Η έκταση της επιχειρηματικότητας στα ΑΕΙ...
Τετάρτη 14 Οχτώβρη 2020

INTIME NEWS

Ενώ η επιχειρηματική λειτουργία των ΑΕΙ φουντώνει, κυβέρνηση και διοικήσεις δεν παίρνουν μέτρα για τις ανάγκες των φοιτητών για τις σπουδές τους...
Τα τελευταία χρόνια οι αστικές κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πιεσμένες και από τον ανταγωνισμό με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και χώρες, έχουν πάρει μια σειρά από μέτρα για τον εκσυγχρονισμό της υποστηρικτικής διαδικασίας της επιχειρηματικότητας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Συγκεντρώνοντας, με νομοθετικές και όχι μόνο παρεμβάσεις, τη γενική εποπτεία της επιχειρηματικής λειτουργίας, ταυτόχρονα, «λύνουν και το λουρί» σε κάθε ίδρυμα ξεχωριστά, αφήνουν περιθώρια στην αυτοδιοίκηση και αυτοοργάνωσή του, προκειμένου να απελευθερωθεί περισσότερο η αγορά των εκπαιδευτικών και ερευνητικών προϊόντων. Και έτσι, «απελευθερωμένη», να δεθεί πιο στενά στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Δηλαδή να απομακρυνθεί παραπέρα από τις υπαρκτές δυνατότητες να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο.

Μετατοπίζεται το βάρος από την εκπαιδευτική λειτουργία στην ερευνητική

Πριν κάποια χρόνια, στην οικονομική κρίση και σήμερα στο αντίστοιχο έδαφος της πανδημίας, αποκαλύπτεται πιο γλαφυρά και κυνικά η διαδικασία μετατροπής των ΑΕΙ από εκπαιδευτικά ιδρύματα σε επιχειρηματικά - εκπαιδευτικά. Ολοένα και μετατοπίζεται το βάρος από την εκπαιδευτική λειτουργία στην ερευνητική, και μάλιστα σε εκείνο το σκέλος που υπόσχεται άμεση σχέση με επιχειρήσεις και στοχεύσεις του κεφαλαίου. Η διδασκαλία τείνει σταδιακά να γίνει μια δευτερεύουσα λειτουργία των Ανώτατων Ιδρυμάτων, σχεδόν ένα πάρεργο, που ακολουθεί την προτεραιότητα που δίνεται από το αστικό κράτος και μια μερίδα διδασκόντων, όχι μικρή, στην καινοτομία και τη συνδεδεμένη με αυτήν έρευνα. Ετσι, το πανεπιστήμιο σταδιακά ολοκληρώνει τη φυσιογνωμία του ως επιχειρηματική μονάδα που παράγει και η ίδια κερδοφορία και, ταυτόχρονα, συμβάλλει ιδεολογικά στη διαιώνιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας σε όλους τους κλάδους. Η διαδικασία της μετάδοσης της επιστημονικής γνώσης στον φοιτητή αποκτά μικρότερη σημασία, τουλάχιστον σε αυτήν τη συγκυρία. Οι μηχανές, τα «μαγαζιά» εντός των ΑΕΙ εργάζονται άοκνα για να παράγουν κέρδη και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για τις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις, για τους ίδιους τους φορείς των ΑΕΙ που τα συντηρούν.

Η πανδημία ανέδειξε τον κυνισμό του ίδιου του συστήματος τελικά, που, την ίδια στιγμή που διακυβεύεται η υγεία των φοιτητών, των διδασκόντων και εργαζομένων, διαφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού η συνέχεια και επέκταση της επιχειρηματικής δράσης των ΑΕΙ. Μάλιστα, στο έδαφος της πανδημίας, απελευθερώνονται χώρος, δυναμικό, υποδομές και εξοπλισμός σε κάθε πανεπιστημιακό Ιδρυμα, για να αξιοποιηθούν με όρους άμεσης ανταποδοτικότητας. Βέβαια, δεν είναι καθόλου απίθανο ότι κάποια στιγμή το έλλειμμα που αφήνει η παραγκώνιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, το οποίο επιτείνεται με την τηλεκπαίδευση, θα δυσκολέψει και το ίδιο το αστικό σύστημα και στη χώρα μας. Αυτό ήδη επισημαίνεται σε άλλες χώρες (π.χ. ΗΠΑ), όπου η ευρεία έκταση της τηλεκπαίδευσης έχει ήδη αρνητική επίπτωση στις δεξιότητες και στο ελάχιστο ακόμα επίπεδο μόρφωσης που απαιτούν οι καπιταλιστές από το υψηλά ειδικευμένο δυναμικό.

