Τετάρτη 22 Οχτώβρη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Αποκαλυπτήρια...

Εδώ και δυο μήνες, το ΠΑΜΕ, η ΠΑΣΥ, η ΠΑΣΕΒΕ, το ΜΑΣ και η ΟΓΕ καλούν συνδικάτα, σωματεία, ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα, συλλόγους, μαζικούς φορείς να συμμετέχουν με αποφάσεις τους στο πανελλαδικό συλλαλητήριο που θα γίνει την 1η Νοέμβρη στο Σύνταγμα. Η παράταξη της «Αγωνιστικής Συσπείρωσης» στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου ζήτησε να τεθεί το θέμα στη Γενική Συνέλευση των εργαζομένων (έγινε την Τρίτη 14/10) και να αποφασίσουν οι εργαζόμενοι με ψηφοφορία για τη συμμετοχή ή όχι του σωματείου στο πανελλαδικό συλλαλητήριο. Ο πρόεδρος του σωματείου, με την υποστήριξη των παρατάξεων του ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΤΑΡΣΥΑ (έχουν κοινό ψηφοδέλτιο) και της ΝΔ, εμπόδισε τη διενέργεια της ψηφοφορίας κι έτσι δεν πάρθηκε απόφαση.

Την επόμενη μέρα, συνεδρίασε το ΔΣ του Σωματείου και το θέμα τέθηκε ξανά από τις ταξικές δυνάμεις. Η συζήτηση ξεσκέπασε όλους εκείνους, που την προηγούμενη μέρα απέτρεψαν να μπει στην κρίση των εργαζομένων η συμμετοχή ή όχι σε μια πανελλαδική κινητοποίηση, στην οποία συμμετέχουν μέχρι τώρα περισσότερα από 700 σωματεία και φορείς, ανάμεσά τους και πολλά σωματεία εργαζομένων στα νοσοκομεία. Ο πρόεδρος του σωματείου, η εκπρόσωπος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΠΑΣΚΕ, βοηθούμενοι από τα υπόλοιπα μέλη του κοινού ψηφοδελτίου ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έδωσαν κυριολεκτικά τα ρέστα τους, αναμασώντας όλα τα επιχειρήματα που βάζει ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός, παλιός και νέος, για να πολεμήσει το συλλαλητήριο και να φρενάρει τη δυναμική του. Το σωματείο πήρε τελικά απόφαση συμμετοχής στο συλλαλητήριο, καθώς ένα μέλος της κοινής παράταξης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΤΑΡΣΥΑ ψήφισε λευκό. Η στάση τους, όμως, πρέπει να προβληματίσει σοβαρά τους εργαζόμενους.

Μεταξύ άλλων, είπαν ότι «πρόκειται για κομματικό συλλαλητήριο που εξυπηρετεί μικροκομματικούς στόχους ενόψει εκλογών», ότι «εφόσον το ΠΑΜΕ δεν συμμετέχει στις απεργιακές συγκεντρώσεις των ΑΔΕΔΥ - ΓΣΕΕ, δεν μπορούν να συμφωνήσουν...» και άλλα παρόμοια. Χαρακτηρίζουν «κομματική» μια πανελλαδική κινητοποίηση, στην οποία συμμετέχουν με αποφάσεις τους εκατοντάδες σωματεία και φορείς, ανάμεσά τους το Σωματείο δασκάλων Ηρακλείου, η Ομοσπονδία Εμπορικών Συλλόγων Κρήτης, ο Σύλλογος των μαγείρων κ.ά., που εκπροσωπούν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, με διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις. Αλήθεια, είναι «κομματικό» το αίτημα για ουσιαστική προστασία των ανέργων, να πληρωθούν οι απλήρωτοι, να καταργηθούν οι αντεργατικοί - αντιασφαλιστικοί νόμοι, να υπογραφούν Συλλογικές Συμβάσεις με ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και στα μεροκάματα; Είναι «κομματικό» το αίτημα για αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν Υγεία - Πρόνοια - Παιδεία για όλους;

