Σάββατο 24 Μάρτη 2012 - Κυριακή 25 Μάρτη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΑΣΟΣ ΨΑΡΡΑΣ
«Το πρώτο υλικό είναι η πραγματικότητα»

Συνέντευξη για το ρόλο που μπορεί και πρέπει να έχει ο κινηματογράφος σήμερα, με έναν από τους δυναμικότερους εκπροσώπους της γενιάς του «νέου ελληνικού κινηματογράφου»

Από την τηλεοπτική δραματική σειρά «Κώστας Καρυωτάκης»
Από την τηλεοπτική δραματική σειρά «Κώστας Καρυωτάκης»
Ανεξάρτητα από τις αισθητικές ή ιδεολογικές απόψεις ή ενστάσεις για τη διαδρομή της γενιάς των κινηματογραφιστών που «δόμησαν» αυτό που η κριτική χαρακτηρίζει ως «νέο ελληνικό κινηματογράφο», είναι μάλλον δύσκολο να διαφωνήσει κανείς στο ότι αυτή η γενιά έκανε σινεμά επειδή είχε - και εν πολλοίς έχει - κάτι να πει καταρχήν στην κοινωνία και δευτερευόντως στο «εγώ» της. Ενας από τους εκπροσώπους αυτής της γενιάς είναι ο σκηνοθέτης Τάσος Ψαρράς .

Πολυβραβευμένος δημιουργός ταινιών όπως το «Δι' ασήμαντον αφορμήν» (1974), το «Καραβάν Σαράι» (1986), «Μάης 1936» (1976) κ.ά, τηλεοπτικών σειρών μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ («Καρυωτάκης», «Εποχές και συγγραφείς» κ.ά.) βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, με συνεχώς νέες ιδέες για τη μεγάλη αλλά και για τη μικρή οθόνη. Ταυτόχρονα, είναι από τους κινηματογραφιστές που επιμένουν σε ένα σινεμά «συγκρουσιακό», όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, αναδεικνύοντας τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις της ελληνικής κοινωνίας μέσα στην ιστορική της διαδρομή και τις κάθε φορά «μεταλλάξεις» του ίδιου εκμεταλλευτικού συστήματος. Και βέβαια, υπερασπίζεται αυτό το σινεμά και το ιδεολογικό πλαίσιο που «κουβαλάει», ανεξάρτητα από τα «κελεύσματα» της εποχής. Μαζί του ο «Ρ» προσπάθησε να «ανιχνεύσει», με μία συνέντευξη, τη σημερινή «θέση» του κινηματογράφου και του δημιουργού μέσα στην πιο άγρια επίθεση που έχει δεχθεί ο λαός στα δικαιώματά του από τη μεταπολίτευση και μετά.

«Το εργοστάσιο» (1981)
«Το εργοστάσιο» (1981)
-- Ενα χρόνο μετά την ψήφιση του νέου νόμου για τον κινηματογράφο, ποια είναι η κατάσταση στο χώρο;

-- «Ενα χρόνο μετά το νόμο, αν δούμε την ελληνική παραγωγή, θα μας πιάσει κατάθλιψη. Σχεδόν δεν υπάρχουν καθόλου ταινίες με τη βοήθεια του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Δεν υπάρχουν προσπάθειες στις αναπαραστατικές τέχνες με τη συμπαράσταση της πολιτείας. Γιατί δεν είναι μόνο ο κινηματογράφος που έχει πρόβλημα, αλλά και το θέατρο. Στον κινηματογράφο ο νέος νόμος δεν έχει φέρει στην ουσία καμία, μα καμία, βελτίωση. Ολοι οι φόβοι μας επαληθεύτηκαν και επαληθεύτηκαν με άσχημο τρόπο, με την πιο αρνητική προβολή αυτών των επιφυλάξεων που είχαμε».

