Κυριακή 19 Ιούλη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΠΑΙΔΕΙΑ
Η ουσία της συζήτησης για την αναμόρφωση του Λυκείου

Από κανένα βάρος δε θα απαλλαγούν οι μαθητές και οι οικογένειές τους με την πολυδιαφημισμένη αναμόρφωση του Λυκείου

Eurokinissi

Από κανένα βάρος δε θα απαλλαγούν οι μαθητές και οι οικογένειές τους με την πολυδιαφημισμένη αναμόρφωση του Λυκείου
Ο διάλογος στο Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΠΔΕ, με τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ και πολλών άλλων - εκτός ΚΚΕ - έχει κεντρικό στόχο: Πώς οι αλλαγές στο Λύκειο και στο εξεταστικό θα αντιστοιχηθούν στις προσαρμογές της εκπαίδευσης στην οικονομία, στο φόντο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, του επικαιροποιημένου στρατηγικού πλαισίου της ΕΕ για την εκπαίδευση μέχρι το 2020 και των αποφάσεων του ΕΚΟΦΙΝ για την αντιμετώπιση της καπιταλιστικής κρίσης. Το έδαφος γι' αυτήν την προσαρμογή έχει προετοιμαστεί εδώ και καιρό. Δημοσιεύονται έρευνες ιμπεριαλιστικών οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ, για τις επιδόσεις του εκπαιδευτικού συστήματος, με κριτήριο το πώς αυτό απαντά στις ανάγκες για δεξιότητες. Ανακοινώνονται αποφάσεις της ΕΕ για το σχολείο του 21ουαιώνα που αναφέρουν ότι «η σχολική εκπαίδευση πρέπει να αποτελέσει κύρια προτεραιότητα στον προσεχή κύκλο της διαδικασίας της Λισαβόνας». Σε αυτήν ακριβώς τη στρατηγική συμφωνία βασίζεται και η συναίνεση και το κλίμα διαλόγου στο ΣΠΔΕ, για τα οποία κάνει λόγο ο υπουργός Παιδείας. Γι' αυτό το λόγο, άλλωστε, ο ίδιος ο υπουργός εξήρε τη «δημιουργική στάση» της εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ Α. Διαμαντοπούλου, η οποία περιορίζεται στην κριτική ότι δεν κατατίθενται συγκεκριμένες προτάσεις!

Η συναίνεση στη στρατηγική κατεύθυνση φαίνεται και από την αντιμετώπιση των αλλαγών στο Λύκειο από το σύνολο του αστικού Τύπου ως... αναγκαίων, με την αναπαραγωγή της ίδιας ακριβώς επιχειρηματολογίας (φροντιστήρια, χρήματα του ελληνικού λαού, απαξίωση Λυκείου, ανάγκη αξιολόγησης, κ.τ.λ.). Ηρθε η ώρα, λοιπόν, για το αστικό κράτος, για να προχωρήσει στις απαραίτητες αναπροσαρμογές στο χαρακτήρα του Λυκείου! Πεδίο δόξης λαμπρό όμως και για τους κομμουνιστές, για να θέσουν επί τάπητος το κεντρικό ζήτημα του περιεχομένου του σχολείου, για να δώσουν τη μάχη των ιδεών και του αγώνα για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης, της Λαϊκής Εξουσίας και Οικονομίας που είναι η απάντηση του σήμερα για την ικανοποίηση των σύγχρονων μορφωτικών λαϊκών αναγκών.

Αναμόρφωση του Λυκείου για ...υποταγή στη διά βίου ημιμάθεια

Το πιο βασικό στοιχείο της αναμόρφωσης του Λυκείου είναι η προπαγάνδα περί «λιγότερου σχολείου», περί «απαλλαγής από το άγχος» και περί «ξεπεράσματος του απωθητικού χαρακτήρα του Λυκείου». Πρόκειται για διαπιστώσεις που πατούν στην πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί ως αποτέλεσμα της αστικής εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ελλάδα και που σήμερα κρίνεται αναχρονιστική για τις ανάγκες του κεφαλαίου. Στο βαθμό όμως, που η απάντηση που δίνεται είναι από τη σκοπιά της προώθησης της αστικής στρατηγικής, όχι μόνο δε μπορεί να δοθεί λύση αλλά αντίθετα οξύνει τα αδιέξοδα, αναπαράγει την αντιδραστική ουσία του αστικού σχολείου.

