Δευτέρα 9 Σεπτέμβρη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Απ' τις "παροχές" του '87 στο σφαγείο του '92

Τι έλεγε ο Κ. Σημίτης το 1987 και τι θεσμοθέτησε η ΝΔ την περίοδο 1990 - 1992

Το 1987 το υπουργείο Υγείας - Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων επεξεργαζόταν ένα σχέδιο νόμου για την ασφαλιστική κάλυψη των ανασφάλιστων ομάδων, τη βελτίωση της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας και τη ρύθμιση άλλων ασφαλιστικών θεμάτων.

Στις 23 Μάρτη 1987 ο Κ. Σημίτης, ως υπουργός, τότε, Εθνικής Οικονομίας του ΠΑΣΟΚ, έστειλε στον - τότε - υπουργό Υγείας, Γ. Μαγκάκη, μια επιστολή με παρατηρήσεις και προτάσεις για το σχέδιο νόμου.

Μεταξύ των άλλων γράφει στην επιστολή: "Είναι σαφές ότι το σύνολο σχεδόν των διατάξεων προβλέπουν "παροχές" που θα αυξήσουν τα ήδη υψηλά ελλείμματα των ασφαλιστικών Ταμείων και οργανισμών".

Στη συνέχεια - τότε - της επιστολής του ο Κ. Σημίτης έλεγε και τα εξής: "Υπενθυμίζω ότι είναι επιτακτική η ανάγκη περιορισμού των ελλειμμάτων αυτών. Το μέγεθός τους καθώς και η ταχύτητα με την οποία αυξάνονται αποτελούν σημαντικότατο ανασταλτικό παράγοντα στην προσπάθεια σταθεροποίησης και ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας".

Απ' το Μάη του 1986 ο υπουργός Υγείας είχε ετοιμάσει ένα σχέδιο με προτάσεις για τη δήθεν εξυγίανση του ασφαλιστικού συστήματος στα πλαίσια του στεθεροποιητικού προγράμματος που είχε εξαγγείλει η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απ' τον Οχτώβρη του 1995. Μάλιστα ο Κ. Σημίτης με την επιστολή του ψέγει το υπουργείο Υγείας Πρόνοιας γιατί δεν προώθησε εκείνες τις προτάσεις. "Στο ΚΥΣΥΜ της 21.11.1986, γράφει, για την εξυγίανση των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών εγκρίθηκαν κατ' αρχήν οι προτάσεις και δεσμεύτηκε το υπουργείο Υγείας να συντάξει το ταχύτερο δυνατό το σχετικό σχέδιο Νόμου. Ομως στο προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου δεν περιλαμβάνονται αυτές οι προτάσεις.(σ.σ.: η υπογράμμιση δική μας). Σωστότερο θα ήταν, όποιες διατάξεις "παροχών" κριθούν απόλυτα δικαιολογημένες να προωθηθούν παράλληλα με τη λήψη των γενικότερων εξυγιαντικών μέτρων".

Στη συνέχεια ο Κ. Σημίτης επέστρεψε κωδικοποιημένες τις προτάσεις στο υπουργείο Υγείας, οι οποίες, σε γενικές γραμμές, ήταν οι εξής:

Στον ιδιωτικό τομέα:

1. Με 15 χρόνια ασφάλισης (4.500 ένσημα) σύνταξη στα 65. Η αύξηση του κατώτατου ορίου για τη θεμελίωση του δικαιώματος συνταξιοδότησης από 4.050 ένσημα σε 4500 να γίνει σταδιακά σε μια πενταετία (50 ένσημα τον πρώτο χρόνο και ανά 100 τα επόμενα τρία χρόνια).

2. Με 35 χρόνια ασφάλισης σύνταξης στα 58.

3. Βαριά και ανθυγιεινά, σύνταξη στα 60.

4. Υπέρ βαρέα επαγγέλματα, σύνταξη στα 58, με εξαίρεση τους μεταλλωρύχους των υπόγειων στοών.

5. Μειωμένη σύνταξη στα 60.

6. Σταδιακή κατάργηση του μειωμένου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των μητέρων με ανήλικα παιδιά (στα 55 πλήρη και στα 50 μειωμένη).