Επεκτείνεται η επιχειρηματική δραστηριότητα των ΕΛΚΕ

Στα ελληνικά ΑΕΙ τα τελευταία χρόνια η επιχειρηματική δραστηριότητα συγκεντρώνεται κατά βάση σε 3 άξονες. Ο πρώτος βασικός άξονας είναι μέσω των αποκαλούμενων ΕΛΚΕ (Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Ερευνας). Αυτοί συγκεντρώνουν καταρχάς όλα τα ερευνητικά προγράμματα που «τρέχουν» στα πανεπιστήμια, χρηματοδοτούμενα είτε από κοινοτικά κονδύλια, είτε από τα έσοδα των ΕΛΚΕ. Είτε από επιχειρήσεις - χορηγούς. Οι ΕΛΚΕ διαχειρίζονται επιπλέον τη δραστηριότητα πώλησης υπηρεσιών των ΑΕΙ προς τρίτους, την οποία αναλαμβάνουν αντίστοιχα «μαγαζιά» - εργαστήρια εντός των ΑΕΙ, που λειτουργούν λίγο πολύ ως επιχειρηματικό άβατο στα πανεπιστήμια. Η επιχειρηματική δραστηριότητα των ΕΛΚΕ, με τις αλλεπάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις, έχει επεκταθεί τα τελευταία χρόνια, συμπεριλαμβάνοντας τα λεγόμενα «Γραφεία μεταφοράς Τεχνολογίας». Πρόκειται για δομές που διαχειρίζονται τη «διάχυση» των ερευνητικών αποτελεσμάτων προς τις επιχειρήσεις, έχοντας έσοδα από την κατοχύρωση πατεντών, τα δικαιώματα της πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας, τη δημιουργία εταιρειών «τεχνοβλαστών» (spin off), την προώθηση εργαλείων για την προβολή και πώληση των ερευνητικών προϊόντων.

Με όλη αυτήν τη δραστηριότητα, αντιλαμβάνεται κανείς τον «τζίρο» που κάνουν οι Ειδικοί Λογαριασμοί, οι οποίοι, λόγω της εσωτερικής ανεξάρτητης σχετικά διάρθρωσής τους, ολοένα και αποκόπτονται από την έγκριση και τον έλεγχο των διοικητικών οργάνων των ΑΕΙ. Πρόσφατα, μάλιστα, οι ίδιες οι πρυτανικές αρχές του Γεωπονικού εισηγήθηκαν τη μεταφορά της έδρας του ΕΛΚΕ τους εκτός του Ιδρύματος, προκειμένου να διασφαλιστεί ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία του και επαφή με την αγορά. Ο ΕΛΚΕ του ΕΚΠΑ κάνει ετήσιο «τζίρο» πάνω από 8.000.000 ευρώ, ενώ άλλα Ιδρύματα όπως το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, εξαιτίας και των επιστημονικών αντικειμένων που θεραπεύουν, έχουν ακόμα μεγαλύτερα έσοδα.

