Eurokinissi |
Ο συνολικός προϋπολογισμός για το 2026, που εγκρίθηκε με 419 ψήφους υπέρ, 185 κατά και 53 αποχές και στη συνέχεια επικυρώθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, διαμορφώνεται στα 192,8 δισ. ευρώ σε αναλήψεις υποχρεώσεων, ενώ οι πληρωμές ορίζονται σε 190,1 δισ. ευρώ.
Οπως σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, «σε συμφωνία με τα κράτη - μέλη η οποία επιτεύχθηκε το Σάββατο 15 Νοεμβρίου το Κοινοβούλιο έλαβε 372,7 εκατ. ευρώ για τις προτεραιότητές του, επιπλέον όσων είχε προτείνει αρχικά η Επιτροπή στο σχέδιο προϋπολογισμού της. Το Κοινοβούλιο επικεντρώθηκε στην αύξηση της χρηματοδότησης για προγράμματα και πολιτικές που αποσκοπούν στη βελτίωση της ζωής των πολιτών, στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας και στην αντιμετώπιση των αμυντικών προκλήσεων».
Με πιο απλά λόγια, ποσά - μαμούθ που προερχόμενα από τη φοροληστεία και το «μάτωμα» των λαών στρέφονται στην εξυπηρέτηση των πολεμοκάπηλων σχεδίων της ΕΕ, προκειμένου να διοχετευτεί «ζεστό» χρήμα στην ενίσχυση της πολεμικής βιομηχανίας και στην ανάπτυξη στρατηγικών υποδομών για τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών.
Οσον αφορά τη χώρα μας, η Κομισιόν ενέκρινε τον βαθιά αντιλαϊκό - αντεργατικό προϋπολογισμό για το 2026, η συζήτηση του οποίου ξεκινάει σήμερα στις Επιτροπές της Βουλής, αφού σύμφωνα με το φθινοπωρινό πακέτο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου που δόθηκε στη δημοσιότητα η Ελλάδα εντάσσεται στην ομάδα των 12 χωρών της Ευρωζώνης που κατέθεσαν προϋπολογισμούς πλήρως συμβατούς με το «ευρωπαϊκό πλαίσιο».
Και πώς αλλιώς, αφού ένας ακόμα προϋπολογισμός προβλέπει εκτόξευση της φοροληστείας στα 73 δισ., των ματωμένων πλεονασμάτων στα 11 δισ., νέες φοροαπαλλαγές στους επιχειρηματικούς ομίλους για τη στροφή στην πολεμική οικονομία, στους εφοπλιστές για να «πρασινίσουν» τον στόλο τους, στους βιομηχάνους για να απολαμβάνουν φτηνό ρεύμα την ώρα που ο λαός παλεύει να τα φέρει βόλτα.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σε δηλώσεις του ο επίτροπος Οικονομίας Βλάντις Ντομπρόβσκις είπε πως η Ελλάδα «είναι σημαντικό να παραμείνει στην πορεία συμμόρφωσης με τη μέγιστη αύξηση των δαπανών» που προβλέπεται στο Μεσοπρόθεσμο, δεδομένου - πρόσθεσε - και «του πολύ υψηλού λόγου χρέους προς ΑΕΠ, ο οποίος παραμένει ο υψηλότερος στην ΕΕ».
Εξάλλου η Κομισιόν συγκαταλέγει την Ελλάδα στις 7 χώρες στις οποίες εντοπίζει «οικονομικές ανισορροπίες», και συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, την αρνητική επενδυτική θέση, το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κ.λπ.
Την ίδια στιγμή, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι «συστάσεις» που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την «οικονομική πολιτική χωρών της Ευρωζώνης το 2026», βάσει των οποίων «συνιστάται στα κράτη - μέλη να επαναπροσδιορίσουν τις προτεραιότητες των προϋπολογισμών τους ώστε να καλύπτουν τις απαραίτητες δαπάνες για στρατηγικές επενδύσεις, να αντιμετωπίζουν τα σημεία συμφόρησης της αμυντικής βιομηχανίας και να προωθούν τις κοινές προμήθειες», με φόντο την πολεμική προετοιμασία και προπαρασκευή.
Επίσης συνιστά «την ενίσχυση των αγορών εργασίας, την προώθηση των επενδύσεων στην καινοτομία και σε στρατηγικούς τομείς, καθώς και την ενίσχυση της λειτουργίας της Ενιαίας Αγοράς μέσω της απλούστευσης των κανονιστικών ρυθμίσεων και της άρσης των εμποδίων», προκειμένου να μειωθεί η εξάρτηση από τις ΗΠΑ όσον αφορά τα προϊόντα της πολεμικής βιομηχανίας. Και καλεί σε «επείγουσες δράσεις για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προκλήσεων που σχετίζονται με το ανθρώπινο κεφάλαιο και οι οποίες μπορούν να βλάψουν την ανταγωνιστικότητα», προβάλλοντας την ανάγκη να πέσει το βάρος στην εκπαίδευση και αξιοποίηση εργατικού δυναμικού σε τομείς στρατηγικούς για τα κέρδη του κεφαλαίου, όπως η «πράσινη μετάβαση», η Υγεία, η βιοτεχνολογία και - εννοείται - η πολεμική βιομηχανία και η αεροδιαστημική.
Αποκαλυπτικά ως προς το τι σημαίνουν όλα αυτά για τον λαό είναι και τα στοιχεία της Eurostat σύμφωνα με τα οποία το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα των νοικοκυριών στην ΕΕ αυξήθηκε μόλις κατά 22% την περίοδο 2004 - 2024, την ώρα που οι όμιλοι έκαναν «πάρτι» κερδών. Πιο συγκεκριμένα, στη χώρα μας το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα για το 2024 είναι χαμηλότερο κατά 5% σε σχέση με το 2004...