Σε αυτά ακριβώς τα πλαίσια υπάρχει συναίνεση στα εξής:

Για το πώς πρέπει να είναι δομημένα τα αναλυτικά προγράμματα. Συμφωνούν όλοι στο ότι τα νέα αναλυτικά προγράμματα πρέπει να έχουν ενσωματώσει τις απαραίτητες οκτώ δεξιότητες για τη διά βίου μάθηση που δεν είναι τίποτε άλλο από στοιχειώδεις χρηστικές πληροφορίες (ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, κτλ), να αποκτήσουν πιο έντονη ιδεολογική παρέμβαση στη γραμμή της ενίσχυσης της ταυτότητας του «Ευρωπαίου πολίτη», κ.τ.λ. Το ζητούμενο είναι η απόκτηση των αναγκαίων ελάχιστων γνώσεων για την αναπαραγωγή του φθηνού και ευέλικτου εργατικού δυναμικού, του ανθρώπου που δε θα έχει αποκτήσει μια αντικειμενική πυξίδα προσανατολισμού στην πραγματικότητα, που θα χαρακτηρίζεται από το σχετικισμό και τον υποκειμενισμό. Αλλωστε, τα νέα βιβλία που προωθήθηκαν στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο αυτό αποδεικνύουν!

Για τη μείωση της διδακτέας ύλης. Συμφωνούν όλοι στο ότι η μείωση της διδακτέας ύλης υποτίθεται ότι έρχεται να λύσει το φορτωμένο πρόγραμμα του μαθητή και να ξεκαθαρίσει το αναλυτικό πρόγραμμα από «άχρηστες και αναχρονιστικές γνώσεις». Η μείωση της διδακτέας ύλης εντάσσεται στη λογική της παροχής χρηστικών πληροφοριών και στην αφαίρεση κάθε διαχρονικού επιστημονικού στοιχείου για την αλήθεια και την πραγματικότητα. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το βεβαρημένο μαθητικό πρόγραμμα, γιατί όσο υπάρχουν επικαθήμενες εκπαιδευτικές βαθμίδες (Δημοτικό - Γυμνάσιο - Λύκειο) το ίδιο μάθημα θα γίνεται ξανά και ξανά, έως και τρεις φορές!

Για τις νέες μεθόδους διδασκαλίας και την ανάγκη κατάρτισης και αξιολόγησης του εκπαιδευτικού.

Συμφωνούν όλοι στο ότι το σχολείο πρέπει να διέπεται από τη δεξιότητα «μαθαίνω πώς να μαθαίνω» και την «ομαδοσυνεργατική» διδασκαλία. Επιδιώκεται να ενισχυθεί: α) η ανορθολογική και σχετικιστική αντίληψη για την πραγματικότητα και την αλήθεια και β) να θεωρηθεί ο μαθητής και ο νέος υπεύθυνος για την εκπαιδευτική του πορεία, υιοθετώντας τη λογική των ευκαιριών μάθησης αντί για τη διεκδίκηση δικαιωμάτων.

Οπως είναι φανερό, οι αναδιαρθρώσεις στο σχολείο συμπαρασύρουν στη μετατροπή του ρόλου του εκπαιδευτικού σε μεσάζοντα ανάμεσα στο μαθητή και την πληροφορία. Και γι' αυτό το λόγο, αναδεικνύεται απ' όλους τους φορείς, με διάφορα προσχήματα, η «ανάγκη» για επιμόρφωση του εκπαιδευτικού και η αξιολόγησή του, ώστε να παίζει καλύτερα και υπό πιο ασφυκτικά πλαίσια το ρόλο του. Η επιμόρφωση και η αξιολόγηση είναι το καρότο και το μαστίγιο για να γίνει ο εκπαιδευτικός πιο αποδοτικό γρανάζι στο σχολείο της αγοράς και της διά βίου ημιμάθειας.