Από αυτά τα έσοδα, βάσει νομοθεσίας, οι ΕΛΚΕ υποχρεούνται να αποδίδουν στο αντίστοιχο Ιδρυμα το 25%, για την ενίσχυση των υποδομών και του εξοπλισμού. Λόγω, ωστόσο, της πολυπλόκαμης γραφειοκρατίας, αλλά και καθώς η στόχευση είναι αυτό το ποσό να επανεπενδύεται στην αγορά, το ποσό που δεσμεύεται τελικά για υποδομές των Ιδρυμάτων είναι στην πράξη πολύ μικρότερο. Ενα επιπλέον ζήτημα είναι τι νοείται κάθε φορά ως «ενίσχυση των υποδομών των ΑΕΙ», καθώς υπό αυτόν τον γενικό τίτλο μπορεί να αναφέρονται δίπλα στις πραγματικές λειτουργικές ανάγκες διδασκαλίας και έρευνας των Ιδρυμάτων ο εξοπλισμός και ο εκσυγχρονισμός των ιδιωτικών στην ουσία μαγαζιών της έρευνας εντός των ΑΕΙ.

Τα Τμήματα ωθούν τα μέλη Διδακτικού Προσωπικού σε μια κούρσα αναζήτησης ερευνητικών προγραμμάτων

Είναι κοινό μυστικό επίσης ότι οι αμοιβές που εξασφαλίζουν κάποια μέλη ΔΕΠ με μεγάλη δραστηριότητα σε τέτοιου τύπου ερευνητικά προγράμματα πολλαπλασιάζουν κυριολεκτικά τον μισθό τους. Με την αποδιάρθρωση των σχέσεων εργασίας των υποψήφιων διδακτόρων και ερευνητών και του λοιπού προσωπικού των ΑΕΙ, ο υπεύθυνος ερευνητικού προγράμματος δεν υποχρεούνται να εξασφαλίσει αμοιβές για όλους όσοι απασχολούνται σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα, ενώ η δική του αμοιβή ορίζεται στο ύψος της αμοιβής του Προέδρου της Δημοκρατίας (!). Εξίσου κοινό μυστικό είναι ότι υπάρχουν υπεύθυνοι ερευνητικών προγραμμάτων και εργαστηρίων που διαπλέκονται με μεγάλες εταιρείες, στις οποίες το Πανεπιστήμιο μέσω του ΕΛΚΕ κάνει απευθείας αναθέσεις έργων υψηλών προϋπολογισμών. Το μεγάλο φαγοπότι εντός των ΑΕΙ, όπως είναι αναμενόμενο, ακολουθεί τους κλάδους όπου λυσσά η καπιταλιστική κερδοφορία, όπως είναι το Φάρμακο και η Ενέργεια. Ειδικά στα Τμήματα Ιατρικής, το επιχειρηματικό αλισβερίσι με φαρμακευτικές εταιρείες είναι μια εξόφθαλμη πραγματικότητα, που έχει κατοχυρώσει μάλιστα αυτά τα Τμήματα ως «κράτος εν κράτει» εντός των ΑΕΙ.

Τα ίδια τα πανεπιστημιακά Τμήματα τελικά ωθούν μέσω των Οργάνων τους τα μέλη Διδακτικού Προσωπικού να επιδοθούν σε μια κούρσα αναζήτησης ερευνητικών προγραμμάτων, το οποίο αποτελεί στοιχείο της αξιολόγησης των διδασκόντων, που έρχεται το επόμενο διάστημα με νέα νομοθεσία και πιο αποφασιστικά. Η δυνατότητα να ασκεί ένας διδάσκων και ελευθέριο επάγγελμα ταυτόχρονα, κατοχυρωμένη για τους γιατρούς με διάφορα έωλα επιχειρήματα, επιτείνει το πρόβλημα της απόσπασής τους από το διδακτικό έργο, της αντιμετώπισης της διδασκαλίας ως «βάρους».

