Καθ' οδόν: στην Πάτμο
Κυριακή 7 Οχτώβρη 2001

Ζέστη έκανε πολλή, τόση πολλή, λες και ήταν Αύγουστος. Ζέστη έκανε πολλή και ο μικρός ανεμιστήρας αγκομαχούσε, ζεστό αέρα με δυσκολία φυσούσε,- τι να σου κάνει ο καημένος, κουρασμένος και ηλικιωμένος πια ήταν. Το στρώμα κερί αναμμένο, οι τοίχοι έλιωναν, αλλά ο νους ταξιδιάρης,- ανυπάκουος και αναρχικός μακριά ήδη πετούσε. Στην Πάτμο των ονείρων του καθ' οδόν βρισκόταν. Ισως το φταίξιμο να μην είναι εξ ολοκλήρου δικό του, ίσως να φταίνε οι στίχοι του ποιητή που τον ξεσήκωσαν και τον οδήγησαν σε πράξεις τρελές. Σε ένα σαπιοκάραβο να βρεθεί, έτοιμος σε μια πολύωρη, κοπιαστική νυχτερινή περιπέτεια να υποβληθεί. Κάποιο παλιό τραύμα ζητούσε να επουλωθεί:

«Και η μικρά σκέψις/ Μη ομοιάζουσα πλέον πτηνόν/ Απέκτησε ιριδισμούς που έφεγγαν/ Και ούτω αι καρδίαι του πλήθους./ Ομοίαζαν με κατοικίες αλιέων/ Τη Νύχτα.

Και όπως του φοίνικος/ Ο χρόνος αφαιρεί τους κλάδους/ Και ανέρχεται ο κορμός του/ Εν μέσω ηλίου και ανέμων/ Της διανοίας παρομοίως/ Συνέβη η άνοδος. ( Εν Πάτμω. Δ.Π. Παπαδίτσας- εκδόσεις «Αστρολάβος» - περιοδικό «Ευθύνη» 1997)

Αυτοαποκάλυψη

Ζέστη έκανε πολλή και τρομερή, αφόρητη ήταν. Το βιβλίο, που τα τολμηρά μας χέρια είχαν ανοίξει, αψηφώντας τις σταγόνες του ιδρώτα που κυλούσαν ανάμεσα στα δάχτυλα, πυξίδα έγινε στη φαντασία μας. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, μια νύχτα του Αυγούστου ήταν. Ηταν;


« Καθώς έπαιρνε να χαράξει ήμουν πάνω στη Χώρα. Η θάλασσα, ακίνητη σαν το μέταλλο, έδενε τα τριγύρω νησιά. Δεν ανάσαινε ούτε ένα φύλλο μέσα στο φως που δυνάμωνε. Η γαλήνη ήταν ένα κέλυφος ολωσδιόλου αράγιστο. Εμεινα καρφωμένος από αυτή την επιβολή. Επειτα ένιωσα πως ψιθύριζα: «Ερχου και βλέπε..». Ετσι παρασύρθηκα πάλι σε αλλοτινές αισθήσεις που μου είχε δώσει το ελληνικό φως. Αυτά γράφει στο προλόγισμα της Μεταγραφής της «Αποκάλυψης του Ιωάννη» ο Γιώργος Σεφέρης.

Διαβάζαμε σιγά σιγά τη Μεταγραφή. Αργά, πολύ αργά, συλλαβίζοντας σχεδόν προσπαθούμε απελπισμένα το δύσκολο τούτο κείμενο να κατανοήσουμε. Θλίψη και οργή μας κυριεύει γιατί σε θέση δεν είμαστε την Αποκάλυψη του Ιωάννη, που στο σπήλαιο συνέγραψε, να αποκρυπτογραφήσουμε.

Αργά, πολύ αργά, βασανιστικά, και κάπως θεατρικά, αιφνιδιαστικά, θα λέγαμε, η Πάτμος της αποκάλυψης μας λυπάται και μας αυτοαποκαλύπτεται.

Ιστορικά και άλλα

Είναι δυνατόν να περιγράψεις κάτι το οποίο δεν έχεις ποτέ δει, κάτι που μονάχα έχεις φανταστεί και η φαντασία σου το έχει τόσο πολύ αγαπήσει που το 'χει υιοθετήσει; Φαίνεται πως είναι. Στον ήσυχο, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, τόπο, στο ειδυλλιακό αλλά αινιγματικό αυτό νησί είναι που έφτασε ο Ορέστης κυνηγημένος από τις Ερινύες φτάνουμε και εμείς κυνηγημένοι από τις φαντασιώσεις μας.


