«Η παρέλαση» στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου»
«Η παρέλαση», το «κρυπτικού» ιστορικοπολιτικού περιεχομένου, αλλά και εξαιρετικά ελλειπτικό μυθοπλαστικά, μονόπρακτο της Λούλας Αναγνωστάκη, γραμμένο παραμονές της χουντικής δικτατορίας, «υπομνημονίζει» προσωπικές - οικογενειακές της αλλά και συλλογικές μνήμες. Ατομικά - οικογενειακά, αλλά και συλλογικά τραυματικά βιώματα στις δεκαετίες του '40, του '50 αλλά και στα «δημοκρατικά» χρόνια της δεκαετίας του '60. Τότε, που στις φυλακές υπήρχαν ακόμη πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι, Αστυνομία, Χωροφυλακή, ΤΕΑ, παρακρατικές ομάδες και λοιποί «εθνοπατριώτες» συνέχιζαν να παρακολουθούν και να κυνηγούν τους «απάτριδες» και «εθνοπροδότες» αποφυλακισμένους ή ασύλληπτους κομμουνιστές και γενικώς τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, του λαϊκού και φιλειρηνικού κινήματος. Χρόνια, που το αντιδραστικό μεταπολεμικό καθεστώς γιόρταζε τη «νίκη» του κατά του λαού και με παρελάσεις. Αυτό το μακροχρόνιο για το «νικημένο» λαό ζόφο αποτυπώνει η «Παρέλαση», μέσω δύο νεολαίων του «νικημένου» λαού. Μια κοπέλα και ο αδελφός της κλεισμένοι στο σπίτι τους κοιτάζουν, από το παράθυρο, μια παρέλαση. Η θέα των παρελαυνόντων ξυπνά στους δύο νέους τραυματικές μνήμες, καημούς για αγώνες που δεν ευοδώθηκαν, πόνο για τους βιοπαλαιστές γονείς τους, τρόμο για το αύριο. Λαχταρούν να σμίξουν με τον κόσμο, αλλά οι «νικητές» τους «φυλακίζουν», κυριολεκτικά και μεταφορικά, κοινωνικά και ψυχολογικά. Πρωτάρης στη σκηνοθεσία, προφανώς αγνοώντας την πρόσφατη πολιτική μας ιστορία, ή έχοντας στρεβλή γνώση της, ο Αλβανός ηθοποιός Ενκε Φεζολάρι, προσέδωσε μια χρονολογικά ευρύτατη, αλβανική, και γενικότερα βαλκανική διάσταση. Διάσταση αξιόλογη και καλαίσθητη, βέβαια, με την υπέροχη ηπειρώτικη και αλβανική δημώδη μουσική και τις παραδοσιακές ενδυμασίες (κοστούμια - σκηνικό Δάφνη Κούτρα) και τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη, αλλά ολότελα ξένη με την ελληνική, συγκεκριμένη χρονολογικά, ιστορικο-πολιτικά και ιδεολογικά, «ταυτότητα» του έργου. Η σκηνοθεσία χρωστά χάρη στην ολόψυχη ερμηνεία του Μάνου Καρατζογιάννη και στη μετρημένη της Βασιλικής Τρουφάκου.