7. Σταδιακή αύξηση του υφισταμένου μειωμένου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των γυναικών κατά ένα χρόνο ανά διετία με πλήρη εξίσωση σε μια δεκαετία.

Στο Δημόσιο Τομέα:

1. Αύξηση του υποχρεωτικού ορίου ηλικίας εξόδου κατά δύο χρόνια (στα 58 αντί στα 56)

2. Καθορισμός κατώτατου ορίου συνταξιοδότησης στα 37 χρόνια με σταδιακή αύξηση στα 50 κατά ένα χρόνο ανά διετία.

Στο όνομα της αρχής της ισότητας των δύο φύλλων πρότεινε, επί λέξει, τα εξής:

Α. Ιδιο όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση ανδρών και γυναικών, για όλους τους ασφαλισμένους, μετά την ισχύ του νόμου.

Β. Για τις ήδη ασφαλισμένες γυναίκες σταδιακή αύξηση του μικρότερου ορίου ηλικίας, όπου προβλέπεται, κατά ένα έτος ανά διετία, μέχρις ότου επιτευχθεί εξίσωση των ορίων ηλικίας.

Για τις αναπηρικές συντάξεις πρότεινε τα εξής:

1. Κατάργηση του επιδόματος αναπροσαρμογής εφόσον το ποσοστό αναπηρίας δεν υπερβαίνει το 50%. (Το επίδομα αναπροσαρμογής ήταν ένα μέρος της σύνταξης που έπαιρναν όσοι είχαν αναπηρία 35 - 50%. Αυτό το κατάργησε το ΠΑΣΟΚ. Η ΝΔ έθεσε ως όριο για πλήρη σύνταξη αναπηρίας το 80% και πάνω, και όχι 67%, όπως ίσχυε πριν. Επίσης έθεσε σε επανάκριση τις αναπηρικές συντάξεις όπου μαζί με τα ξερά κάηκαν και πολλά χλωρά...).

2. Ανακαθορισμός της έννοιας της αναπηρίας και του συστήματος διαπίστωσης της αναπηρίας.

"Η ΝΔ εγγυάται τις συντάξεις"

Πριν απ' το 1990 ίσχυαν σε γενικές γραμμές οι εξής προϋποθέσεις συνταξιοδότησης:

Για πλήρη σύνταξη: Ενσημα 4.050 και ηλικία 65 για τους άντρες και 60 για τις γυναίκες. Ενσημα 10.000 και 62 για τους άντρες και 57 για τις γυναίκες. Ενσημα 10.500 (35ετία) στα 58 και για τους δύο.

Βαριά και ανθυγιεινά: Ενσημα 4.050 και 60 για άντρες και 55 για γυναίκες. Για τη μειωμένη σύνταξη χρειαζόταν 4.050 ένσημα και 60 για τους άντρες και 55 για τις γυναίκες. Για τη μητέρα με ανήλικο παιδί 5.500 ένσημα στα 55 και μειωμένη στα 50.

Για τον υπολογισμό της σύνταξης παίρνονταν υπόψη οι αποδοχές της τελευταίας διετίας.

Προεκλογικά το 1990, η ΝΔ έλεγε σε ένα φυλλάδιό της για την τρίτη ηλικία: "Η ΝΔ εγγυάται αρχικά τη σημερινή αξία των συντάξεων και στη συνέχεια την αύξησή τους με την εξυγίανση των ασφαλιστικών Ταμείων, το νοικοκύρεμα του κράτους και την οικονομική ανάπτυξη που θα επιτύχει".

Αντ' αυτού όμως ψήφισε τους τρεις αντιασφαλιστικούς νόμους 1902/90, 1976/1971 και 2084/82.

Με το νόμο 1902/90 έγιναν οι εξής αλλαγές, όπως τις αξιολογεί το Ινστιτούτο των Βιομηχάνων (ΙΟΒΕ) στην έκθεσή του το Φλεβάρη του 1996.