-- Ποιο βασικό πρόβλημα του νόμου επιβεβαιώνεται;

-- «Ο νόμος έχει ένα μεγάλο ατόπημα: Περιορίζει τον σκηνοθέτη. Θα έλεγε κανείς ότι έγινε ένας νόμος μεταφέροντας τον άξονα της δράσης στον κινηματογράφο, από τον σκηνοθέτη, που είναι ο δημιουργός, σε μια καινούργια γραφειοκρατία. Ολα αυτά που διατυμπανίστηκαν σαν μια "νέα ευκαιρία", σαν "ανάπτυξη του ελληνικού κινηματογράφου", απεδείχθησαν στην πράξη ότι ήταν φρούδες ελπίδες. Πολλοί από μας ήμασταν σίγουροι ότι δεν θα γινόταν τίποτα. Ο,τι έγινε με το ΕΚΚ και τον ελληνικό κινηματογράφο μετά τη μεταπολίτευση έγινε με πρωτοβουλίες των σκηνοθετών. Το πρώτο νομοσχέδιο το '79 - '80 έγινε με πρόταση των σκηνοθετών και ήταν οι πρώτος νόμος που έδινε τη δυνατότητα ανάπτυξης της ελληνικής κινηματογραφίας. Στη συνέχεια, αυτός ο νόμος, την καλή περίοδο του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του '80, αναθεωρήθηκε επί Μελίνας Μερκούρη και είχε πολύ καλά αποτελέσματα, με ταινίες που έφεραν και βραβεία.

Ο σκηνοθέτης στα γυρίσματα του «Καραβάν Σαράι» (1986)
Ο σκηνοθέτης στα γυρίσματα του «Καραβάν Σαράι» (1986)
Τι σημαίνει αυτό όμως; Οταν ο κινηματογράφος δεν έχει ενίσχυση, δεν έχει οικονομική συμπαράσταση, είναι αναγκαστικά κλεισμένος ερμητικά στον εαυτό του, ομφαλοσκοπεί, τα θέματα είναι προσωποκεντρικά. Ο κινηματογράφος είναι μία τέχνη που συνεργάζεται με τη βιομηχανία και τη βιοτεχνία. Δεν μπορείς να κάνεις μια ταινία όπως ένας ποιητής γράφει ένα ποίημα. Εχοντας την οικονομική ενίσχυση απελευθερώνεις τα εκφραστικά σου μέσα και κοιτάς και άλλα πράγματα. Ο εμφύλιος, για παράδειγμα, καθυστέρησε να μπει στην ελληνική φιλμογραφία, όχι μόνο για υποκειμενικούς και για πολιτικούς λόγους, αλλά και για τεχνικούς, αναπαραστατικούς. Δεν είναι τυχαίο ότι τη δεκαετία του '80 έχουμε κάποια μέσα για να τραβήξουμε το φακό μας από το πολύ ειδικό, από το πολύ προσωπικό και να πάμε στο καθολικό. Αυτό αγκαλιάστηκε από τον κόσμο. Από το '80 και μετά οι ταινίες που έχουν πολιτικά θέματα, όπως ο Μπελογιάννης (σ.σ. «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο»), "Τα πέτρινα χρόνια", "Καραβάν Σαράι", οι ταινίες του Αγγελόπουλου, ξάφνιασαν τον κόσμο. Το 1,5 εκατομμύριο που είδαν τον "Μπελογιάννη" δεν ήταν κομμουνιστές. Ηταν άνθρωποι που ήθελαν να δουν την Ιστορία και ο κινηματογράφος τους έδωσε τη δυνατότητα».

-- Από ποιον όμως χρειάζεται λεφτά ο κινηματογράφος; Το κράτος υποχωρεί συνειδητά από την ενίσχυση στον πολιτισμό για να καλυφθεί το κενό από την «αγορά». Η «αγορά» μπορεί να απελευθερώσει δημιουργικά το σινεμά; Μπορεί να νιώσει ο σκηνοθέτης ελεύθερος με τους όρους της;

Από την ταινία «Μάης του '36» (1976)
Από την ταινία «Μάης του '36» (1976)
-- «Καταρχήν πού είναι αυτή η "αγορά" του κινηματογράφου; Αυτό το λένε μερικές μεγάλες βιομηχανίες του κινηματογράφου, όπως η αμερικάνικη, που έχουν τη δυνατότητα να απευθυνθούν σε εκατομμύρια. Οι αίθουσες που υπάρχουν στην Ελλάδα ακολουθούν τη μοίρα όλων των περιφερειακών χωρών του καπιταλισμού, όπου δεν μπορούμε να πούμε ότι ο κινηματογράφος δημιουργεί συσσώρευση».

-- Αλλά ακόμη και σε χώρες με μεγάλη κινηματογραφική παράδοση οι ΗΠΑ αλώνουν.

