«Και η μικρά σκέψις/ Μη ομοιάζουσα πλέον πτηνόν/ Απέκτησε ιριδισμούς που έφεγγαν/ Και ούτω αι καρδίαι του πλήθους./ Ομοίαζαν με κατοικίες αλιέων/ Τη Νύχτα.
Και όπως του φοίνικος/ Ο χρόνος αφαιρεί τους κλάδους/ Και ανέρχεται ο κορμός του/ Εν μέσω ηλίου και ανέμων/ Της διανοίας παρομοίως/ Συνέβη η άνοδος. ( Εν Πάτμω. Δ.Π. Παπαδίτσας- εκδόσεις «Αστρολάβος» - περιοδικό «Ευθύνη» 1997)
Ζέστη έκανε πολλή και τρομερή, αφόρητη ήταν. Το βιβλίο, που τα τολμηρά μας χέρια είχαν ανοίξει, αψηφώντας τις σταγόνες του ιδρώτα που κυλούσαν ανάμεσα στα δάχτυλα, πυξίδα έγινε στη φαντασία μας. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, μια νύχτα του Αυγούστου ήταν. Ηταν;
Διαβάζαμε σιγά σιγά τη Μεταγραφή. Αργά, πολύ αργά, συλλαβίζοντας σχεδόν προσπαθούμε απελπισμένα το δύσκολο τούτο κείμενο να κατανοήσουμε. Θλίψη και οργή μας κυριεύει γιατί σε θέση δεν είμαστε την Αποκάλυψη του Ιωάννη, που στο σπήλαιο συνέγραψε, να αποκρυπτογραφήσουμε.
Αργά, πολύ αργά, βασανιστικά, και κάπως θεατρικά, αιφνιδιαστικά, θα λέγαμε, η Πάτμος της αποκάλυψης μας λυπάται και μας αυτοαποκαλύπτεται.
Είναι δυνατόν να περιγράψεις κάτι το οποίο δεν έχεις ποτέ δει, κάτι που μονάχα έχεις φανταστεί και η φαντασία σου το έχει τόσο πολύ αγαπήσει που το 'χει υιοθετήσει; Φαίνεται πως είναι. Στον ήσυχο, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, τόπο, στο ειδυλλιακό αλλά αινιγματικό αυτό νησί είναι που έφτασε ο Ορέστης κυνηγημένος από τις Ερινύες φτάνουμε και εμείς κυνηγημένοι από τις φαντασιώσεις μας.
Λένε πως τούτος ο τόπος είναι μαγικός, μαγευτικός και μαγεμένος. Ευλογημένος είναι. Λένε ακόμη, πως εδώ μπορεί ο επισκέπτης σε περισυλλογή να βυθιστεί, το «μέσα» επιτέλους του να βρει, ακόμη και ποιήματα να γράψει! Λένε πολλά και αντιφατικά... Εμείς, αλίμονο, δεν είμαστε σε θέση μήτε να συμφωνήσουμε μήτε να διαφωνήσουμε. Εμείς παθητικά και παθιασμένα, απλώς τα βλέφαρα ορμητικά σφραγίζουμε σαν να είναι θεάτρου αυλαία. Και τότε η παράσταση αρχίζει: Ο υποβολέας μάς ψιθυρίζει: διαλόγους, μονολόγους και περιγραφές. Και αφηνόμαστε, παρασερνόμαστε, γοητευόμαστε. Παραδινόμαστε. Με μιας «βλέπουμε» τους εαυτούς μας να διασχίζουν άκοπα, αλλά όχι και άσκοπα όλο το νησί. Τους παρατηρούμε να σκαρφαλώνουν με άνεση τους βράχους, να περπατούν τις πεδιάδες, τους λόφους να ανεβαίνουν χωρίς να βαριανασαίνουν. Να ακούν την ατάραχη θάλασσα ιστορίες συναρπαστικές να μουρμουρίζει, και τελικά να, τους βλέπουμε φτάνουν ανάλαφροι στην κορυφή. Μπαίνουμε στο μεσαιωνικό κάστρο που είναι το Ανδρικό Καστρομονάστηρο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και ιδρύθηκε το 1088 από το μοναχό Χριστόδουλο Λατρινό με χρυσόβουλο του βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλεξίου Α` Κομνηνού. Γιατί άραγε διάλεξε την Πάτμο, αναρωτιόμαστε. Ο υποβολέας μάς ψιθυρίζει: «Γιατί ήταν έρημος μεν ανθρώπων η εσχατιά, αθόρυβος δε διαμονή και απαρόδευτος ήμεροις πλοίοις ή ελλιμένοις, άλλωστε μεν ούσαν τραχείαν τε και λυπράν, πίειραν δε και προς καρπών πνευματικών επιτηδειοτάτην φοράν».
Σηκώνουμε τα μάτια στον ουρανό. Με γάζα γαλάζια έχει σκεπαστεί από τη ζέστη θαρρείς πως θέλει να προστατευτεί. Τα αστέρια μικρές, λαμπερές, ασημένιες κόπιτσες για να στερεώνουν το γαλάζιο τούλι πάνω του. Ενα γαλάζιο τρυφερό, φιλικό, προσιτό. Αυτό εδώ το νησί, αυτός ο ουρανός, αυτή τη νύχτα είναι εντελώς δικά μας μέχρι να ξημερώσει. Δε χρειάζεται να κοιτάξουμε κάτω, η γάζα μεταμορφώνεται σε καθρέφτη και ένα μεγάλο μέρος του νησιού ανοίγεται μπροστά μας, ένα μεγάλο μέρος του μαγευτικού νησιού που πλαισιώνεται από τα τριγύρω νησάκια. Λένε πολλά για το νησί αυτό, το μαγευτικό, μαγικό, το μαγεμένο. Λεν πως αξίζει κανείς να το γυρίσει όλο, να πάει στον Κάμπο, το χωριό που είναι στα μεσόγεια, να πάει στη Σκάλα, στο, από την αρχαιότητα, λιμάνι του νησιού, που επιλέχτηκε για τον βαθύ κόλπο του και αναπτύχθηκε στη θέση της αρχαίας πρωτευουσας του νησιού Φορά, στους πρόποδες του λόφου Καστέλι. Λένε πολλά και για τα γύρω νησιά, για το Αγαθονήσι και για τους Αρκούς πως είναι πανέμορφα είναι. Λένε πολλά και σιωπηλά τα ακούμε ενώ έχουμε αφεθεί στο θαύμα που η φαντασία μας προσφέρει. Στη δική μας Πάτμο που ακόμη δεν είδαμε.