Η πιο κερδοφόρα δραστηριότητα των ΑΕΙ φαίνεται πως είναι η ίδρυση των εταιρειών - τεχνοβλαστών (spin off), η οποία περνά μέσα από τους ΕΛΚΕ και στοιχίζεται γύρω από την επιχειρηματική αξιοποίηση της καινοτομίας. Πρόκειται για εταιρείες - συμπράξεις πανεπιστημίων και ιδιωτών, στις οποίες το πανεπιστημιακό σκέλος αναλαμβάνει στην ουσία όλο το ρίσκο του νέου προϊόντος ή υπηρεσίας που συνιστά την καινοτομία. Μόλις το προϊόν ή υπηρεσία αποδειχθεί ότι αντέχει στην ανταγωνιστικότητα και έχει μεγάλα περιθώρια κερδοφορίας, ο ιδιώτης ανακεφαλαιοποιεί το μερίδιό του και τελικά παίρνει στα χέρια του μια έτοιμη και δοκιμασμένη επιχείρηση. Το πανεπιστήμιο στην πράξη τζογάρει αποθεματικά και χρηματικά ποσά για λογαριασμό μεγάλων επιχειρήσεων, τα οποία θα έπρεπε να προορίζονται για την κάλυψη των αναγκών της διδασκαλίας και έρευνας, των φοιτητών και των μορφωτικών τους αναγκών.

Εμπορευματοποίηση υποδομών και τίτλων σπουδών

Η δεύτερη βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των ΑΕΙ περνά μέσα από τις αποκαλούμενες «Εταιρείες Αξιοποίησης και Διαχείρισης της Περιουσίας» τους. Πρόκειται για Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, τα οποία λειτουργούν παράλληλα με τα Ιδρύματα και μόνο τυπικά λογοδοτούν στα πανεπιστημιακά όργανα. Οι εταιρείες αυτές έχουν συγκεντρώσει όλη την επιχειρηματική δραστηριότητα που αφορά σε υποδομές, μισθώματα ακινήτων που ανήκουν στα Ιδρύματα, διαχείριση συνεδριακών χώρων και κληροδοτημάτων, στις υπηρεσίες φύλαξης και καθαριότητας, στην ενοικίαση χώρων για κυλικεία κ.ά. Παράλληλα, διαχειρίζονται και την εκδοτική δραστηριότητα των ΑΕΙ, καθώς και τα πνευματικά δικαιώματα που απορρέουν από τη συγγραφή επιστημονικών έργων. Είναι ευνόητο λοιπόν πως οι εν λόγω εταιρείες έχουν υπέρογκους ετήσιους ισολογισμούς, ξεπουλώντας στην ουσία πλευρές της λειτουργίας των ΑΕΙ με όρους καθαρά ιδιωτικής επιχείρησης.

Η τρίτη βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των ΑΕΙ αφορά στα λεγόμενα Κέντρα Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης (ΚΕΔΙΒΙΜ). Πρόκειται για τις πανεπιστημιακές εκείνες δομές που συγκεντρώνουν και διαχειρίζονται τα κάθε είδους προγράμματα σπουδών, σεμινάρια και πιστοποιήσεις. Τα ΚΕΔΙΒΙΜ, με τις τελευταίες νομοθετικές ρυθμίσεις της προηγούμενης κυβέρνησης, του ΣΥΡΙΖΑ, επί υπουργού Παιδείας Γαβρόγλου, απέκτησαν αναβαθμισμένο ρόλο και διεύρυναν την αγορά των εκπαιδευτικών προϊόντων που πουλούν. Ο βασικός όγκος των εσόδων τους προέρχεται από μια σειρά πιστοποιήσεων επιμόρφωσης, που απευθύνονται σε κάθε είδους εργαζόμενους, ελεύθερους επαγγελματίες και ειδικούς, ανεξάρτητα αν είναι ή όχι απόφοιτοι του αντίστοιχου Ιδρύματος. Ολα τα παραπάνω προγράμματα προσφέρονται έναντι διδάκτρων, τα οποία κυμαίνονται από 250 ευρώ για λίγες ώρες σεμιναρίων μέχρι και χίλια και άνω ευρώ.