-- «Στην ΕΕ παράγονται 700 ταινίες. Στις ΗΠΑ 500. Από αυτές οι μισές προβάλλονται σε όλη την ΕΕ. Από τις ταινίες της ΕΕ ζήτημα να παίζονται πενήντα. Ο έλεγχος των αιθουσών ανήκει σε γκρουπ από τις ΗΠΑ. Αυτή η δυναμική εμποδίζει τις ανεξάρτητες φωνές της Ευρώπης να βρουν αίθουσες. Και περιορίζει τις εθνικές κινηματογραφίες να ανασάνουν και να αναπτυχθούν. Με εξαίρεση τη Γαλλία που θέλει να στηρίξει τη γαλλοφωνία και ενισχύει πάρα πολύ τον κινηματογράφο, ακόμη κι αν δεν βρει αίθουσες να παιχτεί μια ταινία».

«Ελεύθερη αγορά» ίσον εύκολο θέαμα

-- Γιατί όμως το κράτος υποχωρεί από τη στήριξη στην καλλιτεχνική δημιουργία;

-- «Ενας λόγος είναι ότι αφήνοντας σε μια "ελεύθερη αγορά" τον κινηματογραφιστή μόνο του, ξέρει (σ.σ. το κράτος) ότι θα αναγκαστεί, εκ των πραγμάτων, να παίξει με τους όρους αυτής της αγοράς. Ποιοι είναι αυτοί όροι; Εύκολο θέαμα, εύπεπτο θέαμα, θέαμα το οποίο διεγείρει τα κατώτερα ένστικτα του θεατή ή κολακεύει τον θεατή. Οπότε, χωρίς να έχει την ασφάλεια μιας χρηματοδότησης, ο κινηματογραφιστής να μην μπορεί να κάνει σοβαρά θέματα. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η τελευταία ταινία του Αγγελόπουλου γυριζόταν χωρίς καμία κρατική χρηματοδότηση. Κάποιοι σκέφτηκαν "γιατί να ενισχύουμε κάποιους δημιουργούς που μπορεί να στραφούν και ενάντιά μας"; Υπάρχουν κι άλλοι που πιστεύουν ότι η τέχνη δεν έχει σε περίοδο καπιταλιστικής κρίσης όφελος για τα οικονομικά δεδομένα, για τη δημιουργία πλουτισμού. Ετσι, λοιπόν, έσπρωξαν τους δημιουργούς στο ανύπαρκτο σχήμα που λέγεται "αγορά" και είπαν "άσε να αυτορυθμιστούν". Τι σημαίνει "να αυτορυθμιστούν"; Σημαίνει να κάνουν ταινίες με ξεβράκωτες!

Υπήρξε και η προετοιμασία. Αρχισαν να μιλάνε για "κρατικοδίαιτους" και για εκατομμύρια που δίνονται στους σκηνοθέτες. Πέστε μου έναν σκηνοθέτη που έχει πληρωθεί για την ταινία που έχει κάνει. Εγώ πάντως δεν έχω πληρωθεί».

-- Είναι παλιό κόλπο η απαξίωση αυτού που θέλεις να χτυπήσεις, ώστε να μην υπάρχουν αντιδράσεις.

-- «Παλιό αλλά πιάνει. Ο δύστυχος που προσπαθεί σήμερα να επιβιώσει με ψίχουλα ακούει για ταινίες που στοιχίζουν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Χωρίς όμως να του πει κανείς ότι μέσα σε αυτή την ταινία θα δουλέψουν εκατοντάδες άνθρωποι, θα κινηθούν τα εργαστήρια, θα επιστρέψουν χρήματα στο κράτος με μορφή φόρων, θα διατηρηθούν θέσεις εργασίας. Ετσι, λοιπόν, βήμα το βήμα ο κινηματογράφος οδηγήθηκε σε μια αδράνεια».

-- Υπάρχει η άποψη ότι η κρατική στήριξη «πνίγει» την ελευθερία του σκηνοθέτη.

