Copyright 2017 The Associated |
Στην ισχυρότερη καπιταλιστική χώρα της Ευρώπης και τέταρτη ισχυρότερη του κόσμου, με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, χαμηλό κρατικό χρέος και απίστευτα πλεονάσματα στον προϋπολογισμό και το εμπορικό ισοζύγιο, αποκαλύπτεται ότι υπάρχει συσσωρευμένη λαϊκή οργή και δυσαρέσκεια. Αυτή η καπιταλιστική ανάπτυξη και ευημερία, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές, βασίζονται στα βάρβαρα αντεργατικά μέτρα που εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες, είτε εναλλάξ από Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες, είτε από κυβερνήσεις «μεγάλου συνασπισμού». Ορισμένα από τα «αποκαΐδια» αυτής της ανάπτυξης είναι: Πάνω από 7,5 εκατ. εργαζόμενοι με mini jobs (βραχυπρόθεσμη και χαμηλά αμειβόμενη εργασία της τάξης των 450 ευρώ, συνήθως ανασφάλιστη) και σχεδόν 10 εκατ. με μερική απασχόληση ή προσωρινή - έκτακτη εργασία. Δηλαδή περίπου το 50% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα είναι με αυτές τις «άτυπες μορφές απασχόλησης». Στα 2,5 εκατ. είναι οι επίσημα άνεργοι. Περίπου 1 εκατ. ηλικιωμένοι 65 - 74 ετών εργάζονται, ενώ το 16% των συνταξιούχων ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Στο μεταξύ, συζητιέται ήδη νέα αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση, με αύξηση των ορίων ηλικίας, μείωση των συντάξεων και αύξηση των εισφορών.
Σε αυτό το έδαφος, και με την αρνητική επίδραση που ασκεί η έλλειψη ισχυρού Κομμουνιστικού Κόμματος, διαμορφώθηκαν και οι όροι για την ενίσχυση της εθνικιστικής - αντιμεταναστευτικής AfD, που ρίχνοντας το δηλητήριο του ρατσισμού εγκλώβισε λαϊκά στρώματα και μάλιστα τα πιο φτωχά. Ενδεικτικά, σε δημοσκόπηση για τα «σημαντικότερα προβλήματα της χώρας», η πλειοψηφία του γερμανικού λαού ιεραρχούσε: Πρόσφυγες - μετανάστες, συνταξιοδοτικό, κοινωνικές ανισότητες, εκπαίδευση. Η AfD συγκεντρώνει τα μεγαλύτερα ποσοστά της σε εργάτες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και σε περιοχές της Ανατολικής Γερμανίας, όπου η ανεργία είναι υψηλότερη. Οι μεγαλύτεροι «τροφοδότες» της AfD είναι η ένωση CDU / CSU, με 980.000 ψηφοφόρους της να μετακινούνται προς την AfD, οι Σοσιαλδημοκράτες με 470.000 ψηφοφόρους και η «Αριστερά» με 400.000 ψηφοφόρους. Επίσης, 1,2 εκατ. άνθρωποι που δεν είχαν ψηφίσει σε προηγούμενες εκλογές στράφηκαν προς την AfD.
Από τους 61.675.529 εγγεγραμμένους ψήφισαν 46.973. 799, με τη συμμετοχή να είναι στο 76,2%, από 71,6% το 2013. Η νέα Βουλή θα έχει 709 έδρες και οι συσχετισμοί διαμορφώνονται ως εξής:
Περίσσεψε για μια ακόμη φορά η υποκρισία για την άνοδο του ευρωσκεπτικιστικού ρεύματος, με την ενίσχυση της ΑfD. Οι θέσεις του κόμματος αυτού υπηρετούν τη στήριξη της καπιταλιστικής γερμανικής οικονομίας, την ενίσχυση των θέσεών της στο διεθνή και ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Από αυτή την άποψη, συγκλίνει στρατηγικά με όλα τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, ενώ πολλές από τις θέσεις τους είναι ταυτόσημες. Αλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πίσω από την ίδρυση της AfD, το 2012, βρισκόταν ο πρώην πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), Χανς Ολαφ Χένκελ, ανεξάρτητα αν αποχώρησε από το κόμμα αυτό στη συνέχεια.
Βεβαίως η AfD θεωρεί ότι ο στόχος αυτός, της ενίσχυσης του γερμανικού κεφαλαίου στον ευρωπαϊκό και διεθνή στίβο, μπορεί να εξυπηρετηθεί με διαφορετικές επιλογές από αυτές που σήμερα κυριαρχούν, προτείνοντας αλλαγές στη σχέση με την ΕΕ και την Ευρωζώνη, πιο σφιχτή μεταναστευτική πολιτική, μέτρα προστατευτισμού της «εθνικής παραγωγής» κ.λπ.
Κομβικό ζήτημα είναι η πρόταση της AfD να βγει η Γερμανία από τη ζώνη του ευρώ, καθώς «δεν τηρούνται οι κανόνες για καμία ευθύνη για τα χρέη άλλων χωρών και κρατικά χρέη στο 60% του ΑΕΠ». Επίσης εκφράζει ανησυχία για τις γαλλικές προτάσεις σχετικά με την Ευρωζώνη, σημειώνοντας ότι «ο Μακρόν θέλει η Γερμανία να είναι υπεύθυνη για τα ευρωπαϊκά χρέη».