  • Αναπροσαρμογή των κατώτερων ορίων των συντάξεων του ΙΚΑ από 1.1.1991, σύμφωνα με τις αυξήσεις των δημοσίων υπαλλήλων και όχι με βάση την εξέλιξη του ημερομίσθιου του ανειδίκευτου εργάτη.
  • Αυξήθηκαν σταδιακά τα 4.050 ένσημα σε 4.500 για συνταξιοδότηση στο ΙΚΑ.
  • Σταδιακή αύξηση του ελάχιστου ορίου υπηρεσίας των γυναικών δημοσίων υπαλλήλων από 15 - 25 χρόνια (εφόσον προσελήφθησαν μετά το 1983), όπως επίσης και της ηλικίας από την οποία αρχίζει η καταβολή της σύνταξης στους δικαιούχους: Για τους άντρες στα 60 και για τις γυναίκες στα 58 χρόνια. Πριν το 1902/90, σε πολλές περιπτώσεις η καταβολή της σύνταξης άρχιζε στα 33 και 43 χρόνια αντίστοιχα.
  • Αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και θεσμοθέτηση για πρώτη φορά εισφοράς για τους δημοσίους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται μετά το 1990, ύψους 5,75%.

Με τους νόμους 1976 και 2084/92 η ίδια αντιασφαλιστική πολιτική - "η πολιτική συγκράτησης των δαπανών και επιβολής αυστηρότερων προϋποθέσεων συνταξιοδότησης", όπως αναφέρει το ΙΟΒΕ.

  • Με το νόμο 2084/92 οι ασφαλιστικές εισφορές έφτασαν στο 33,65% των αποδοχών (12,22% ασφαλισμένοι και 21,43% οι εργοδότες) από 30% που ήταν διαμορφωθεί με το 1902/90 (11% οι ασφαλισμένοι και 19% οι εργοδότες).
  • Θεσπίστηκε η κατηγορία των λεγόμενων "νεοασφαλισμένων", δηλαδή όσων άρχισαν να εργάζονται από 1.1.1993 (Και Κύριος οίδε αν αυτοί θα πάρουν σύνταξη και πόση κάποτε). Σ' αυτούς επιβλήθηκε εισφορά υπέρ του Ταμείου Προνοίας, που βαρύνει μόνο τον ασφαλισμένο, ύψους 4% (όπως και κρατική συμμετοχή 10% στην κύρια ασφάλιση και 3,8% στον κλάδο ασθενείας).
  • Στα βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα επιβλήθηκε εισφορά για την επικουρική ασφάλιση ύψους 1,25% για ασφαλισμένους και 0,75% για τους εργοδότες.
  • Καθιερώθηκαν ασφαλιστικές εισφορές για το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων και επέβαλε σημαντικές αυξήσεις στις ασφαλιστικές εισφορές των αυτοαπασχολούμενων και όσων υπάγονται στα λεγόμενα "ειδικά Ταμεία".

- Οσοι δημόσιοι υπάλληλοι δεν κατέβαλαν εισφορές μέχρι την ψήφιση του 2084/92, υποχρεώθηκαν να καλύψουν σταδιακά μέχρι το 1995 το συνολικό ποσοστό εισφοράς που ορίζεται από το νόμο για κάθε κλάδο ασφάλισης. Ετσι από 1.1.1993 επιβλήθηκε στον ασφαλισμένο εισφορά 3% για την κύρια σύνταξη και 1,8% για την ασθένεια. Την 1.1.1994 τα ποσοστά αυξήθηκαν σε 5% και 2,555 αντίστοιχα, ενώ από την 1.1.1995 ισχύουν τα ίδια ποσοστά για το ΙΚΑ.

- Διαφορετικές μεταβατικές διατάξεις εφαρμόστηκαν για όσους διορίστηκαν μετά την 1.10.1990.

Με τον νόμο 1976/91 ο υπολογισμός της σύνταξης γίνεται με βάση τις αποδοχές της τελευταίας πενταετίας - κι όχι της διετίας - καθιερώθηκαν τα νέα ποσοστά αναπηρίας και επανακρίθηκαν οι ανάπηροι συνταξιούχοι. Η επανάκριση οδήγησε σε σκάνδαλα στο ΙΚΑ που καταγγέλθηκαν και απασχόλησαν εκτενώς τον Τύπο.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