-- «Αυτά είναι ιδεολογήματα που δεν έχουν βάση. Υπήρξε μια μεγάλη κρίση στον ελληνικό κινηματογράφο στα μέσα της περασμένης δεκαετίας. Η κρίση προήλθε μέσα από το ίδιο το σύστημα. Το σύστημα είχε δημιουργήσει τα λεγόμενα κρατικά βραβεία, την ενίσχυση, έμμεσα, κάποιων κινηματογραφιστών μέσα από μια αδιαφανή διαδικασία εκλογής προσώπων που θα έκριναν αυτά τα βραβεία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρξει μια μεγάλη έλλειψη εμπιστοσύνης από μεγάλο αριθμό κινηματογραφιστών, αυτών που αποκαλούνται "Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη", πιστεύοντας ότι θα μπορούσαν να ανατρέψουν αυτό που υφίσταται στον ελληνικό κινηματογράφο. Αλλά αντί να διορθώσουν το πρόβλημα δημιούργησαν έναν άλλο μηχανισμό, επίσης γραφειοκρατικό, με χειρότερα αποτελέσματα, γιατί και τα ελάχιστα ποσά που έδινε το κράτος δεν υπάρχουν πια. Δεν θέλω να πω ότι ήταν προσχεδιασμένο. Αλλά έδωσε ευκαιρία σε μια ομάδα που χειρίζεται τα οικονομικά του κινηματογράφου να χρησιμοποιήσουν αυτό το κίνημα, που μπορεί να είχε και αγνές προθέσεις. Το κράτος προσπάθησε να προσεταιριστεί την αγωνία των κινηματογραφιστών να υπάρξουν, για να παρέμβει απομακρύνοντας οποιαδήποτε κρατική βοήθεια στον κινηματογράφο».

-- Υπάρχει, επίσης, η άποψη ότι «δείχνουμε αυτό που θέλει ο κόσμος».

-- «Το κοινό την ποιότητα την επιζητεί. Ο "Καρυωτάκης" για παράδειγμα γίνεται ανάρπαστος στο διαδίκτυο. Το "ό,τι θέλει ο κόσμος" είναι το μεγαλύτερο ψέμα. Είναι μύθος. Υπάρχει όμως και το θέμα της φόρμας. Πολλές φορές ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί τη φόρμα μπροστά από το περιεχόμενο. Οταν αυτά τα δύο συμβαδίζουν και ο θεατής είναι ικανοποιημένος επειδή μπορεί να προσεγγίσει ένα έργο τέχνης χωρίς κώδικες, και ο σκηνοθέτης είναι ευτυχής. Η άσκηση ύφους δεν είναι κακή, γενικά. Είναι κακή όταν γίνεται με εμπορικά κλισέ και όταν γίνεται σε διάρκεια 90 λεπτών».

-- Κάποιοι προτάσσουν τη φόρμα επειδή ενδιαφέρονται περισσότερο να «υπηρετηθεί» το καλλιτεχνικό «όραμα» και λιγότερο η «συνομιλία» με το κοινό.

-- «Σε ένα έργο τέχνης η φόρμα με το περιεχόμενο δεν ξεχωρίζουν. Οταν έκανα το "Δι' ασήμαντον αφορμή" είχα αυστηρή φόρμα, δεν ήταν συγκινησιακό σε πρώτο επίπεδο. Και συνέβη το εξής φοβερό. Τότε είχαν έρθει κάποιοι χωρικοί από το Συκούριο Λάρισας και μου είπαν "είδαμε την ταινία και θέλουμε να δώσετε ένα αντίγραφο για το συνεταιρισμό". Εγραψε τότε ο Μπακογιαννόπουλος για την "τέχνη και πραγματικότητα". Δηλαδή, πώς η τέχνη διεισδύει μέσα στον κόσμο, ταυτίζεται με το πρόβλημα και ο θεατής αποκτά ενεργή συμμετοχή».

-- Το σινεμά σήμερα μπορεί ή πρέπει να παίξει τέτοιο ρόλο για τον δοκιμαζόμενο άνθρωπο που παράγει αλλά δεν απολαμβάνει τον πλούτο;

-- «Οχι, "πρέπει". Ο κινηματογράφος έχει αυτό το ρόλο. Είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε είναι κοινωνική τέχνη, μαζική τέχνη. Ο Λυμιέρ το πρώτο που τράβηξε ήταν οι εργάτες να σχολάνε από τη βάρδια στο εργοστάσιο. Πολιτικός ήταν ο κινηματογράφος από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του».

-- Κάποιοι φρίττουν στο άκουσμα «πολιτικός κινηματογράφος».