Απαντάμε επιθετικά!

Ολοι μιλάνε για τα προβλήματα του σχολείου. Είναι όμως άλλο πράγμα με τον όρο προβλήματα να εννοεί κάποιος τις δυσκολίες προσαρμογής του σχολείου στις ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας και είναι εντελώς άλλο να κάνει λόγο για τα προβλήματα που προκύπτουν για τη λαϊκή οικογένεια και την προοπτική ικανοποίησης των σύγχρονων μορφωτικών αναγκών.

Δεν μπορεί να υπάρξει αναμόρφωση του σχολείου αν δεν προηγηθεί ανατροπή των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής, της πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης! Σε αυτά τα πλαίσια απαντάμε επιθετικά για το σχολείο που έχει ανάγκη ο λαός και η νεολαία. Αποκαλύπτουμε την υποκρισία των αστικών δυνάμεων.

Στο ψευτοδίλημμα «αναχρονιστικές γνώσεις ή δεξιότητες» απαντάμε με την αντίληψή μας για τη γνώση ως αληθινής αντανάκλασης της πραγματικότητας στην ανθρώπινη συνείδηση. Στο ψευτοδίλημμα «περιορισμός της διδακτέας ύλης ή φόρτωμα του μαθητή» απαντάμε με τη θέση ότι τα βιβλία και τα αναλυτικά προγράμματα πρέπει να ξαναγραφτούν με παιδαγωγική ευθύνη και να επικεντρωθούν στα πιο ουσιαστικά και ανθεκτικά στο χρόνο στοιχεία της γνώσης, στις αρχές και τους νόμους που διέπουν την εξέλιξη της φύσης και της κοινωνίας. Κάτι που η αστική τάξη δεν μπορεί και δε θέλει να κάνει! Στο ψευτοδίλημμα «ισοπέδωση ή διαφοροποιημένο πρόγραμμα» αντιτάσσουμε την άποψη ότι δεν υπάρχουν μαθητές με εγγενείς διανοητικές αδυναμίες και ελλειπτική προσωπικότητα, που δεν παίρνουν τα γράμματα, για ...να αρκούνται μόνο στα στοιχειώδη. Με όχημα την προπαγάνδα περί ευέλικτου σχολείου, κρύβουν τον αντιδραστικό στόχο τους για διαφοροποίηση του σχολείου, φθάνοντας έτσι ο καθηγητής Γ. Πανάρετος (εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ στο ΣΠΔΕ) να αναρωτιέται προκλητικά: «Γιατί κάποιος να έχει το δικαίωμα να επιλέξει την οδοντόπαστα που θα αγοράσει αλλά όχι τις σπουδές και το δάσκαλο του παιδιού του;»!

Οσο δε για την περιβόητη αποβολή του άγχους για την οποία κόπτεται ο Γ. Μπαμπινιώτης, όσον αφορά τη λαϊκή οικογένεια δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά αποδοχή ότι τα παιδιά της έχουν «μειωμένες ικανότητες και απαιτήσεις» για τη ζωή, ότι από πιο νωρίς θα εντάσσονται στη χοάνη της ψευτοκατάρτισης. Ακόμα παραπέρα, πώς μπορεί το σχολείο να σταματήσει να είναι απωθητικό όταν ο ανταγωνισμός για μια θέση στον ήλιο εντείνεται, όταν η ανεργία και η ανασφάλεια καλπάζουν;

Ξεπερασμένος είναι για το ΚΚΕ κάθε τύπος του αστικού σχολείου! Σύγχρονος και προοδευτικός είναι για το ΚΚΕ αυτός ο τύπος σχολείου που ανοίγει το δρόμο για τη διαμόρφωση του νέου ανθρώπου, ολόπλευρα αναπτυγμένου σε κάθε πτυχή του ψυχισμού του, γιατί όταν ο άνθρωπος είναι μόνο μαθητής παύει να είναι άνθρωπος!