Κατηγορούν για «μικροκομματικούς στόχους» το ΠΑΜΕ που πήρε την πρωτοβουλία γι' αυτή τη λαϊκή κινητοποίηση, για να κρύψουν ότι αυτοί είναι που θέλουν να «ανασυγκροτήσουν» το κίνημα σαν «ουρά» των κομμάτων τους, που διαγκωνίζονται για την κυβερνητική εξουσία. Αυτό κάνουν οι συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ στο κίνημα, έχοντας τη στήριξη και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Από την άλλη, επιβεβαιώνεται ότι ο καημός τους είναι η «ενότητα» των εργατοπατέρων μεταξύ τους, ο «κοινωνικός εταιρισμός» με την εργοδοσία, τα κόμματα και τις κυβερνήσεις της. Θέλουν τους εργαζόμενους, τους φοιτητές, τους αγρότες, τους αυτοαπασχολούμενους να σέρνονται πίσω από τις πιο εκφυλισμένες και ανυπόληπτες συνδικαλιστικές ηγεσίες, να κάνουν αγώνες για να χάσουν «λιγότερα», να συμβιβάζονται με την «ελάχιστη εγγυημένη» εξαθλίωση, να κάνουν πίσω στις απαιτήσεις της εργοδοσίας, να πανηγυρίζουν για τα ψίχουλα, να περιορίζουν τις προσδοκίες τους στο να φύγει μια κυβέρνηση, να παραιτηθεί ένας υπουργός, να αλλάξει ο Μανωλιός και να βάλει τη σκούφια του αλλιώς.


E.

Ωρα να βγουν συμπεράσματα

Η οργή των εργαζομένων στα Ναυπηγεία Ελευσίνας ξεχείλισε, αλλά το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν δεν προέκυψε τους τελευταίους μόνο μήνες. Από αυτήν τη σκοπιά, είναι μια καλή ευκαιρία τώρα, παράλληλα με τον αγώνα τους για τα δεδουλευμένα, να βγάλουν και ουσιαστικά συμπεράσματα για την πολιτική που καθόρισε την πορεία των Ναυπηγείων και κατ' επέκταση τη δική τους «μοίρα», με κατάληξη τη σημερινή κατάσταση. Το 1969, ο εφοπλιστής Ανδρεάδης, με δάνεια από τη χούντα, ίδρυσε τα Ναυπηγεία Ελευσίνας.

Μέσα σε 6 χρόνια, τα ναυπηγεία βρέθηκαν με χρέος 9 δισ. δραχμές. Από το '75 μέχρι το 1992 πέρασαν στον έλεγχο του Δημοσίου, μέσω της Εμπορικής Τράπεζας και η αποπληρωμή των χρεών φορτώθηκε εξ ολοκλήρου στο λαό, μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό. Μέχρι το 1992, στα ναυπηγεία εργάζονταν περίπου 2.200 εργαζόμενοι και έγιναν κερδοφόρα. Το 1992, η κυβέρνηση της ΝΔ πούλησε το ναυπηγείο έναντι περίπου 8 δισ. δραχμών, καθαρό από χρέη, στον εφοπλιστή Περατικό. Επιβεβαιώθηκε έτσι ότι οι ιδιωτικοποιήσεις είναι η άλλη όψη των κρατικοποιήσεων στον καπιταλισμό, αφού και οι δύο σκοπό έχουν να διασφαλίσουν τα μονοπώλια και τα κέρδη τους, σε βάρος των εργαζομένων και του λαού.

Ο εφοπλιστής, μέσα σε δύο χρόνια, φόρτωσε στο ναυπηγείο χρέη ύψους 10 δισ. δραχμών, απέλυσε 300 εργαζόμενους, πήρε «θαλασσοδάνεια» από την ΕΤΒΑ ύψους 7,5 δισ. και 2,3 δισ. δραχμών και τελικά επέστρεψε το ναυπηγείο στο κράτος! Στις 20 Ιούνη 1997 υπογράφτηκε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ η σύμβαση με τον Ν. Ταβουλάρη, με τίμημα 30 δισ. δραχμές, με περίοδο αποπληρωμής τα 15 χρόνια, συν δύο χρόνια περίοδο χάριτος. Ο Ταβουλάρης έγινε ιδιοκτήτης των ναυπηγείων, έχοντας εξασφαλίσει παραγγελίες του Πολεμικού Ναυτικού ύψους 25 δισ. δραχμών.

Μέσα σε πέντε μήνες και μέχρι το Νοέμβρη του 1997, ο Ταβουλάρης απέλυσε 1.600 εργαζόμενους και από αυτούς επαναπροσέλαβε 750 χαρακτηρίζοντάς τους «νέες» θέσεις εργασίας, με πετσοκομμένους μισθούς και εργασιακά δικαιώματα! Τον ίδιο χρόνο, πήρε 7 δισ. δραχμές κρατική επιδότηση και άλλα 7 δισ. δάνειο για επενδύσεις.

