Ζητούμενο η ανάπτυξη ταξικής συνείδησης
Το κομμουνιστικό κίνημα δεν ήταν ιδεολογικά και πολιτικά προετοιμασμένο για τέτοια πισωγυρίσματα, για τον κίνδυνο ήττας των επαναστατικών εργατικών δυνάμεων από τις αντεπαναστατικές αστικές δυνάμεις. Η έλλειψη μιας τέτοιας ωριμότητας περιλαμβάνει διάφορα στοιχεία: πρωτ' απ' όλα ελλείψεις στην ανάπτυξη της οικονομικής θεωρίας του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής, έλλειψη πολιτικής εμπειρίας στη διαχείριση της σοσιαλιστικής οικονομικής πολιτικής, πρακτικά προβλήματα στη διεύθυνση της σοσιαλιστικής επιχείρησης, στη γενικότερη διοίκηση και στο σχεδιασμό, έλλειψη θεωρητικής γνώσης και πρακτικής για την ανάπτυξη του εργατικού ελέγχου, ακόμη περισσότερο για την ανάπτυξη της συνειδητής ενεργητικής εργατικής συμμετοχής από τα κάτω προς τα πάνω στα ζητήματα οργάνωσης - διεύθυνσης - κατανομής. Σε αυτό το έδαφος ο οπορτουνισμός αναπτύχθηκε πλήρως, πήρε τη μορφή συνειδητής ταξικής προδοσίας.
Τα παραπάνω προβλήματα περιπλέκονταν από τις ιστορικές συνθήκες της πρώτης διαδικασίας σοσιαλιστικής οικοδόμησης: εκτεταμένες προ-καπιταλιστικές επιβιώσεις, όχι μόνο για τη Σοβιετική Ενωση, αλλά και για την Κίνα, το Βιετνάμ, χαμηλός βαθμός της καπιταλιστικής ανάπτυξης (Κορέα) και με βαθιά ανισομετρία (Κούβα). Επομένως και εδώ οι υλικές προϋποθέσεις καθιστούσαν πιο αργό και αντιφατικό το πέρασμα στο νέο τρόπο παραγωγής, με τις αντίστοιχες αντανακλάσεις στο επίπεδο των ταξικών αντιθέσεων, αλλά και στη θεωρία και την πολιτική.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι επρόκειτο για «ειρωνεία της τύχης του 20ού αιώνα» η εξέγερση μαζών - όχι μόνο εργατικών αλλά και πάμπτωχων αγροτικών - να έρχεται εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη εξαθλίωση. Με άλλα λόγια, οι αντικειμενικές συνθήκες για την επαναστατική εξέγερση να ωριμάζουν εκεί που ο καπιταλισμός δεν έχει ακόμη μπορέσει να επιτύχει μαζική ενσωμάτωση εργατικών και λαϊκών δυνάμεων. Ακόμη περισσότερο, η πυροδότηση της επαναστατικής εξέγερσης να έρχεται ως αφύπνιση της εθνικοανεξαρτησιακής και απελευθερωτικής συνείδησης (π.χ. Κίνα, Κούβα, Βιετνάμ, Κορέα). Ετσι, αντικειμενικά στο μέτωπο των επαναστατημένων δυνάμεων είναι πιο ισχυρές οι μικροαστικές και εθνικιστικές πιέσεις. Και βέβαια όλα αυτά βαραίνουν στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, δυνάμει περικλείουν επιδείνωση της ταξικής πάλης για την εργατική τάξη, ευνοϊκές συνθήκες στο να διολισθαίνει η κοινωνικοποίηση μέσων παραγωγής σε μια μορφή κρατικής ιδιοκτησίας συνυπάρχουσας με την ατομική ιδιοκτησία. Και ακόμα, μια μορφή αγροτικού συνεταιρισμού, αγροτικής κομμούνας, χωρίς αναπτυγμένα μέσα παραγωγής που κάνουν κοινωνική την παραγωγή, να θεωρείται ως σοσιαλιστικός (κομμουνιστικός) τρόπος παραγωγής.
Αν σήμερα ακόμη η εμπειρία της σοσιαλιστικής υποχώρησης λειτουργεί ως τροχοπέδη στην επαναστατικοποίηση της εργατικής συνείδησης, είναι γιατί μέχρι τη νίκη της αντεπανάστασης δεν υπήρχε ανάλογης έκτασης προβληματισμός, ανησυχία, ετοιμότητα γενικά από το κομμουνιστικό κίνημα. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν υπήρχε θεωρητική συζήτηση και διαπάλη.
Ομως τώρα πλέον έχει ωριμάσει το καθήκον το κομμουνιστικό κίνημα να αναγεννηθεί μέσα από τις ήττες του, να δει ψύχραιμα, επιστημονικά, με επαναστατικό ρεαλισμό τα λάθη και τις ελλείψεις του, τις ανεπάρκειές του. Είναι ένα καθήκον που δεν αφορά ένα, κάποιο κομμουνιστικό κόμμα, αλλά το κάθε κομμουνιστικό κόμμα ξεχωριστά και σε διμερές και πολυμερές επίπεδο.
Χωρίς αμφιβολία το ζήτημα επαναστατικοποίησης της εργατικής συνείδησης σε μη επαναστατικές συνθήκες δεν αφορά πρωτ' απ' όλα τις μάζες, αφορά τις πρωτοπορίες.
Πόσο έτοιμες είναι σήμερα οι κομμουνιστικές πρωτοπορίες για να ανταποκριθούν σε αυτό το ιστορικό τους καθήκον;
Η ιστορική πορεία που άνοιξε με τη Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία το 1917, δίνει τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό υλικό για την ανάπτυξη όχι μόνο της οικονομικής σοσιαλιστικής θεωρίας αλλά και της πολιτικής θεωρίας του σοσιαλισμού. Η «Παρισινή Κομμούνα» (1871) δεν ήταν παρά μόνο μια στιγμή για την ωρίμανση του κομμουνιστικού κινήματος, σε σχέση με την εμπειρία του 20ού αιώνα.
Η καλύτερη προετοιμασία για προϋπάντηση της 90ής επετείου της Οχτωβριανής Επανάστασης είναι τουλάχιστον τα ιδεολογικά επιτελεία και θεωρητικά περιοδικά των κομμάτων, να εντείνουν τη δουλιά τους προς αυτή την κατεύθυνση. Χρειάζεται να αναπτυχθούν οι συνεργασίες για τη διερεύνηση του θεωρητικού και αρχειακού υλικού, για νέες θεωρητικές συζητήσεις και δημοσιεύσεις κατά επιστημονικό αντικείμενο, π.χ. Οικονομίας, Ιστορίας, Πολιτικής.
Ο,τι αναπτυχθεί, σίγουρα θα έχει την ακτινοβολία του σε πρωτοπόρες εργατικές δυνάμεις, οργανωμένες και μη, που αντικειμενικά δεν έχουν άμεση συμμετοχή στη θεωρητική δουλιά.
Συνεχίζεται
* Το άρθρο αναδημοσιεύεται από την Κομμουνιστική Επιθεώρηση, Τεύχος 6 2006.