Κάπου, ο εσωστρεφής και μονόχνοτα αυτάρκης Ρουμπέν θέλει να απελευθερωθεί από το καταναγκασμό που του έχει επιβληθεί. Σκέφτεται να παρατήσει την Χασίντα και το μωρό μετά το συνοριακό έλεγχο... Του είναι όμως αδύνατο να το κάνει. Η ίδια σκέψη επιστρέφει όταν διαπιστώνει ότι με το μωρό στο φορτηγό δεν μπορεί ούτε πια να καπνίσει, ούτε και να αποφασίζει ο ίδιος για το πότε και πού θα κάνει στάση. Ρωτά σε ένα καφενείο πάνω στον αυτοκινητόδρομο για εισιτήρια και δρομολόγια προς το Μπουένος Αϊρες. Προτίθεται να πληρώσει τα έξοδα, να τις ξεφορτωθεί. Στάθηκε όμως άτυχος. Το τελευταίο λεωφορείο είχε ήδη φύγει.
Ξανά στο δρόμο, λοιπόν, οι τρεις τους με το μωρό στη μέση, σε αυτήν την ισχνή ιστορία με βαθιές κοινωνικές ρίζες, με ίντριγκα υπερβολικά διακριτική και ελλοχεύουσα και με δράση που αρχίζει και τελειώνει στο εσωτερικό της καμπίνας. Ανασυνθέτοντας τις σκάρσες και αποσπασματικές πληροφορίες για το παρελθόν τους αποδεικνύονται αρκετές ώστε να συμπληρωθούν τα κενά με ουσιαστική σημασία. Η Χασίντα μπορεί μεν να αισθάνεται την απροθυμία του Ρουμπέν, δεν μπορεί όμως να κάνει πίσω. Είναι αποφασισμένη. Οπλισμένη με ακεραιότητα και δύναμη πρέπει φθάσει στην Αργεντινή να δουλέψει για να εξασφαλίσει στη μικρή - χωρίς πατέρα - Αναχί, καλύτερη ζωή.
Αντί για τεχνητούς διαλόγους, ο σκηνοθέτης ξαναβουτά τους ήρωες σε αμήχανη σιωπή. Τη φορά αυτή όμως, επειδή το ταξίδι υπ' αυτές τις συνθήκες φαίνεται να είναι μονόδρομος, ο τρόπος που ο Τζιορτζέλι γραπώνει τη σιωπή στη συνάντηση ανάμεσα στις δυο συναισθηματικές μοναξιές των συνταξιδιωτών διακρίνεται από μια φρεσκάδα και μια διακριτικότητα που, σχεδόν βουβά, κάνει να αρχίζει να λειώνει ο πάγος μεταξύ τους και να έρπει ένα υποδόριο πλησίασμα. Οι λήψεις συνεχίζουν στατικές, αργές κι επίμονες. Στοιχίζονται με την αμήχανη κατάσταση και οργανώνουν αφηγηματικά ένα ατέλειωτα λεπτεπίλεπτο παιχνίδι με βλέμματα, συσπάσεις προσώπου και ασήμαντα λόγια, με δισταγμούς και όχι επιβεβαιώσεις ανάμεσα σε δύο ηθοποιούς που επιδεικνύουν, άνευ προηγουμένου, φινέτσα και ευαισθησία στην ερμηνεία. Και το μοντάζ της ταινίας μιλά την ίδια γλώσσα, αποκαλύπτοντας το βλέμμα του σκηνοθέτη για τους χαρακτήρες. Μέσα στην καμπίνα είναι οι δυο τους μόνοι, με την αναγκαιότητα να κρατούν το βλέμμα ξύπνιο και στην ευθεία του δρόμου να συνορίζεται την επιθυμία τους να κρυφοκοιτάζουν ο ένας τον άλλον. Και οι παύσεις να ανεβάζουν την ένταση. Και όλο τους το παρελθόν, οι τρίτοι που παρεμβάλλονται ανάμεσά τους, να επιστρέφει σε εκτός καμπίνας χώρους.
Ο δρόμος δουλεύει για την σμίκρυνση των αποστάσεων. Οσο πιο μακρύς ο δρόμος, τόσο πιο πολύ πλησιάζουν οι συνταξιδιώτες. Τα αρχικά 1.500 χιλιόμετρα μειώνονται πια επικίνδυνα...
Πιο χαλαρός τόνος στη φωνή, προσοχή και φροντίδα του ενός για τον άλλον μια συγκεκριμένη στιγμή. Φειδωλή σε λόγια, η μετατόπιση του Ρουμπέν, βγαίνει από τις μικρές καλυμμένες κινήσεις, από τις υποχωρήσεις και τους μικροσυμβιβασμούς - δεν καπνίζει πια στην καμπίνα ή παίζει με το μωρό. Ο Ρουμπέν, ο κλεισμένος από κάθε συγκίνηση, ο συναισθηματικά περιχαρακωμένος, σιγά - σιγά ανοίγεται, ξαναμπαίνει μέσα στη ζωή. Μαλακώνει, από αδέξιος και στριφνός μεταλλάσσεται σε κάποιον που ξαναβρίσκει τα αισθήματα σε χρόνιο λήθαργο και φροντίζει και ενδιαφέρεται για τον άλλο. Πλησιάζοντας στο τέλος του ταξιδιού η αφήγηση σφίγγει την ίντριγκα γύρω από μια, πολλά υποσχόμενη για το μέλλον, πιρουέτα που αφήνει τους χαρακτήρες με τη γλυκιά γεύση στο στόμα ότι πέρασαν ένα ωραίο ταξίδι.
Παίζουν: Χερμάν Ντε Σίλβα, Εμπε Ντουάρτε, κ.ά.
Παραγωγή: Αργεντινή, Ισπανία (2011).