Στις 10/03/2011, η διοίκηση της εταιρείας με αίτηση που κατέθεσε η μητρική εταιρεία «Νεώριον Συμμετοχών», ζήτησε την υπαγωγή των Ναυπηγείων Ελευσίνας στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα, υποστηρίζοντας ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα ρευστότητας. Η συγκεκριμένη κίνηση στόχευε να πάρουν κομμάτι από την πίτα των εξοπλιστικών προγραμμάτων ύψους 10 δισ. ευρώ που εκείνη την περίοδο είχε καταρτιστεί από την κυβέρνηση, μέσω της κατασκευής των γαλλικών φρεγατών τύπου «ΦΡΕΜ» για το Πολεμικό Ναυτικό.

Ακολούθησε η διένεξη με το κράτος, που ισχυρίζονταν ότι ενώ τα ναυπηγεία είχαν πάρει λεφτά, δεν είχαν προχωρήσει ανάλογα τις εργασίες, με τον επιχείρημα ότι δε διέθεταν «ρευστό». Το υπουργείο Εθνικής Αμυνας αντιδίκησε με τα Ναυπηγεία που ζητούσαν επιπλέον χρήματα, επικαλούμενο σχετική γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Το θέμα διευθετήθηκε προσωρινά με μια τροπολογία τον Απρίλη του 2013, με την οποία αποδεσμεύονταν 25 εκ. ευρώ για τον ιδιοκτήτη του ναυπηγείου, προκειμένου να προχωρήσει η κατασκευή τριών πυραυλακάτων που είχε παραγγείλει το Πολεμικό ναυτικό. Το επιχείρημα ήταν τότε ότι με μέρος από αυτά τα λεφτά (11,5 εκ. ευρώ) θα πληρώνονταν οι εργαζόμενοι. Η τροπολογία δεν έλυσε το πρόβλημα, το οποίο επανέρχεται ακόμα πιο οξυμένο σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά, και ενώ φουντώνουν τα σενάρια και τα επιχειρηματικά παιχνίδια γύρω από τα Ναυπηγεία.

Η πείρα που έχουν αποκομίσει οι εργαζόμενοι και στα Ναυπηγεία Ελευσίνας δε δικαιολογεί αυταπάτες και αναστολές. Η εργοδοσία και το κράτος της «τα βρίσκουν» και «τα χαλάνε» ανάλογα με το πού φυσάει κάθε φορά ο άνεμος των ανταγωνισμών και των επιχειρηματικών συμφερόντων. Χαμένοι, όμως, βγαίνουν πάντα οι εργαζόμενοι. Καμιά θέση εργασίας δε διασφαλίζεται, κανένας μισθός δεν είναι σίγουρος όσο τα ναυπηγεία είναι ιδιοκτησία των καπιταλιστών. Οσο η ναυπηγική βιομηχανία υπηρετεί το καπιταλιστικό κέρδος και όχι τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες και την άμυνα της χώρας.

Αυτό προϋποθέτει σύγκρουση και όχι συνεργασία με το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του, ρήξη και όχι ανοχή με την ΕΕ και τις κατευθύνσεις της, ανατροπή και όχι συμβιβασμό με τον «ρεαλισμό» του καπιταλιστικού μονόδρομου.


Α. Π.

Οι εξελίξεις στα ΑΕΙ μέσα από το παράδειγμα του Εκτακτου Εκπαιδευτικού προσωπικού

Αρχές Οκτώβρη ξεκινά το χειμερινό εξάμηνο των ΑΕΙ και ενώ οι εγγραφές των φοιτητών έχουν ολοκληρωθεί. Ενα σημαντικό ζήτημα παραμένει ακόμα στον «αέρα» και αυτό δεν είναι άλλο από το ζήτημα του ποιος θα διδάξει. Είναι ένα ερώτημα που χρόνο με το χρόνο γίνεται όλο και πιο δύσκολο να απαντηθεί, ενώ αποτελεί ένα βασικό μέσο πίεσης προς τα Ιδρύματα να στραφούν σε λύσεις όπως: «Αξιοποίηση» της περιουσίας τους, εύρεση χορηγών ή ακόμη και εισαγωγή διδάκτρων, με λίγα λόγια λειτουργία τους με κριτήρια ιδιωτικών εταιρειών.