Είναι το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Βασικό Υποχρεωτικό Σχολείο που εξασφαλίζει βασική - γενική εκπαίδευση έως τα 18 χρόνια που ο άνθρωπος ενηλικιώνεται ψυχικά, πνευματικά, κοινωνικά και βιολογικά, με σκοπό την ολόπλευρη διαμόρφωση της προσωπικότητας κάθε νέου πριν από την επαγγελματική επιλογή. Αυτό το σχολείο δεν στέκει στον αέρα, γιατί δεν υπάρχει αυτόνομο σχολείο και αυτόνομη Παιδεία. Η Παιδεία είναι μέρος του συνολικού κοινωνικού προβλήματος, δεν ξεκόβεται από τις ταξικές σχέσεις που καθορίζουν τελικά και το χαρακτήρα του σχολείου. Γι' αυτό, κάθε μεμονωμένη πρόταση για το σχολείο που δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα της εκπαίδευσης ως πρόβλημα ταξικό και πολιτικό, όχι μόνο δεν κατορθώνει να αποσπάσει κατακτήσεις, αλλά ενσωματώνει και εγκλωβίζει το κίνημα στη στρατηγική του κεφαλαίου.

Η πρόταση για Ενιαίο Δωδεκάχρονο Υποχρεωτικό Σχολείο εκφράζει τη λαϊκή προσδοκία για ισότιμη παροχή του δικαιώματος στη μόρφωση, ενώ ταυτόχρονα αντανακλά τις απαιτήσεις της σύγχρονης παραγωγής για υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο από αυτό των προηγούμενων γενιών. Φωτίζει το δρόμο για τη θέση της εκπαίδευσης στη Λαϊκή Εξουσία και τη Λαϊκή Οικονομία που σχεδιασμένα θα ικανοποιεί τις διευρυνόμενες κοινωνικές ανάγκες.


Κυριάκος ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
Μέλος του Τμήματος Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΤΕΙ
Υποβάθμιση με ταμπέλα «ανωτατοποίησης»

Τον κεντρικό στόχο της Διαδικασίας της Μπολόνια, για Ανώτατη Εκπαίδευση πλήρως ενταγμένη στις ανάγκες της αγοράς, εξυπηρετεί το νομοσχέδιο που κατατέθηκε την περασμένη βδομάδα στη Βουλή

Φρούδες ελπίδες περί αναβάθμισης των ιδρυμάτων επιχειρεί η κυβέρνηση να δημιουργήσει στους σπουδαστές των ΤΕΙ, την ίδια στιγμή που θα υποβαθμιστούν πτυχία και δικαιώματα των αποφοίτων από τη βαθύτερη πρόσδεση των ιδρυμάτων στο κεφάλαιο
Φρούδες ελπίδες περί αναβάθμισης των ιδρυμάτων επιχειρεί η κυβέρνηση να δημιουργήσει στους σπουδαστές των ΤΕΙ, την ίδια στιγμή που θα υποβαθμιστούν πτυχία και δικαιώματα των αποφοίτων από τη βαθύτερη πρόσδεση των ιδρυμάτων στο κεφάλαιο
Πολύ μελάνι έχει χυθεί για το πολυδιαφημισμένο νομοσχέδιο για τα ΤΕΙ («Ρύθμιση θεμάτων του πανεπιστημιακού και τεχνολογικού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις») που κατατέθηκε την περασμένη Πέμπτη στη Βουλή και υποτίθεται ότι εξισώνει τα ΤΕΙ με τα Πανεπιστήμια. Το νομοσχέδιο μπορεί να λύνει ορισμένα συντεχνιακά ζητήματα που διεκδικούν οι πρόεδροι και η ηγεσία της Ομοσπονδίας των Εκπαιδευτικών των ΤΕΙ, την ίδια στιγμή όμως αποτελεί βήμα στην προώθηση των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων, με στόχο τη δημιουργία μιας κοινής αγοράς Ανώτατης Εκπαίδευσης με διαβαθμισμένα - κατηγοριοποιημένα ιδρύματα και τμήματα που θα λειτουργούν με επιχειρηματικά κριτήρια και με σημαία την ανταγωνιστικότητα.

