ΠΑΜΠΛΟ ΤΖΙΟΡΤΖΕΛΙ
Οι ακακίες
Πέμπτη 22 Μάρτη 2012

Πολύτιμη «μικρή» ταινία δρόμου που ξεδιπλώνει με ευαισθησία ένα ταξίδι με χαρακτήρα διττό. Αφενός διανύει απόσταση 1.500 χλμ., ανάμεσα σε δυο γεωγραφικά σημεία και αφετέρου ανιχνεύει μέσα σε ένα εσωτερικό τοπίο, σε ένα πεδίο συναισθηματικό. Η ταινία αρθρώνεται μέσα από τη σχολαστική εμμονή στην καταγραφή των ανεπαίσθητων αντιδράσεων των δύο χαρακτήρων, χωρίς τίποτα να αναβλύζει στην επιφάνεια ώστε να διαταράξει την ήρεμη ροή των πραγμάτων. Οσο περισσότερο επενδύσει κανείς στην ιστορία και τον, εκτός κάδρου μύθο, της ταινίας, τόσο περισσότερο την απολαμβάνει.

Στην ταινία που ακολουθεί πιστά ένα είδος ιδιαίτερα κωδικοποιημένο εκείνο του road movie βρίσκονται καταγεγραμμένα ανεξίτηλα τα σημάδια της φτώχειας που αφήνει παρακαταθήκη στους λαούς, στο πέρασμά του το ΔΝΤ. Ο σκηνοθέτης Πάμπλο Τζιορτζέλι αναφέρει ότι πριν χρόνια κατασκευαζόταν ένας νέος εθνικός δρόμος που έπρεπε να περάσει μέσα από ένα δάσος με ακακίες. Τον σόκαρε το θέαμα των κομμένων κορμών, παρότι οι ακακίες είναι πολύ συνηθισμένες. Και ο ήρωάς του ο Ρουμπέν μοιάζει με ακακία. Μοναχικός, μελαγχολικός και επιβλητικός. Κάπου, σε ένα σημείο πάνω στον αυτοκινητόδρομο που ενώνει την Παραγουάη με την Αργεντινή ο Ρουμπέν παρκάρει το φορτηγό που φορτωμένο κορμούς δέντρων κατευθύνεται από την Ασουνσιόν στο Μπουένος Αϊρες. Σταμάτησε να παραλάβει μια γυναίκα που έχει τον ίδιο προορισμό, προσφέροντας έτσι εξυπηρέτηση στο αφεντικό του. Η πρώτη, αρνητική έκπληξη έρχεται όταν βλέπει ότι πρόκειται για ιθαγενή Γκουαρανί και η δεύτερη ότι κουβαλά ένα μωρό. Ο Αργεντινός σκηνοθέτης ενδιαφερόταν να μιλήσει για ένα ρεύμα μετανάστευσης, καθημερινότητα στο Μπουένος Αϊρες. Και η Χασίντα φεύγει από την Παραγουάη να βρει καλύτερη τύχη στην Αργεντινή και να δώσει καλύτερο μέλλον στο μωρό της. Καθώς όμως έχει ρίζες Γκουαρανί αντιμετωπίζει και υπόγειο ρατσισμό. Ο Πάμπλο Τζιορτζέλι θεωρεί τα στοιχεία αυτά καθοριστικά στη δημιουργία της ιστορίας, στη συνάντηση δύο τόσο διαφορετικών ανθρώπων.


Μέσα από την οπτική των δύο αυτών χαρακτήρων ξεκινά το τραχύ ταξίδι μέσα σε μια ενοχλητική σιωπή και δυσφορία, «κεκλεισμένων των θυρών», μέσα στο χώρο της καμπίνας του φορτηγού. Η καμπίνα αυτή είναι κατασκευή, σκηνικό φτιαγμένο κατ' εικόνα και ομοίωση μιας πραγματικής καμπίνας φορτηγού. Εξω από την καμπίνα κατασκευάστηκε μια πλατφόρμα, ώστε να είναι εφικτή η κινηματογράφηση του εσωτερικού της καμπίνας και της σχέσης των τριών προσώπων. Η κάμερα του Τζιορτζέλι δεν έχει καμιά σχέση με το πνεύμα του big brother στην καταγραφή των γεγονότων. Το «μάτι» της είναι σχεδόν ανθρώπινο, χωρίς να αφήνει τίποτα στην τύχη. Κάτι που επιβεβαιώνεται περίτρανα από τον τρόπο που «εγγράφει» το εκφραστικότατο μωρό.

Κάπου, ο εσωστρεφής και μονόχνοτα αυτάρκης Ρουμπέν θέλει να απελευθερωθεί από το καταναγκασμό που του έχει επιβληθεί. Σκέφτεται να παρατήσει την Χασίντα και το μωρό μετά το συνοριακό έλεγχο... Του είναι όμως αδύνατο να το κάνει. Η ίδια σκέψη επιστρέφει όταν διαπιστώνει ότι με το μωρό στο φορτηγό δεν μπορεί ούτε πια να καπνίσει, ούτε και να αποφασίζει ο ίδιος για το πότε και πού θα κάνει στάση. Ρωτά σε ένα καφενείο πάνω στον αυτοκινητόδρομο για εισιτήρια και δρομολόγια προς το Μπουένος Αϊρες. Προτίθεται να πληρώσει τα έξοδα, να τις ξεφορτωθεί. Στάθηκε όμως άτυχος. Το τελευταίο λεωφορείο είχε ήδη φύγει.