«Κατάδικος» από το «Οικείο θέατρο»
Το θέατρό μας, όλο και συχνότερα, στρέφεται στη θεατροποίηση σημαντικών αλλά και ανθεκτικών στο χρόνο, ελληνικών κυρίως, πεζογραφικών έργων (σύντομων συνήθως, γιατί διεθνώς έχει αποδειχθεί ότι σπανιότατα επιτυγχάνει η θεατροποίηση μεγάλων μυθιστορημάτων), ακόμα και βιογραφικών και αυτοβιογραφικών κειμένων. Η καταφυγή σε σημαντικά αφηγηματικά κείμενα (λ.χ. των Παπαδιαμάντη, Βιζυηνού, Χατζή) δίνει μια «διέξοδο» από την οξυνόμενη, ελληνική και διεθνή, μακρόχρονη κρίση - θεματολογίας - περιεχομένου και μορφής - της δραματουργίας. Στη «χορεία» θεατροποίησης έργων μεγάλων Ελλήνων πεζογράφων περιλαμβάνεται φέτος και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, με του οποίου το υπέροχο, βαθύτατα ουμανιστικό, ταξικής αντίληψης, διήγημα «Ο κατάδικος», θεατρικά μεταγραμμένο από την δημοσιογράφο του «Ρ» και συγγραφέα Σοφία Αδαμίδου, βρήκε μια πραγματικά ποιοτική - θεματολογικά και μορφολογικά - ρεπερτοριακή διέξοδο ο νέος θίασος «Οικείο Θέατρο». Απαρνούμενος την εκμεταλλευτική αριστοκρατική τάξη του, έχοντας ασπασθεί τη μαρξιστική θεωρία και πρωτοστατήσει στην ίδρυση του «Σοσιαλιστικού Ομίλου», επηρεασμένος από τον κοινωνικο-ηθογραφικό νατουραλισμό του Ζολά, ο Κερκυραίος δημοτικιστής συγγραφέας «εισάγει» στην ελληνική λογοτεχνία έναν εντονότατα ριζοσπαστικό και κριτικό κοινωνικό ρεαλισμό, για να καταγγείλει τη - στηριγμένη στην πολύμορφη καταπίεση και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο - ταξική κοινωνία και τα «έργα και τις ημέρες» του κερκυραϊκού αρχοντολογιού. Για να υπερασπιστεί κάθε καταπιεσμένο και εκμεταλλευόμενο άνθρωπο, αλλά και για να τον «ξυπνήσει» κοινωνικο-ταξικά, συνειδησιακά, ηθικά, ψυχοπνευματικά. Να τον καταστήσει ικανό να κατανοήσει, να συνειδητοποιήσει, να εξεγερθεί και να καταπολεμήσει κάθε μορφής εκμετάλλευση και «καταδίκη» του ανίσχυρου ανθρώπου. Ολα, σχεδόν, τα πρόσωπα στο διήγημα του Θεοτόκη είναι «κατάδικοι». Κατάδικος δεν είναι μόνον ο δυστυχής, αγαθός, καλόψυχος αλλά και θρησκόληπτος Τουρκόγιαννος - ο γιος μιας βιασμένης από Τούρκο φτωχής κοπέλας, της Αρετής, που βασανίστηκε ζητιανεύοντας για να μεγαλώσει το νόθο της και πέθανε πρόωρα. «Κατάδικος» είναι και η Μαργαρίτα, που οι γονείς της την πάντρεψαν με τον γαιοκτήμονα Αράθυμο. «Κατάδικος» και ο Αράθυμος, αφού η γυναίκα του τον απατούσε με τον αγαπημένο της από τα παιδικά τους χρόνια Πέπονα, που δολοφόνησε τον άντρα της αγαπημένης του αλλά κατηγόρησε ως φονιά τον αθώο Τουρκόγιαννο, ο οποίος καταδικάστηκε και φυλακίστηκε άδικα και εκεί στη φυλακή φίλιωσε με έναν ακόμα δύστυχο «κατάδικο» της ζωής, τον Καή, φονιά του εραστή της γυναίκας του. Η Σοφία Αδαμίδου, με σεβασμό και ευαισθησία για τα ανθρώπινα δράματα που αναδεικνύει το διήγημα, με δραματικό μέτρο, με απλή αλλά και ποιητικού αισθήματος γλώσσα, με άμεσους διαλόγους, με καλοχτισμένους τους χαρακτήρες των προσώπων και με τη δραματουργική πρόσθεση ενός προσώπου, της μάνας του Τουρκόγιαννου ως«φάσμα» της τρυφερής ψυχής, αλλά και της βασανισμένης, μοναχικής ζωής του, μετέτρεψε το διήγημα σε εξαιρετικό θεατρικό έργο, διαχρονικής, επίκαιρης, πανανθρώπινης αξίας, αξία την οποία «γεύονται» οι θεατές στους διάφορους χώρους όπου παίζεται, χάρη και στην ερμηνευτική προσπάθεια των ηθοποιών - Λευτέρης Τάτσης, Στέλιος Γεράνης, Ανδρομάχη Δαυλού, Τάσος Σωτηράκης (υπογράφει και τη μουσική), Δάφνη Ασημακοπούλου, Μίλτος Δημουλής. Συμπαθής, αλλά με απειρίες και αστοχίες η σκηνοθεσία του Μίλτου Δημουλή (ιδιαίτερα με της εξαρχής υπερεντατική, χωρίς διακυμάνσεις και αποχρώσεις - φωνητικά, τονικά, ρυθμικά, συναισθηματικά - απόδοση του λόγου και των συναισθημάτων του προσώπων). Συντελεστές της παράστασης είναι και οι: Θεοδόσης Δαυλός (σκηνικό - κοστούμια), Αντώνης Παναγιωτόπουλος (φωτισμοί), Ησαΐας Ματιάμπα (ερμηνεία τραγουδιών).