-- «Το πρόβλημα το έχουν αυτοί που δεν το βλέπουν και αυτοί που δεν θέλουν να το δουν. Πολιτικός είναι όχι μόνο ο κινηματογράφος του δημιουργού, αλλά ήταν και ο κινηματογράφος των επικαίρων. Πού έστρεφε ο οπερατέρ το ενδιαφέρον όταν πρωτόρθε ο κινηματογράφος στην Ελλάδα; Στους βασιλιάδες και στις παρελάσεις. Στην καλύτερη περίπτωση, στους εθνικούς αγώνες. Είχαμε και τον τραγέλαφο του '22 που είχαν επιστρατεύσει όλους τους τεχνικούς και τους οπερατέρ για τη "μεγάλη επιτυχία" και κατέγραψαν τελικά όλη την τραγωδία. Ο κινηματογράφος λοιπόν είναι από τη φύση του πολιτικός. Το θέμα είναι κατά πόσο ενυπάρχει και μια αισθητική επεξεργασία. Δεν μπορούμε να πούμε ότι οτιδήποτε φέρνει τον τίτλο του "πολιτικού" είναι και έργο τέχνης. Ενα ποίημα που μιλάει για τους εργάτες δεν είναι αναγκαστικά έργο τέχνης. Παρατηρώ ότι ο "Ριζοσπάστης" δεν έχει τέτοια κλειστή λογική και νομίζω ότι είναι αρκετά αντικειμενικός.

Το κατεστημένο γνωρίζει τον διαδραστικό ρόλο του κινηματογράφου. Γι' αυτό έχω μια μικρή υποψία, ότι σε ορισμένες επιλογές, από όπου κι αν προέρχονται, υπεισέρχεται ο υποκειμενισμός για να αποφύγει την αντικειμενική διείσδυση του κινηματογράφου. Υπεισέρχεται η ποίηση, ο λυρισμός, η απομόνωση, περιορίζοντας την περισσότερο καυστική παρουσία του κινηματογράφου. Ο κινηματογράφος είναι από τη δημιουργία του δυναμικός. Δεν υπάρχει ταινία που έχει να κάνει με την αλήθεια και να μην έχει επιτυχία.

Ο κινηματογράφος ήταν πάντα πολιτικός, αλλά άρχισαν να τον λένε "πολιτικό" γύρω στο '69, στις διαφημίσεις. Δεν ήταν πολιτικός κινηματογράφος όλες οι ταινίες που γυρίστηκαν την 10ετία του '30 στην Αμερική; "Η γέννηση ενός έθνους" του Γκρίφιθ, από την απέναντι μεριά, αλλά δεν έχει σημασία. Ο "Καλός Αμερικάνος" δεν ήταν πολιτικός κινηματογράφος; Αλλά το εμπόριο κάποια στιγμή γύρω στο '68, '69 σταμάτησε με τα κοινωνικά, τα ερωτικά και έκανε "πολιτικό κινηματογράφο". Πούλησε αυτό. Ηταν και η περίοδος αμέσως μετά το Μάη του '68, που ο κόσμος ήθελε να δει το διαφορετικό που όμως δεν ήταν διαφορετικό. Στη ουσία η διαφήμιση το έκανε "διαφορετικό"».

«Ο ειλικρινής δημιουργός στρέφεται στην πραγματικότητα»

-- Υπάρχει λοιπόν ανάγκη το σινεμά να σκύψει πάνω στον κόσμο.

-- «Βέβαια πρέπει. Δεν θέλω να καθοδηγήσω κάποιον. Είναι θέμα συνείδησης. Κάντε ένα βράδυ μια βόλτα στην Ακαδημίας και δείτε πόσοι είναι άστεγοι. Δεν μπορώ να βλέπω αυτή την κατάσταση και να κάθομαι και να κάνω πριμαντόνες και κιλότες. Γι' αυτό και οι δουλειές μου στην τηλεόραση δε διαφέρουν από αυτά που κάνω στον κινηματογράφο. Και τώρα ετοιμάζω τη "Ζωή εν τάφω" γιατί, ξέρετε, την περίοδο του '17 η Ελλάδα ήταν όπως και τώρα, με τη διαφορά ότι τότε υπήρχε η Αντάντ και όχι η ΕΕ. Οταν έχεις ανθρώπους που αυτοκτονούν δεν μπορείς να βλέπεις μόνο το περιεχόμενο ή μόνο τη φόρμα».