Η πρώτη αντίδραση όλων των Διοικήσεων των Ιδρυμάτων ήταν να προσφύγουν στα αποθεματικά τους, τα οποία όμως είναι πεπερασμένα και άρα η λύση αδιέξοδη. Ετσι στράφηκαν προς την αλλαγή του τρόπου διδασκαλίας, εφαρμόζοντας όλα τα άρθρα των νόμων 4009/11 και παλαιότερων με συνδιδασκαλίες, μειώσεις ωρών εργαστηρίων/σεμιναρίων, με αλλαγές των προγραμμάτων σπουδών (κύρια με μείωση του αριθμού των μαθημάτων). Είναι χαρακτηριστικό ότι παράλληλα με τη συζήτηση που αναπτύσσεται γύρω και από τους Οργανισμούς των Ιδρυμάτων για τη μείωση του χρόνου σπουδών άρα και τυπική υποβάθμιση του πτυχίου (συζήτηση που πατάει και πάνω στην αξιολόγηση από την ΑΔΙΠ) πολλά Τμήματα είναι ήδη έτοιμα να εφαρμόσουν προγράμματα σπουδών, με τον απαραίτητο μειωμένο αριθμό διδακτικών μονάδων. Πολύ σημαντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός της απομάκρυνσης από τα προγράμματα σπουδών βασικών μαθημάτων (π.χ. της Βιολογίας από τη ΣΕΥΠ, της Φυσικής από τη ΣΤΕΦ του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης κ.τ.λ.) και της επικέντρωσής τους σε ειδικά μαθήματα, στρέφοντας τα προγράμματα περισσότερο προς την κατάρτιση.

Αξιοποίηση συμβασιούχων τις προηγούμενες δεκαετίες


Εχει, όμως, ενδιαφέρον να δούμε πώς εξελίχτηκαν οι σχέσεις με το εκπαιδευτικό προσωπικό και πώς σχεδιασμένα και με την εφαρμογή της λογικής του μικρότερου κακού οδηγηθήκαμε στη σημερινή αδιέξοδη κατάσταση.

Μέχρι σήμερα, στο εκπαιδευτικό προσωπικό κυριαρχούσαν δύο μορφές εκπαιδευτικού προσωπικού πέραν των μελών ΔΕΠ/ΕΠ:

Στα Πανεπιστήμια ήταν οι απασχολούμενοι με σύμβαση 407/80 (οι οποίοι υπέγραφαν σύμβαση με μηνιαίο μισθό σε σύνδεση με τη βαθμίδα που προκηρύσσονταν η θέση - Λέκτορα, Επίκουρου ή Αναπληρωτή Καθηγητή - με ανάλογο ωράριο). Στα περισσότερα Τμήματα, τα πρώτα χρόνια (δεκαετίες 1980 - 1990) κάλυπταν πραγματικά έκτακτες ανάγκες (συνταξιοδοτήσεις, ασθένειες, άδειες, νέα προγράμματα σπουδών), στη συνέχεια όμως και με τη λεγόμενη «διεύρυνση της Ανώτατης Εκπαίδευσης» (από το 2000) πήραν μαζικό χαρακτήρα, ώστε να στελεχωθούν τα νέα Τμήματα (τα οποία αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από συμβασιούχους). Στη συνέχεια, άρχισαν να επεκτείνονται και στα παλιά λεγόμενα Τμήματα. Την ίδια περίοδο οι Υποψήφιοι Διδάκτορες στα Πανεπιστήμια ασκούσαν επικουρικό έργο κυρίως σε εργαστήρια και σεμινάρια.

Στα ΤΕΙ από ιδρύσεώς τους, και λόγω του χαρακτήρα τους, με έντονα ανεπτυγμένο το εργαστηριακό μέρος και της ανάγκης συνεχούς προσθήκης ειδικών (εξειδικευμένων) μαθημάτων, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των μαθημάτων πραγματοποιούνταν από το Εκτακτο Εκπαιδευτικό Προσωπικό (που σε μερικές περιπτώσεις έφτανε και ξεπερνούσε το 80%). Μετά τη διεύρυνση, το ποσοστό σε κάποια Τμήματα φτάνει στο 100% ακόμη και σήμερα. Οι συμβάσεις των Εκτάκτων ήταν σε σύνδεση με τη βαθμίδα που προκηρύσσονταν και συγκεκριμένα οι Εργαστηριακοί Συνεργάτες με τη βαθμίδα του Καθηγητή Εφαρμογών και οι Επιστημονικοί Συνεργάτες με τη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή, ενώ όσοι είχαν ελλειπή προσόντα (επιστημονικά ή προϋπηρεσία) αμείβονταν ως ωρομίσθιοι.