Τα ΚΕΔΙΒΙΜ των ΑΕΙ αξιοποιούν τις πλατφόρμες εξ αποστάσεως, ώστε τα περισσότερα προγράμματα πιστοποίησης να παρέχονται χωρίς τη φυσική παρουσία του φοιτητή. Η πρόσφατη δε ευρεία αξιοποίηση διάφορων πλατφορμών τηλεκπαίδευσης λόγω της πανδημίας παρουσιάστηκε ως «καλή ευκαιρία» για να επεκταθούν αυτά τα προγράμματα κατάρτισης, να ανοίξει δηλαδή περαιτέρω η αγορά των προγραμμάτων σπουδών. Ετσι, αντί η κυβέρνηση σήμερα, οι διοικήσεις των ΑΕΙ να αναζητούν τρόπους ώστε να αξιοποιούνται οι υπάρχουσες πλατφόρμες τηλεκπαίδευσης και η κατακτημένη τεχνογνωσία, να ξεπερνιούνται κατ' αυτόν τον τρόπο καθυστερήσεις και ελλείψεις που εμφανίστηκαν με δραματικό τρόπο αυτό το διάστημα, συμβαίνει το αντίθετο. Η πανδημία και οι μορφωτικές ανάγκες των φοιτητών αντιμετωπίζονται ως «ευκαιρία» για να ενισχυθεί η επιχειρηματική δραστηριότητα των ΑΕΙ, να πολλαπλασιαστούν τα έσοδα των Ιδρυμάτων που επανεπενδύονται στο πλαίσιο των επιχειρηματικών στοχεύσεων και σε καμιά περίπτωση δεν επιστρέφουν για να εξυπηρετήσουν ανάγκες λειτουργίας της Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Ολα τα παραπάνω αναφέρονται για να αναδειχθεί η πραγματική πλευρά της επιχειρηματικής δράσης των ΑΕΙ, που είναι μέσα στον ίδιο τον χαρακτήρα της να μην επιστρέφει τελικά στα Ιδρύματα για τις πραγματικές ανάγκες των φοιτητών, αντίθετα να ανατροφοδοτεί την ίδια την επιχειρηματικότητα. Ετσι, κάθε επιχείρημα των κυβερνήσεων διαχρονικά, ότι η λειτουργία των ΑΕΙ με ιδιωτικοοικονομικούς όρους εξασφαλίζει έσοδα στα Ιδρύματα, πρέπει να ακολουθείται από μια εύλογη ερώτηση: Και πού είναι αυτά τα χρήματα; Γιατί όταν οι φοιτητές ζητούν εστίες, αίθουσες, δασκάλους, η απάντηση κυβερνήσεων και διοικήσεων Ιδρυμάτων είναι πως δεν υπάρχουν σχετικά κονδύλια; Μα γιατί η επιχειρηματικότητα έχει έναν απαράβατο όρο, όρο του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος: Πρέπει να τρέφεται από τις σάρκες της, να στοχεύει μόνο στη μεγιστοποίηση του κέρδους, αγνοώντας συνειδητά τις πραγματικές μορφωτικές ανάγκες των παιδιών των λαϊκών οικογενειών.

Επίκειται νέα διεύρυνση των προς πώληση προϊόντων

Κι ενώ η επιχειρηματική δράση των ΑΕΙ βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και τα προβλήματα της λειτουργίας των πανεπιστημίων, λόγω και της πανδημίας, διογκώνονται, η κυβέρνηση της ΝΔ ανακοινώνει νέο νομοσχέδιο τους επόμενους μήνες. Η οργάνωση και το «συμμάζεμα» της επιχειρηματικότητας των ΑΕΙ το προηγούμενο διάστημα, με εμβληματικό μάλιστα τον νόμο του ΣΥΡΙΖΑ για τις «πανεπιστημιοποιήσεις», έχουν ήδη διαμορφώσει τους όρους για έναν νέο γύρο επιχειρηματικών δράσεων. Το 3ο σκέλος της επιχειρηματικής λειτουργίας των ΑΕΙ, που έχει μείνει σχετικά πίσω και έχει τα περισσότερα περιθώρια ανάπτυξης, αυτό της πώλησης προγραμμάτων σπουδών, καταρτίσεων και πιστοποιητικών, φαίνεται πως τίθεται πλέον σε προτεραιότητα. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει με την απελευθέρωση των όποιων δεσμεύσεων και κωλυμάτων είχαν τα πανεπιστημιακά Τμήματα στην ίδρυση κάθε είδους κύκλων κατάρτισης, προγραμμάτων ξενόγλωσσων με δίδακτρα, καθώς και με την αναγνώριση των πτυχίων κολεγίων και πτυχίων του εξωτερικού. Ανακοίνωσε επιπλέον «νέο γεωγραφικό χάρτη» των ΑΕΙ, που καθόλου νέος δεν είναι, καθώς πρόκειται απλά για μια αναδιάταξη των Τμημάτων, 3η ή 4η στη σειρά τα τελευταία 10 χρόνια, προκειμένου καλύτερα να συνδεθούν τα ΑΕΙ με τις στοχεύσεις του κεφαλαίου ανά περιφέρεια και κλάδο.