-- Πώς βλέπετε το σημερινό ελληνικό σινεμά;

-- «Ο νεότερος ελληνικός κινηματογράφος ξεκίνησε σαν αντίδραση στη γενιά μου, που έγινε κάποια στιγμή κατεστημένο. Και το κατανοώ απόλυτα. Αλλά το ένα άκρο οδηγεί στο άλλο. Θα έλεγα λοιπόν ότι ο νεώτερος ελληνικός κινηματογράφος έχει πολύ καλούς αφηγητές. Πολύ καλούς κινηματογραφιστές. Αλλά είναι περιορισμένης γωνίας το αντικείμενο της αφήγησής τους. Για παράδειγμα, για πολλά χρόνια τα θέματα των ερωτικών διαφοροποιήσεων δεν υπήρχαν καθόλου και στη συνέχεια έγιναν το κυρίαρχο ζήτημα. Θα έπρεπε κάποιος να καταλάβει ότι το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζεις στην Ελλάδα είτε είσαι ομοφυλόφιλος είτε είσαι ετερόφυλος. Θέλω να πω, ότι έχουμε να λύσουμε πολύ σημαντικότερα πράγματα από ένα πρόβλημα που έχει να κάνει με έναν κώδικα ερωτικής συμπεριφοράς. Δεν είμαι καθόλου ενάντια σε αυτά, αλλά το κύριο ζήτημα είναι κεντρικό και μαζικό. Αυτή την περίοδο η ελληνική κοινωνία έχει ανάγκη τον κινηματογράφο πιο πολύ. Γιατί μπορεί να βοηθήσει στην αυτογνωσία μας. Μπορεί να μας δώσει να καταλάβουμε τυχόν και δικά μας προβλήματα. Ο κινηματογράφος όταν είναι ελεύθερος, όταν δεν υπάρχουν δεύτερες, πονηρές σκέψεις, θα στραφεί στην πραγματικότητα. Το πρώτο υλικό είναι η πραγματικότητα. Αρκεί να είναι ειλικρινής ο δημιουργός. Για παράδειγμα ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ένας πολύ καλός κινηματογραφιστής, κάθε άλλο παρά για την αριστερή ιδεολογία του διακρίνεται. Κι όμως, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες έκανε μια ταινία ιδιαίτερα σημαντική που παρουσίαζε το περιθώριο που αναπτύσσεται στην Αθήνα. Αυτός είναι ο κινηματογράφος. Ξεπερνάει τα κλισέ η πραγματικότητα και καθοδηγεί τον δημιουργό. Το φιλμ καταγράφει αυτό που βλέπει».

-- Ποιος κινηματογράφος σας επηρέασε;

-- «Μεγάλωσα σε μια περίοδο που κυριαρχούσαν οι σχολές της νουβέλ βαγκ και ο ιταλικός νεορεαλισμός. Προσπάθησα για ένα διάστημα να κινηθώ ανάμεσα στα δύο, κατάλαβα όμως ότι εκείνο που κυρίως με ενδιέφερε ήταν ο κριτικός ρεαλισμός. Αυτό λίγο πολύ το ακολούθησα με συγκρουσιακή πάντοτε θεματολογία. Ολες μου οι ταινίες, ακόμη και αυτές που έχουν αστικό χώρο, είναι συγκρουσιακές. Πάντα στις ταινίες μου υπάρχει είτε ένας άνθρωπος είτε μια ομάδα ανθρώπων που συγκρούεται απέναντι στα οργανωμένα συμφέροντα, είτε μικρού επιπέδου είτε κυρίαρχα. Και πολλές φορές χρησιμοποιώ την επαρχία, όπου τα πράγματα φαίνονται πολύ περισσότερο απ' ό,τι σε μια μεγάλη πόλη. Την περίοδο που ήμουν μαθητής, στον κινηματογράφο άκουσα για πρώτη φορά για τον Ενγκελς. Σε μια ταινία του Γκοντάρ. Θέλω, λοιπόν, να σας πω ότι ανεξάρτητα από πού προέρχεται μια ταινία, τα ερεθίσματα που μπορεί να πάρει κάποιος δεν περιορίζονται μόνο στα κλισέ που το εμπόριο έχει τοποθετήσει».

-- Τι θα λέγατε σε ένα νέο συνάδελφό σας;

-- «Ο,τι μου έλεγαν κι εμένα οι παλιότεροι: Πολλή κούραση, πολλή δράση, πολλή προσπάθεια. Είναι λιγότερες οι δημιουργικές στιγμές, αλλά είναι ανεξίτηλες».


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