Και στα Πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ, το κονδύλι για την πληρωμή του προσωπικού αυτού δινόταν με χωριστό κωδικό από τον προϋπολογισμό του υπουργείου Παιδείας, όπως συνέβαινε και με τη σίτιση και τη στέγαση των φοιτητών.

Τα τελευταία χρόνια, τόσο στα Πανεπιστήμια όσο και στα ΤΕΙ, η κατάσταση «ξέφυγε» πέρα από κάθε όριο, με την ανοχή τόσο των κυβερνήσεων, όσο και των συνδικαλιστικών ηγεσιών των μελών ΔΕΠ/ΕΠ που λειτουργούν στη λογική του μικρότερου κακού. Οι παραπάνω εξελίξεις έρχονται σε μια στιγμή, που και το φοιτητικό κίνημα είναι στη χειρότερή του κατάσταση.

Πανσπερμία εργασιακών σχέσεων

Στα Πανεπιστήμια, τα παραδείγματα τέτοιων συμβάσεων είναι πάρα πολλά και εντυπωσιακά, αφού μία σύμβαση 407/80 μπορεί να μοιραστεί σε 8 διδάσκοντες, ενώ έχουν υπογραφεί και συμβάσεις μισής ώρας, ακόμη και σε κεντρικά Πανεπιστήμια (ΑΠΘ, Καποδιστρικό κ.ά.). Η διαδικασία ήταν σταδιακή και πήγαινε παράλληλα με την έναρξη μαζικά μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών και μεταφοράς μαθημάτων από το προπτυχιακό πρόγραμμα, μείωση εργαστηριακών μαθημάτων κ.ά.

Στα ΤΕΙ πραγματοποιήθηκε μια ιδιαίτερα συστηματική πορεία εκφυλισμού που συνδέθηκε με τη σταθερή υποβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας: Τα προγράμματα (ακόμη και με βάση τον ισχύοντα νόμο) απαιτούσαν δύο εκπαιδευτικούς σε κάθε εργαστήριο με τον αριθμό των φοιτητών από 20 μέχρι 25, με τα δύο εξάμηνα να «τρέχουν» παράλληλα (λόγω της έλλειψης υποδομών και του μεγάλου αριθμού των εργαστηριακών μαθημάτων).

Αυτή η μορφή υπήρχε μέχρι το 2009. Μεσολάβησαν, ωστόσο, εξελίξεις που επιβάρυναν πολύ τη λειτουργία των ΤΕΙ, την ίδια τη διαδικασία του μαθήματος και την παρακολούθησή τους από τους σπουδαστές. Για παράδειγμα, εφαρμόστηκε αρχικά η μονή εισαγωγή των σπουδαστών, δηλαδή η εισαγωγή όλων των πρωτοετών στο α' εξάμηνο, ενώ μέχρι τότε υπήρχε κανονισμός που προέβλεπε την εισαγωγή του 50% των σπουδαστών στο α' εξάμηνο και των υπολοίπων στο β' εξάμηνο. Αυτή η τακτική έλυνε με έναν «τεχνικό» βέβαια τρόπο τις μεγάλες ελλείψεις που και τότε υπήρχαν σε διδακτικό προσωπικό και υποδομές. Αποτέλεσμα της αναίρεσης αυτού του μέτρου ήταν ο διπλασιασμός των σπουδαστών σε κάθε εξάμηνο. Στη συνέχεια, μειώθηκε από δύο σε έναν ο εκπαιδευτικός στα εργαστήρια ανά 25 φοιτητές, μετά προχώρησαν σε μείωση του αριθμού των ωρών στα εργαστήρια (από 3 ώρες σε 2 ή 1 ώρα), έπειτα αυξήθηκε ο αριθμός των σπουδαστών ανά εργαστήριο χωρίς όριο (σε κάποιες περιπτώσεις έφτασε στους 120 σπουδαστές), με συνέπεια να υπάρχει σοβαρό ζήτημα ακόμα και για την ασφάλεια και την υγεία των σπουδαστών και του λοιπού προσωπικού. Τις παραπάνω εξελίξεις τόσο η δικομματική κυβέρνηση σήμερα όσο και οι διοικήσεις των ΤΕΙ προσπαθούν να τις διαχειριστούν σχεδιάζοντας νέα προγράμματα σπουδών, τα οποία δομούνται με βάση τον αριθμό του μόνιμου προσωπικού (προβλέποντας, μάλιστα, καταργήσεις εργαστηρίων ή συγχώνευσή τους με τη θεωρία) και όχι τις εξελίξεις και τις απαιτήσεις του κάθε επιστημονικού αντικειμένου. Αυτό, βέβαια, συνεπάγεται, εκτός των άλλων, μια σημαντική υποβάθμιση του ίδιου του περιεχομένου σπουδών, όπου με μια «μπακαλίστικη» λογική τύπου «κόψε ράψε», επιχειρείται να καλυφθούν τρύπες στα προγράμματα. Φυσικά, μέσω αυτής της διαδικασίας, που δεν είναι μόνο «εξ ανάγκης», αξιοποιείται η ευκαιρία να προσαρμοστούν τα προγράμματα σπουδών των ΤΕΙ πιο οργανικά στις ορέξεις των μεγάλων επιχειρήσεων, να ανοίξει ο δρόμος για τα διετή και τριετή προγράμματα κατάρτισης.

