ο θάνατος... Τα πάντα ξεχνιούνται, είναι περαστικά και φυσιολογικά, θα σου έλεγα εγώ... Ομως το τωρινό σου πρόβλημα, η ανεργία... Δεν είναι κάτι το απάνθρωπο, το άδικο; Οχι μόνο που λείπουν τα λεφτά. Προσβολή είναι, κόρη μου, στην αξιοπρέπεια φτυσιά, στην ψυχή βαθιά χαρακιά...

Γύρισα στο σπίτι ήρεμη σχεδόν και σοφότερη, κατά κάποιο τρόπο. Τα λόγια τα παχιά και τα ξεκάρφωτα των αρεστών στους ισχυρούς συνδικαλιστών, των ποικιλόχρωμων πολιτικών οι ψαλμωδίες, των παντοδύναμων τραπεζών τα υποκριτικά κλαψουρίσματα... Η οικονομική κρίση, ο φόβος για επικείμενο κραχ... Μια θεατρική παράσταση... είπα φωναχτά. Εγώ, η πριν λίγο καιρό καλοπληρωμένη, πιστή και εύελπις του συστήματος υπηρέτρια, επιτέλους κατάλαβα! Και ποτέ δεν είναι αργά!


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