Τρία μονόπρακτα στο «Θέατρο της ημέρας»
|
«Τρεις δημιουργοί, τρεις ερμηνευτές» |
Υπό τον τίτλο
«Τρεις δημιουργοί, τρεις ερμηνευτές», ο Βασίλης Κολοβός καθοδήγησε σκηνοθετικά και ερμηνευτικά, με αξιόλογα αποτελέσματα, τρεις παλιούς μαθητές του, δίνοντάς τους την ευκαιρία να «δοκιμαστούν» - ο καθένας ξεχωριστά - με τρία ανθεκτικά στο χρόνο μονόπρακτα κείμενα μεγάλος «πειρασμός» για υποκριτικό σόλο. Στο αριστοτεχνικό μονόπρακτο - ένα μονόπρακτο «σταθμός» στην ελληνική δραματουργία, που είχε την τύχη να «ευλογηθεί» από την ερμηνεία του Βασίλη Διαμαντόπουλου - του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Αυτός και το παντελόνι του», ένα κείμενο κλαυσίγελος για την αδικημένη ζωή, τη βιοπάλη, τη φτώχεια, την ανημπόρια, τα γηρατειά του λαϊκού, μοναχικού, χωρίς οικογένεια και συγγενείς ανθρώπου. Ενός φουκαρά, που μόνος, στο μίζερο καμαράκι του, μην μπορώντας να ράψει το ξηλωμένο παντελόνι του, το μόνο που έχει, παραληρεί ενθυμούμενος τη μάνα του, τα νιάτα, τα χαμένα όνειρά του. Παραμιλά ήρεμα, χαμηλόφωνα, χωρίς δραματικές εντάσεις, με αίσθηση ότι μόνος μιλά μόνος ακούει, δίνοντας ήχο στις σκέψεις του. Φιλότιμα προσπάθησε να προσεγγίσει το ρόλο ο Γιάννης Λιλής. Η Ολγα Μουργέλα δοκιμάζεται, αρκετά αποτελεσματικά, με το μονόπρακτο του Κώστα Μουρσελά «Η απαρηγόρητη χήρα», ένα σαρκαστικό σχόλιο για τον κοινωνικό, ηθικό, συνειδησιακό, συναισθηματικό εκφυλισμό της μικροαστικής τάξης και των συζυγικών σχέσεων, με την έμμεση, υπόκρυφη εκπόρνευση συζύγων από τους συζύγους, χάριν της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου τους. Στα δύο προαναφερόμενα «πορτρέτα» ανθρώπινων χαρακτήρων, με το μονόλογο - ένα κείμενο «παιχνίδι» ρόλων και θεάτρου μέσα στο θέατρο, του Ντίνου Ταξιάρχη «Οι μάσκες του ηθοποιού» - προστίθεται και το «πορτρέτο» του θεατρίνου, της ιδιαίτερης, ιδιότυπης, υπερευαίσθητης, συχνά ευάλωτης, ψυχοδιανοητικής και ιδιοσυγκρασιακής φύσης και λειτουργίας του καλλιτέχνη. Του καλλιτέχνη που, ποθώντας το μέγιστο, το άριστο, τη μεταμορφωτική δύναμη της τέχνης του και την «αθανασία» του καλλιτεχνικού του δημιουργήματος, αναθυμούμενος τους μεγάλους, κλασικούς ρόλους που έπαιξε, προσπαθεί να αυτοπαρηγορηθεί, πηγαίνοντας κόντρα στην πραγματικότητα. Στην παροδικότητα, στο εφήμερο, στην αμφισβήτηση της τέχνης του και το φόβο του για το επερχόμενο καλλιτεχνικό τέλος του και το φυσικό του θάνατο. Ενας μονόλογος - «παιχνίδι» ρόλων και θεάτρου μέσα στο θέατρο, κάπως παλιομοδίτικος ως γραφή πλέον, στις δύσκολες απαιτήσεις του οποίου προσπάθησε να ανταποκριθεί ο Τάσος Αλαφάκης.
ΘΥΜΕΛΗ