Ολα αυτά, αλλά και αυτά που θα ακολουθήσουν γίνονται κάτω από την πίεση που έχουν τα Ιδρύματα να καλύψουν πια μόνα τους τις ανάγκες τους σε εκπαιδευτικό προσωπικό, από έναν συνεχώς μειούμενο προϋπολογισμό, με επιπλέον επιβαρύνσεις (έκτακτο προσωπικό, σίτιση και στέγαση των φοιτητών).

Σήμερα, υπάρχει μια πανσπερμία εκπαιδευτικού προσωπικού που καταδεικνύει το στόχο της μετατροπής των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ σε εκπαιδευτήρια για τη μεγάλη μάζα των φοιτητών και τη μεταφορά μιας ελίτ στα μεταπτυχιακά προγράμματα ή στα προγράμματα Αριστείας (βλέπε πίνακα).

Ανάγκη για μόνιμο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό

Σήμερα, υπάρχει μεγάλη ανάγκη να ανοίξει πραγματικά η συζήτηση για το τι Ανώτατη Εκπαίδευση θέλουμε. Πράγματα που μέχρι σήμερα θεωρούνταν δεδομένα (μη καταβολή διδάκτρων, μίνιμουμ προσόντων για τους διδάσκοντες, σταθερά προγράμματα σπουδών κ.ά.) είναι υπό αμφισβήτηση στη λογική της σύνδεσής των Ιδρυμάτων με την αγορά. Η πρόταση, λοιπόν, για Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση, αποκλειστικά Δημόσια και Δωρεάν δεν μπορεί να αποτελεί ένα σύνθημα, αλλά να είναι η ουσιαστική βάση συζήτησης.

Ενας τέτοιος στόχος θα δίνει ουσία και στις διεκδικήσεις για μόνιμο προσωπικό, διδακτικό και ερευνητικό, για προγράμματα σπουδών που θα ανταποκρίνονται στη συσσωρευμένη επιστημονική γνώση, για αύξηση της χρηματοδότησης σε τέτοια επίπεδα που να καλύπτουν τις λειτουργίες των ΑΕΙ.

Το ζήτημα των συμβασιούχων εκπαιδευτικών στα ΑΕΙ δεν αποτελεί ένα ζήτημα που αφορά μόνο στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, πρέπει να γίνει ζήτημα όλης της κοινότητας. Δεν αρκεί να βγει ένα ακόμη ακαδημαϊκό έτος. Πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα όλων η σωστή εκπαιδευτική διαδικασία. Η σιωπή και η κάλυψη των προβλημάτων «κάτω από το χαλί» μόνο αρνητικές επιπτώσεις μπορεί να έχει στην ίδια την ύπαρξη των Τμημάτων.


Νίκος ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ
Διδάκτορας Βιολογίας, έκτακτος εκπαιδευτικός στο ΤΕΙ Θεσσαλίας (αν θα υπάρξουν σε αυτό το εξάμηνο έκτακτοι εκπαιδευτικοί...)



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