Τα ΤΕΙ όχι μόνο δεν αναβαθμίζονται, αλλά αντίθετα υποβαθμίζονται καθώς η θέση τους σε αυτή την «αγορά» είναι υποδεέστερη, όπως υποδεέστερη είναι και η θέση πολλών πανεπιστημίων ή πανεπιστημιακών τμημάτων έναντι ορισμένων - λίγων πανεπιστημίων ελίτ.

Προσαρμογή στις ανάγκες της αγοράς

Κεντρικό στοιχείο του νομοσχεδίου είναι ότι έρχεται να δώσει νέα ώθηση στην εφαρμογή της Διαδικασίας της Μπολόνια, δηλαδή στην ιδιωτικοοικονομική λειτουργία των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ και στην αποδοτικότερη για το κεφάλαιο σύμφυσή τους με τις επιχειρήσεις. Γι' αυτό άλλωστε και είναι διάχυτη στο νομοσχέδιο η αντίληψη της δεδομένης εφαρμογής του νόμου - πλαισίου και ιδιαίτερα των τετραετών αναπτυξιακών προγραμμάτων (business plan), της «αξιολόγησης» - κατηγοριοποίησης των ιδρυμάτων, των πιστωτικών μονάδων κλπ. Ετσι, εντείνεται η κατηγοριοποίηση των σχολών, η δημιουργία ιδρυμάτων και σχολών πολλών ταχυτήτων και η αντίστοιχη διαβάθμιση των πτυχίων. Με άλλα λόγια, όχι μόνο δεν προωθείται η «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ, αλλά αντίθετα προωθείται η υποβάθμιση όλων των σπουδών και των πτυχίων, με την κατηγοριοποίηση πτυχίων και πτυχιούχων, ώστε να είναι πλήρως προσαρμοσμένη η Ανώτατη Εκπαίδευση στο εργασιακό μοντέλο των πολλών και διαφοροποιημένων σχέσεων εργασίας, των ευέλικτων μορφών εργασίας, της εναλλαγής από τη δουλειά στην ανεργία και της διαρκούς επανακατάρτισης σε ληξιπρόθεσμες δεξιότητες.

Αλλωστε, μέσα από το νομοσχέδιο δεν προωθείται κανενός είδους αναβάθμιση του διδακτικού προσωπικού - σημειωτέων ότι σήμερα περίπου το 80% των εκπαιδευτικών στα ΤΕΙ είναι έκτακτοι - των υποδομών, του εξοπλισμού, του επιπέδου των προπτυχιακών προγραμμάτων, των κριτηρίων ώστε να ανταποκρίνονται τα προπτυχιακά προγράμματα σε πραγματικό επιστημονικό αντικείμενο. Αντίθετα, χωρίς να υπάρχει κανενός είδους ενίσχυση των υποδομών και της επιστημονικής δραστηριότητας των ΤΕΙ, το νομοσχέδιο αναφέρεται στα εργαστήρια των ΤΕΙ, ουσιαστικά για να κατοχυρώσει νομοθετικά την επιχειρηματική τους λειτουργία. Ετσι, τα εργαστήρια των ΤΕΙ θα αντλούν τους πόρους τους από τις παραγγελίες ερευνητικών προγραμμάτων, την εμπορία των προϊόντων της έρευνας, καθώς και κληρονομιές, δωρεές κλπ. Με άλλα λόγια, τα ΤΕΙ ωθούνται στην αναζήτηση ιδιωτικών πόρων, στην πιο βαθιά εμπορευματική - επιχειρηματική τους λειτουργία, ενώ αξιοποιούνται για τη διευκόλυνση της ουσιαστικότερης σύνδεσης της επιστημονικής έρευνας με το κεφάλαιο. Στο ίδιο πλαίσιο, ρυθμίζεται η χρηματοδότηση των Ερευνητικών Πανεπιστημιακών Ινστιτούτων (τα οποία αποτελούν ΝΠΙΔ, είναι δηλαδή «μαγαζιά» μέσα στα Πανεπιστήμια που λειτουργούν μακριά από τον έλεγχο της πανεπιστημιακής κοινότητας) και ορίζεται ότι μπορούν να χρηματοδοτούνται «από οποιονδήποτε φορέα του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα».

