Πέμπτη 13 Γενάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 36
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Παράπονο

«

Δε γνωρίζω πια πρόσωπα. Δεν είμαι πλέον σε θέση να ξεχωρίσω κουβέντες. Νιώθω να με τρυπούν χιλιάδες βελόνες. Να μ' ανοίγουν το στόμα απότομα, σκληρά, σαν να μη ζω πια, να μου τραβούν και να μου καθαρίζουν τη γλώσσα από μία πηχτή λάσπη, σαν μία πολύ στερεή μάζα από αίμα, δόντια, σάλιο υγρά. Από έναν κιτρινωπό αφρό φαρμακίλας. Και πονώ και να πονώ συνέχεια και ασταμάτητα. Κι όσο κι αν έχω πια τη βεβαιότητα πως πεθαίνω, συλλογιέμαι γεμάτος απορίες και απίστευτο παράπονο γιατί με βασανίζουν...»

Μπορεί να τον έλεγαν Καρλίτο, Φερνάντο, Χουάν. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι τον βασάνισαν μια κρύα νύχτα του Σεπτέμβρη του 1973, όταν ο «συνταγματάρχης που δεν είχε κανένα του γράψει» αποφάσισε εν μέσω μίας νυκτός να τον γράψει η ιστορία. Από εκείνη τη στιγμή για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια ο Αουγκούστο Πινοτσέτ, βασάνισε, δολοφόνησε, απήγαγε νέους και παιδιά και από αυτούς, κάποιους τους έριξε στον Καιάδα, τους εξαφάνισε. Κάποια βρέφη μπορεί να μεγαλώνουν σε κάποια μεγαλούπολη του υπέρλαμπρου και πολιτισμένου δυτικού κόσμου, μη γνωρίζοντας και ίσως μη μαθαίνοντας ποτέ ότι οι γονείς του ήταν κάποιοι που ονειρεύτηκαν έναν κόσμο που ο Πινοτσέτ αποφάσισε ότι έπρεπε να εξαφανιστεί.

ΟΠινοτσέτ που έσπειρε θάνατο και κόλαση, ώστε να θέσει τα θεμέλια για το «επιτυχημένο» πείραμα της ελεύθερης ασύδοτης αγοράς, μέχρι τις 16 Οκτώβρη του 1998 εισέπραττε τα αποτελέσματα των εντατικών προσπαθειών του. Κυκλοφορούσε αμέριμνος και ως βασιλιάς στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις. Είχε ισόβια ασυλία στην πατρίδα του και μία παράδοξη (;) ασυλία από όλους τους ηγέτες που «υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα» και δε λογούν να βομβαρδίζουν αθώα βρέφη σε μαιευτήρια μέσα στην καρδιά της γιουγκοσλαβικής πρωτεύουσας σε έναν πόλεμο τόσο βρώμικο όσο και ακήρυκτο.

Κάτι έδειχνε να αλλάζει εκείνη τη μουντή μέρα του Οκτώβρη στο Λονδίνο και ο πλανήτης έμεινε άναυδος από το θράσος του Ισπανού δικαστή Μπαλτάθαρ Γκαρθόν που τόλμησε -άκουσον άκουσον- να ζητήσει με ένταλμα τη σύλληψή του. Σαν να έδειχνε ότι αυτό το παράπονο που έμεινε να αιωρείται στο κενό για 25 χρόνια θα ακουστεί να σπάει σε ένα λυγμό και να τρυπά τα τύμπανα της οικουμένης. Η βεβαιότητα μεγάλωνε όταν, παρά τις παλινδρομήσεις και εναλλαγές, θετικές και αρνητικές, η τάση ήταν να εκδοθεί και επιτέλους να βρεθεί αντιμέτωπος έστω και με κάποια, ελάχιστα από τα θύματά του. Αν και οι άνεμοι των πιέσεων που ασκούνταν έδειχναν να παρασέρνουν τα πάντα, η έκδοσή του έδειχνε πεισματικά να στροβιλίζεται γύρω του.

Ομως η άμμος που μαζεύτηκε στην κλεψύδρα του χρόνου αποδείχτηκε ο τάφος αυτού του παράπονου. Δεκαπέντε ολόκληροι μήνες είναι άπλετος χρόνος για να ευοδωθούν οι παρασκηνιακές πιέσεις, που δεν έπαψαν να ασκούνται ούτε λεπτό. Μάλιστα η λύση βρέθηκε και είναι απολύτως πιστευτή και κυρίως «πολιτικά ορθή» για τα ήθη της εποχής μας. Οι γιατροί διέγνωσαν ότι ο 84χρονος Πινοτσέτ, είναι πολύ ασθενής για να μπορέσει να αντέξει τη δοκιμασία μιας δίκης. Οπότε μπορεί να αφεθεί ελεύθερος για «ανθρωπιστικούς λόγους» και να επιστρέψει απρόσκοπτα πίσω στη Χιλή. Μια λύση που κόβει με το μαχαίρι ένα πολιτικό και νομικό γόρδιο δεσμό. Απλά το παράπονο θα παραμείνει εγκλωβισμένο για πάντα στη χέρσα χιλιανή γη και όσοι είναι ικανοί, όταν θα βάζουν το αυτί στη γη, θα αφουγκράζονται αυτόν το στοιχειωμένο λυγμό που σκάλωσε στο λαιμό.


Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