Ολες οι παραπάνω αλλαγές ακολουθούνται με εκ νέου «πειράματα» για τη μορφή και τη δομή εκείνη της διοίκησης των ΑΕΙ που καλύτερα μπορεί να παίξει το ρόλο του διευθύνοντα επιχείρησης. Είναι βέβαιο, ωστόσο, πως είτε με Περιφερειακά Οργανα (ΣΥΡΙΖΑ), είτε με Συμβούλια Ιδρύματος (ΝΔ), η στρατηγική στόχευση είναι ενιαία: Αποτελεσματικότερη οργάνωση της επιχειρηματικής λειτουργίας των ΑΕΙ, μεταφορά εμπειρίας από το εξωτερικό στη στελέχωση της διεύθυνσης της επιχειρηματικότητας.

Από όλα τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η επιχειρηματική λειτουργία των ΑΕΙ δεν αποτελεί απλά μια παράλληλη δράση, που, μάλιστα, συγκλίνει κάπου με τα δικαιώματα και συμφέροντα των φοιτητών, των εργαζομένων και διδασκόντων των ΑΕΙ. Κάθε άλλο μάλιστα. Η επιχειρηματικότητα υποθάλπει και επισκιάζει κυρίως την εκπαιδευτική λειτουργία των ΑΕΙ, ό,τι σχετίζεται με ζητήματα φοιτητικής μέριμνας και υποστήριξης των μορφωτικών αναγκών των φοιτητών. Ταυτόχρονα, λειτουργεί υποστηρικτικά ως προς την εδραίωση της κυρίαρχης ιδεολογίας, σιγοντάρει κάθε αστικό ιδεολόγημα και διαμορφώνει τους όρους ενσωμάτωσης ιδιαίτερα της νέας γενιάς. Γύρω από τις δομές της επιχειρηματικής δράσης, αναπτύσσεται ένα πολυπλόκαμο σύστημα με σχέσεις πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης και τροφοδότησης επιχειρηματιών και διδασκόντων, που τελικά οδηγεί και σε αλλοτρίωση συνειδήσεων, που υποστηρίζουν, συντηρούν και γιγαντώνουν την επιχειρηματικότητα. Είναι λοιπόν απαράβατος όρος η σταθερή πάλη με την επιχειρηματικότητα, η αποκάλυψη πλευρών και στοιχείων της, προκειμένου να φανερώνονται οι διαστάσεις της, η ευθεία σύγκρουση της επιχειρηματικότητας με τα μορφωτικά δικαιώματα των φοιτητών, με την ίδια την πλέρια ανάπτυξη της επιστήμης και έρευνας.


Της
Κέλλυς ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ*
*Η Κέλλυ Παπαϊωάννου είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Εκατομμύρια «πάνε κι έρχονται» αλλά όχι για τις ανάγκες των φοιτητών (2022-12-10 00:00:00.0)
Ζύμωση αντιδραστικών σεναρίων παράδοσης των ΑΕΙ και των αποφοίτων στις ορέξεις της αγοράς (2021-12-01 00:00:00.0)
Βλέποντας τα ΑΕΙ σαν επιχειρήσεις... (2017-07-07 00:00:00.0)
Προγράμματα ΕΣΠΑ στην Ανώτατη Εκπαίδευση (2016-10-13 00:00:00.0)
Ορισμένες σκέψεις με αφορμή τις 3 επώνυμες έδρες σε ΑΕΙ (2014-01-15 00:00:00.0)
5. Παιδεία στην υπηρεσία των μονοπωλίων (2009-09-06 00:00:00.0)