Είμαστε πια εδώ. Εδώ που μεταφέρθηκε εξόριστος το 95 μ.Χ. ο Ιωάννης ο Θεολόγος, εδώ που συνέγραψε αυτό το τρομερό, προφητικό αλλά αινιγματικό κείμενο. Εδώ, που πολλοί Χριστιανοί βρήκαν καταφύγιο μετά την Αλωση της Κωνσταντινούπολης, εδώ, που το 1713 ιδρύθηκε από τον πάτμιο διάκονο και λόγιο Μακάριο Καλογερά η περίφημη «Πατμιάδα Σχολή», εδώ που γεννήθηκε ο Φιλικός Εμμανουήλ Ξάνθος. Εδώ είναι, που ποιος ξέρει γιατί, εμείς λαχταρούμε να 'ρθεί η ώρα να μεταβούμε. Να την επισκεφτούμε και να την ανακαλύψουμε. Να την αποκαλύψουμε ίσως.

Αυτή η νύχτα

Λένε πως τούτος ο τόπος είναι μαγικός, μαγευτικός και μαγεμένος. Ευλογημένος είναι. Λένε ακόμη, πως εδώ μπορεί ο επισκέπτης σε περισυλλογή να βυθιστεί, το «μέσα» επιτέλους του να βρει, ακόμη και ποιήματα να γράψει! Λένε πολλά και αντιφατικά... Εμείς, αλίμονο, δεν είμαστε σε θέση μήτε να συμφωνήσουμε μήτε να διαφωνήσουμε. Εμείς παθητικά και παθιασμένα, απλώς τα βλέφαρα ορμητικά σφραγίζουμε σαν να είναι θεάτρου αυλαία. Και τότε η παράσταση αρχίζει: Ο υποβολέας μάς ψιθυρίζει: διαλόγους, μονολόγους και περιγραφές. Και αφηνόμαστε, παρασερνόμαστε, γοητευόμαστε. Παραδινόμαστε. Με μιας «βλέπουμε» τους εαυτούς μας να διασχίζουν άκοπα, αλλά όχι και άσκοπα όλο το νησί. Τους παρατηρούμε να σκαρφαλώνουν με άνεση τους βράχους, να περπατούν τις πεδιάδες, τους λόφους να ανεβαίνουν χωρίς να βαριανασαίνουν. Να ακούν την ατάραχη θάλασσα ιστορίες συναρπαστικές να μουρμουρίζει, και τελικά να, τους βλέπουμε φτάνουν ανάλαφροι στην κορυφή. Μπαίνουμε στο μεσαιωνικό κάστρο που είναι το Ανδρικό Καστρομονάστηρο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και ιδρύθηκε το 1088 από το μοναχό Χριστόδουλο Λατρινό με χρυσόβουλο του βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλεξίου Α` Κομνηνού. Γιατί άραγε διάλεξε την Πάτμο, αναρωτιόμαστε. Ο υποβολέας μάς ψιθυρίζει: «Γιατί ήταν έρημος μεν ανθρώπων η εσχατιά, αθόρυβος δε διαμονή και απαρόδευτος ήμεροις πλοίοις ή ελλιμένοις, άλλωστε μεν ούσαν τραχείαν τε και λυπράν, πίειραν δε και προς καρπών πνευματικών επιτηδειοτάτην φοράν».

Σηκώνουμε τα μάτια στον ουρανό. Με γάζα γαλάζια έχει σκεπαστεί από τη ζέστη θαρρείς πως θέλει να προστατευτεί. Τα αστέρια μικρές, λαμπερές, ασημένιες κόπιτσες για να στερεώνουν το γαλάζιο τούλι πάνω του. Ενα γαλάζιο τρυφερό, φιλικό, προσιτό. Αυτό εδώ το νησί, αυτός ο ουρανός, αυτή τη νύχτα είναι εντελώς δικά μας μέχρι να ξημερώσει. Δε χρειάζεται να κοιτάξουμε κάτω, η γάζα μεταμορφώνεται σε καθρέφτη και ένα μεγάλο μέρος του νησιού ανοίγεται μπροστά μας, ένα μεγάλο μέρος του μαγευτικού νησιού που πλαισιώνεται από τα τριγύρω νησάκια. Λένε πολλά για το νησί αυτό, το μαγευτικό, μαγικό, το μαγεμένο. Λεν πως αξίζει κανείς να το γυρίσει όλο, να πάει στον Κάμπο, το χωριό που είναι στα μεσόγεια, να πάει στη Σκάλα, στο, από την αρχαιότητα, λιμάνι του νησιού, που επιλέχτηκε για τον βαθύ κόλπο του και αναπτύχθηκε στη θέση της αρχαίας πρωτευουσας του νησιού Φορά, στους πρόποδες του λόφου Καστέλι. Λένε πολλά και για τα γύρω νησιά, για το Αγαθονήσι και για τους Αρκούς πως είναι πανέμορφα είναι. Λένε πολλά και σιωπηλά τα ακούμε ενώ έχουμε αφεθεί στο θαύμα που η φαντασία μας προσφέρει. Στη δική μας Πάτμο που ακόμη δεν είδαμε.