Στο πλαίσιο ακριβώς της ιδιωτικοποίησης των ιδρυμάτων και της ουσιαστικής εφαρμογής της Διαδικασίας της Μπολόνια, στο νομοσχέδιο περιλαμβάνεται ρύθμιση που δίνει τη δυνατότητα στους πρυτάνεις ή τους προέδρους ΤΕΙ αν «διαπιστώσουν» αδυναμία λήψης απόφασης στη Σύγκλητο ή τη Συνέλευση του ΤΕΙ για το ίδιο θέμα επί δυο συνεχόμενες φορές, να μπορούν να προωθούν το σχετικό θέμα για απόφαση από το Πρυτανικό Συμβούλιο ή το Συμβούλιο του ΤΕΙ. Με αυτόν τον τρόπο θωρακίζεται η επιχειρηματική λειτουργία των ιδρυμάτων, καθώς σε καμία επιχείρηση δεν υπάρχουν δημοκρατικές και συλλογικές διαδικασίες...

Ρυθμίσεις ουσιαστικής υποβάθμισης

Ως μέτρο δήθεν εξομοίωσης των ΤΕΙ με τα Πανεπιστήμια προβάλλεται η διάρκεια του εξαμήνου των ΤΕΙ, που πλέον γίνεται 13 εβδομάδες όπως ισχύει και για τα Πανεπιστήμια. Ωστόσο, στην πραγματικότητα πρόκειται για τρόπο επιβολής των πιστωτικών μονάδων, καθώς ορίζεται ρητά στο νομοσχέδιο ότι αυτές οι 13 εβδομάδες αντιστοιχούν σε συγκεκριμένο αριθμό πιστωτικών μονάδων. Η παγίωση του συστήματος των πιστωτικών μονάδων όχι μόνο δε διασφαλίζει εξίσωση Πανεπιστημίων και ΤΕΙ, αλλά εξυπηρετεί τη διάσπαση των σπουδών σε κύκλους (μπάτσελορ - μάστερ) και τη «μέτρηση» των πτυχίων με βάση ένα άθροισμα πιστωτικών μονάδων από μαθήματα και προγράμματα ασύνδετα μεταξύ τους, που δεν εντάσσονται σε ένα ενιαίο πρόγραμμα σπουδών σε επιστημονικό αντικείμενο, αλλά αποτελούν αποσπασματικές καταρτίσεις σε μια σειρά δεξιότητες.

Το νομοσχέδιο για τα ΤΕΙ μόνο κατ' όνομα μπορεί να φέρει την όποια αναβάθμιση των ιδρυμάτων, γιατί εντάσσεται στην κεντρική κατεύθυνση της πολιτικής των μονοπωλίων και της ΕΕ, για διαμόρφωση μιας κοινής αγοράς ανώτατων ιδρυμάτων, που θα «αξιολογούνται» και θα ταξινομούνται με όρους ανταγωνιστικότητας. Στόχος της πολιτικής της ΕΕ είναι το κάθε ίδρυμα - ακόμα και Τμήματα στο πλαίσιο ενός ιδρύματος - να έχουν καθορισμένη θέση στην αγορά. Eτσι θα διαμορφώνονται Τμήματα ελίτ και Τμήματα «δεύτερης κατηγορίας» για την πλειοψηφία των νέων, οι οποίοι απλά θα «μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν» και θα εναλλάσσονται διαρκώς από την απασχόληση στην ανεργία με πρόσχημα πάντα την ανεπαρκή «κατάρτιση». Σε αυτή τη «σούπα» μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τα πτυχία δε θα έχουν κανένα αντίκρισμα στην παραγωγή (αφού προοπτικά θα απονέμονται ως άθροισμα πιστωτικών μονάδων και δε θα αποτελούν απόδειξη σπουδών σε συνεκτικό επιστημονικό αντικείμενο). Ετσι, το πτυχίο δεν αποτελεί απόδειξη ικανότητας άσκησης επαγγέλματος και η «πιστοποίηση» των γνώσεων του αποφοίτου μετριέται σε επίπεδο «επαγγελματικών προσόντων» από επαγγελματικούς φορείς και σε τελική ανάλυση από τους ίδιους τους εργοδότες...