Σε ζητήματα όπως η εξωτερική πολιτική, σημειώνουν ότι «οι ΗΠΑ παραμένουν ο σημαντικότερος εταίρος» και παράλληλα ζητούν «χαλάρωση στις σχέσεις με τη Ρωσία», «κατάργηση των κυρώσεων» και «εμβάθυνση των οικονομικών σχέσεων». Για άρση των κυρώσεων και προσέγγιση με τη Ρωσία μιλούν τόσο η σημερινή συγκυβέρνηση (πιο «ανοιχτά» το SPD), όπως και η «Αριστερά» και οι Φιλελεύθεροι. Επίσης η AfD ζητάει «η άμυνα της χώρας να είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητη από τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη». Και σε αυτό το ζήτημα, βεβαίως, δεν πρωτοτυπεί, αφού πάγια επιδίωξη όλων των γερμανικών κυβερνήσεων είναι η ενίσχυση της ικανότητας της Γερμανίας να εμπλακεί αυτοτελώς σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Σε σχέση με το επίσης κομβικό για την προεκλογική της καμπάνια ζήτημα της μετανάστευσης, η AfD ζητά «τα σύνορα να κλείσουν άμεσα» (έχουν κλείσει εδώ και μήνες) για να «σταματήσει η άναρχη, μαζική μετανάστευση, κυρίως ανειδίκευτων εργαζομένων προς τη χώρα μας και το σύστημα Κοινωνικής της Ασφάλισης».
Εκφράζουν δηλαδή μια πιο σφιχτή θέση στο «ανοιγοκλείσιμο» της μεταναστευτικής κάνουλας ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς για εργατικό δυναμικό. Αλλωστε, και η επίσημη κυβερνητική πολιτική Χριστιανοδημοκρατών - Σοσιαλδημοκρατών κινείται στην κατεύθυνση περιορισμού της μετανάστευσης.
Σε κάθε περίπτωση, όπως δείχνει και το παράδειγμα της Γαλλίας, αστικά εθνικιστικά κόμματα, εκτός του ότι εκφράζουν τμήματα του κεφαλαίου, αξιοποιούνται και ως φόβητρο για να αποσπάται η εργατική - λαϊκή συναίνεση σε κυβερνητικούς σχηματισμούς που προωθούν επιθετικά αντεργατικά - αντιλαϊκά μέτρα, όπως συμβαίνει και με την κυβέρνηση Μακρόν.
Μετά την ανακοίνωση των Σοσιαλδημοκρατών ότι αποχωρούν από το «μεγάλο συνασπισμό» και θα παραμείνουν στην αντιπολίτευση, ο μόνος δυνατός κυβερνητικός συνασπισμός με πλειοψηφία είναι αυτός των Χριστιανοδημοκρατών - Φιλελευθέρων (FDP) - Πρασίνων, που ονομάζεται «Τζαμάικα» από τα χρώματα των κομμάτων, που συμπίπτουν με αυτά της σημαίας της εν λόγω χώρας (μαύρο, κίτρινο, πράσινο).
Σύμφωνα με τον γερμανικό Τύπο, οι συνομιλίες θα είναι δύσκολες, αλλά όλες οι πλευρές υποστηρίζουν ότι είναι δυνατή και απαραίτητη μια «σταθερή κυβέρνηση». Να σημειωθεί επίσης ότι στο κρατίδιο Σλέσβιχ - Χόλσταϊν προέκυψε πρόσφατα «κυβέρνηση Τζαμάικα».
Τα βασικά μέτωπα των διαπραγματεύσεων θεωρούνται η μετανάστευση, η Ενέργεια και ο ρόλος της ΕΕ. Πιο έντονα συζητιέται, μέσω του γερμανικού Τύπου, το θέμα προσφυγιά - μετανάστευση, που έπαιξε και σημαντικό ρόλο στην εκλογική άνοδο της AfD. Το αδελφό κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών στη Βαυαρία, οι Χριστιανοκοινωνιστές (CSU), εν μέσω εσωτερικών αναταράξεων για το χαμηλό ποσοστό που πήραν στις εκλογές, επαναφέρουν τη θέση τους για «ανώτατο όριο» αιτούντων άσυλο στη χώρα στις 200.000 το χρόνο.
Οι Πράσινοι εμφανίζονται να απορρίπτουν το όριο - όπως και η CDU - όμως ζητούν μια «μεταναστευτική πολιτική προσανατολισμένη στις ανάγκες της Γερμανίας», καθώς από τις γερμανικές επιχειρήσεις λείπουν εκατοντάδες χιλιάδες εξειδικευμένα εργατικά χέρια: «Εξειδικευμένοι εργάτες, τους οποίους χρειάζεται επειγόντως η χώρα μας, θα πρέπει να μπορούν να αναζητήσουν δουλειά στη Γερμανία με πιο απλές διαδικασίες». Αυτό που ζητούν είναι «ένας νόμος που θα κάλυπτε τα κενά σε εξειδικευμένους εργάτες και θα μετρίαζε τη γήρανση του πληθυσμού».
Το FDP υποστηρίζει τη δημιουργία ενός «συστήματος πόντων» ανάλογα με τις ικανότητες και τις δεξιότητες, ώστε κάθε πρόσφυγας να συγκρίνεται με κάθε υποψήφιο μετανάστη με βάση το ...βιογραφικό τους. Ακόμα, θέσπιση κατώτερου μεροκάματου για πρόσφυγες, καθώς και να προσλαμβάνονται μόνο αν για την ίδια θέση δεν υπάρχει κατάλληλος Γερμανός ή πολίτης της ΕΕ.