της υπαίθρου, ο εντελώς ιδικός σου τρόπος...»
Αγγελος Σικελιανός
Το τοπίο, για την πλειοψηφία των ανθρώπων, αποτελεί μια έννοια αφηρημένη, στην οποία δεν μπορείς να δώσεις διάσταση, να την προσδιορίσεις και να την αποδώσεις. Αποτελεί ταυτόχρονα κάτι υποκειμενικό σ' ό,τι αφορά την κρίση, την αισθητική, την αντίληψη. Διαφορετικά θεωρείται από τον καθένα, διαφορετικά ερμηνεύεται, διαφορετικά προσλαμβάνεται.
Τα τελευταία χρόνια, η έννοια του τοπίου άρχισε ν' απασχολεί ενεργότερα τον άνθρωπο, ο οποίος ψάχνει, ερευνά, προβληματίζεται για την αξία του. Ιδιαίτερα για το μεσογειακό τοπίο, αναπτύσσεται μιαν έντονη προβληματική, αφού στο μεσογειακό χώρο βρίσκουμε οικοσυστήματα μοναδικά, με μεγάλη βιοποικιλότητα. Ταυτόχρονα, η αισθητική αξία του χώρου αυτού, είναι υψηλή.
Το ελληνικό τοπίο είναι μέρος του μεσογειακού τοπίου, θεωρείται συνεπώς σημαντικό για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, οι οποίοι ενισχύονται και από το γεγονός της ποικιλομορφίας του ελληνικού χώρου, της εξαιρετικά μεγάλης βιοποικιλότητάς του, αλλά και της ιδιαίτερης αισθητικής περιοχών του. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και - κάτι μοναδικό - η «βαριά» ιστορία του τόπου, που του προσδίδει αξία ανεκτίμητη.
Το βιβλίο του Αντώνη Β. Καπετάνιου, με τίτλο: «Τοπιογράφοι, ελάτε γρήγορα σ' αυτή τη χώρα...» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ», εμβαθύνει στην έννοια του τοπίου και μελετά όλες τις παραπάνω παραμέτρους. Η επιστήμη, η λογοτεχνία, οι τέχνες, οι βιωματικές εικόνες, αποτελούν πλοηγούς στην προσπάθεια αυτή. Η επιτυχία του εγχειρήματος στηρίζεται στο γεγονός της απόδοσης του θέματος με τρόπο ιδιαίτερο και διεισδυτικό, μα ταυτόχρονα απλό και κατανοητό. Αποτελεί πρωτότυπη μελέτη, που εντάσσεται στη νεωτερική επιστημονική προσπάθεια ανάδειξης των αγνοημένων - χαμένων αξιών του ανθρώπου, τις οποίες τα αισθητά του κόσμου διαμορφώνουν.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν το ταξίδι, με ένα κείμενο από την πρώτη ενότητα του εξαιρετικού αυτού βιβλίου.
«Η επαφή μου με το αποκαλούμενο "αγροτικό τοπίο" χρονολογείται από τα παιδικά μου χρόνια, ή ακριβέστερα από τότε που αισθάνθηκα τον εαυτό μου. Ημουν παιδί αγροτών, που οι σκληροί καιροί τους ήθελαν βασανισμένους, να δουλεύουν με κόπο τη σκληρή γη για να επιβιώσουν, σε μιαν αβέβαιη πορεία. Τη μοίρα τους ένιωθαν πως ακολουθούσα σα μια βαριά κληρονομιά, γι' αυτό κι από παιδί η μάνα με μεγάλωνε με μιαν επίμονη συμβουλή, στην οποία αποτυπωνόταν η αγωνία της για το μέλλον μου - να μη γίνει σαν το δικό τους. "Να σπουδάσεις παιδί μου, να φύγεις από τα χωράφια, να μη βασανιστείς σαν εμάς...", μου έλεγε...
Καλοκαιριάτικο ξημέρωμα. Με το πρώτο φως της ημέρας ξεκινούσε η μακρά περιπέτεια της οικογένειας. Μικρά παιδάκια, εγώ και η αδελφή μου, μπερδεύαμε τα βήματά μας στο ξύπνημά μας, όμως στη φωνή της μάνας ξέραμε τι έπρεπε να κάνουμε κι ότι έπρεπε να το κάνουμε γρήγορα και σωστά. Η συνήθεια μάς είχε εκπαιδεύσει σε αυτό... Το κάρο με τον πατέρα, μας περίμενε στο δρόμο για το καθημερινό ταξίδι στο χωράφι. Μια ώρα απόσταση ήταν μέχρις εκεί, μια διαδρομή που τα σύγχρονα οχήματα την κάνουν σε λίγα μόνο λεπτά της ώρας, μα το δυσκίνητο όχημά μας, κάτω από το ράθυμο βηματισμό του αλόγου, την έκαμε σε πολλαπλάσιο χρόνο. Δεν παραπονιόμασταν όμως, τουλάχιστον είχαμε κάποιο μέσο να μας πηγαίνει, συνηθίσαμε εξάλλου ν' απολαμβάνουμε την ίδια διαδρομή στο στενό καρόδρομο, το γεμάτο με λακκούβες και πέτρες, που έδινε τυραννικό ρυθμό στην πορεία μας, με την ανά δευτερόλεπτο αναπήδησή μας σε κάθε χωμάτινη αναποδιά.
Το ταξίδι μας είχε άλλες χάρες, που η καθημερινή ρουτίνα των ίδιων στιγμών δεν τις σκότωνε και κάθε μέρα τις απολαμβάναμε εξίσου δυνατά. Μας άρεσε η μυρωδιά της γης στην πρωινή δροσιά, μια ιδέα μούχλας που μας τρέλαινε!, λες και το χώμα ανάσαινε, αφήνοντας το χνώτο του πάνω μας. θεωρούσαμε ευλογία να ρουφούμε αυτήν την ανάσα. Το σπουργίτι που μας ακολουθούσε, ήταν συνήθεια απαραίτητη, το περιμέναμε - σάμπως να 'ταν το ίδιο κάθε φορά; -, επιζητούσαμε το τραγούδι του, το φτερούγισμά του στην καλαμιά, το ξέχυμά του μπρος μας, τη στροφή του στον ουρανό και τ' ακολούθημά του. Ηταν θεόσταλτο το παιχνίδι του, ήταν πράγματι μεγαλειώδες να βλέπεις το αθώο τούτο πλάσμα, το λεύτερο κι ανεξάρτητο, να παίζει μαζί σου! Μας άρεσε να παρατηρούμε στο βάθος την ατέλειωτη θάλασσα, ακολουθώντας πορεία παράλληλη με τον ορίζοντα, να χάνεται στο απέραντο γαλάζιο η ματιά, να ξεσηκωνόμαστε, να γινόμαστε ποιητές στο κοίταγμά της, να ζούμε έναν πρωτογενή υπερρεαλισμό στην ιδέα ότι αυτή η άδολη, η τολμηρή, η θάλασσά μας!, αντλούσε το φυσικό φως και μας το έστελνε αντανακλώντας το, ενισχυμένο από τη ζωογόνα δύναμή της. Ηταν αλήθεια στιγμές μέθης εκείνες, έκστασης κι αληθινού πάθους, από τη φύση που ρουφούσαμε, νιώθοντας την αγνή, ατόφια, καθαρή, να μας αποκαλύπτεται και να μας υποβάλλει στο μεθύσι της. Συνομιλούσαμε λες μαζί της, την αφουγκραζόμασταν.
Σημ. Οι φωτογραφίες που δημοσιεύουμε είναι από το αρχείο του «Ριζοσπάστη».