Ακόμα, στο νομοσχέδιο προβλέπεται ότι μετά από απόφαση της Συνέλευσης του ΤΕΙ και με απλή Υπουργική Απόφαση «μπορεί να αλλάζουν γνωστικό αντικείμενο, να μετονομάζονται ή να συγχωνεύονται Παραρτήματα, Σχολές ή Τμήματα του ΤΕΙ». Ενώ «με την ίδια διαδικασία μπορεί Τμήματα των ΤΕΙ, στα οποία ο αριθμός των κατ' έτος εγγεγραμμένων σπουδαστών είναι μικρότερος του 10% του αριθμού των εισακτέων στο Τμήμα για πέντε συνεχόμενα ακαδημαϊκά έτη, να αλλάζουν γνωστικό αντικείμενο, να μετονομάζονται ή να συγχωνεύονται υποχρεωτικά με άλλο Τμήμα συναφούς γνωστικού αντικειμένου που λειτουργεί στο ίδιο ΤΕΙ». Είναι υπαρκτό και σοβαρό το πρόβλημα Τμημάτων ΤΕΙ, ιδίως στην επαρχία, που υπολειτουργούν ή ακόμα και τμημάτων - σφραγίδα χωρίς σπουδαστές, εκπαιδευτικό προσωπικό και υποδομές. Ομως το πρόβλημα δε δημιουργήθηκε από παρθενογένεση. Είναι αποτέλεσμα της πολιτικής των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ που ίδρυαν «Πανεπιστήμιο σε κάθε πόλη και ΤΕΙ σε κάθε χωριό» για να εξυπηρετήσουν κυρίως πελατειακές σχέσεις. Με αυτή τη ρύθμιση, τα ΤΕΙ αποκτούν με τη «βούλα» πρόσκαιρο και εφήμερο αντικείμενο, που θα αλλάζει ανάλογα με τις παραγγελίες της αγοράς, προκειμένου να προσελκύει σπουδαστές - πελάτες και να τους καταρτίζει με συγκεκριμένες δεξιότητες που έχει ανάγκη κάθε φορά το κεφάλαιο.

Μόνη απάντηση η πραγματικά ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση

Η λύση για τα ΤΕΙ δε βρίσκεται στις ψευδεπίγραφες «ανωτατοποιήσεις», που προωθούν τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να «βάλουν στο χέρι» τους σπουδαστές, να αποσπάσουν την υποστήριξή τους στην προώθηση των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων και να ολοκληρώσουν την πορεία ιδιωτικοποίησης Πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Αντίθετα, μόνη λύση για τους σπουδαστές και τους εκπαιδευτικούς των ΤΕΙ είναι η διεκδίκηση μιας Ενιαίας Ανώτατης Εκπαίδευσης αποκλειστικά δημόσιας και δωρεάν, χωρίς διαχωρισμούς και κατηγοριοποιήσεις ιδρυμάτων και τμημάτων, στην υπηρεσία των σύγχρονων λαϊκών αναγκών που να εξασφαλίζει υψηλού επιπέδου επιστημονική ειδίκευση για όλους τους φοιτητές.

Μόνο η ανασύνταξη του φοιτητικού και λαϊκού κινήματος, με στόχους πάλης ενάντια στην πολιτική των μονοπωλίων και της ΕΕ, μπορεί να φέρει στο προσκήνιο το αίτημα για κατάργηση του αναχρονιστικού ταξικού διαχωρισμού επιστημονικής και τεχνολογικής εκπαίδευσης, για αποσαφήνιση των επιστημονικών αντικειμένων και αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών ώστε να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της επιστημονικής και κοινωνικής προόδου. Παράλληλα, με τη διεκδίκηση «μεταλυκειακών» επαγγελματικών σχολών υψηλού επιπέδου, δημόσιων και δωρεάν, για όσα επαγγέλματα δε χρειάζονται επιστημονική ειδίκευση.


Ελένη ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