Ξανά στο δρόμο, λοιπόν, οι τρεις τους με το μωρό στη μέση, σε αυτήν την ισχνή ιστορία με βαθιές κοινωνικές ρίζες, με ίντριγκα υπερβολικά διακριτική και ελλοχεύουσα και με δράση που αρχίζει και τελειώνει στο εσωτερικό της καμπίνας. Ανασυνθέτοντας τις σκάρσες και αποσπασματικές πληροφορίες για το παρελθόν τους αποδεικνύονται αρκετές ώστε να συμπληρωθούν τα κενά με ουσιαστική σημασία. Η Χασίντα μπορεί μεν να αισθάνεται την απροθυμία του Ρουμπέν, δεν μπορεί όμως να κάνει πίσω. Είναι αποφασισμένη. Οπλισμένη με ακεραιότητα και δύναμη πρέπει φθάσει στην Αργεντινή να δουλέψει για να εξασφαλίσει στη μικρή - χωρίς πατέρα - Αναχί, καλύτερη ζωή.

Αντί για τεχνητούς διαλόγους, ο σκηνοθέτης ξαναβουτά τους ήρωες σε αμήχανη σιωπή. Τη φορά αυτή όμως, επειδή το ταξίδι υπ' αυτές τις συνθήκες φαίνεται να είναι μονόδρομος, ο τρόπος που ο Τζιορτζέλι γραπώνει τη σιωπή στη συνάντηση ανάμεσα στις δυο συναισθηματικές μοναξιές των συνταξιδιωτών διακρίνεται από μια φρεσκάδα και μια διακριτικότητα που, σχεδόν βουβά, κάνει να αρχίζει να λειώνει ο πάγος μεταξύ τους και να έρπει ένα υποδόριο πλησίασμα. Οι λήψεις συνεχίζουν στατικές, αργές κι επίμονες. Στοιχίζονται με την αμήχανη κατάσταση και οργανώνουν αφηγηματικά ένα ατέλειωτα λεπτεπίλεπτο παιχνίδι με βλέμματα, συσπάσεις προσώπου και ασήμαντα λόγια, με δισταγμούς και όχι επιβεβαιώσεις ανάμεσα σε δύο ηθοποιούς που επιδεικνύουν, άνευ προηγουμένου, φινέτσα και ευαισθησία στην ερμηνεία. Και το μοντάζ της ταινίας μιλά την ίδια γλώσσα, αποκαλύπτοντας το βλέμμα του σκηνοθέτη για τους χαρακτήρες. Μέσα στην καμπίνα είναι οι δυο τους μόνοι, με την αναγκαιότητα να κρατούν το βλέμμα ξύπνιο και στην ευθεία του δρόμου να συνορίζεται την επιθυμία τους να κρυφοκοιτάζουν ο ένας τον άλλον. Και οι παύσεις να ανεβάζουν την ένταση. Και όλο τους το παρελθόν, οι τρίτοι που παρεμβάλλονται ανάμεσά τους, να επιστρέφει σε εκτός καμπίνας χώρους.

Ο δρόμος δουλεύει για την σμίκρυνση των αποστάσεων. Οσο πιο μακρύς ο δρόμος, τόσο πιο πολύ πλησιάζουν οι συνταξιδιώτες. Τα αρχικά 1.500 χιλιόμετρα μειώνονται πια επικίνδυνα...

Πιο χαλαρός τόνος στη φωνή, προσοχή και φροντίδα του ενός για τον άλλον μια συγκεκριμένη στιγμή. Φειδωλή σε λόγια, η μετατόπιση του Ρουμπέν, βγαίνει από τις μικρές καλυμμένες κινήσεις, από τις υποχωρήσεις και τους μικροσυμβιβασμούς - δεν καπνίζει πια στην καμπίνα ή παίζει με το μωρό. Ο Ρουμπέν, ο κλεισμένος από κάθε συγκίνηση, ο συναισθηματικά περιχαρακωμένος, σιγά - σιγά ανοίγεται, ξαναμπαίνει μέσα στη ζωή. Μαλακώνει, από αδέξιος και στριφνός μεταλλάσσεται σε κάποιον που ξαναβρίσκει τα αισθήματα σε χρόνιο λήθαργο και φροντίζει και ενδιαφέρεται για τον άλλο. Πλησιάζοντας στο τέλος του ταξιδιού η αφήγηση σφίγγει την ίντριγκα γύρω από μια, πολλά υποσχόμενη για το μέλλον, πιρουέτα που αφήνει τους χαρακτήρες με τη γλυκιά γεύση στο στόμα ότι πέρασαν ένα ωραίο ταξίδι.

Παίζουν: Χερμάν Ντε Σίλβα, Εμπε Ντουάρτε, κ.ά.

Παραγωγή: Αργεντινή, Ισπανία (2011).

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Χιλιάδες κόσμου στην υποδοχή των πρωταθλητών (2022-12-21 00:00:00.0)
Εξωραϊσμός της καπιταλιστικής πραγματικότητας (2012-08-04 00:00:00.0)
Μικρές σελίδες (2003-04-13 00:00:00.0)
Παραμένουν στους δρόμους του αγώνα (2003-01-24 00:00:00.0)
Αέναο παρόν ο αγώνας (2002-12-19 00:00:00.0)
Απόπειρα δολοφονίας (1996-04-06 00:00:00.0)