Μεταξύ άλλων, ανέφερε τα εξής:
«Τα συλλογικά εργατικά δικαιώματα, όπως είναι το δικαίωμα της απεργίας ή το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας όταν ασκείται ομαδικά, έχουν βρεθεί στο στόχαστρο, με αποκορύφωμα μάλιστα τις προβλέψεις του 4ου μνημονίου για τη λήψη απόφασης για απεργία.
Και όλα αυτά τη στιγμή που ήδη το να προχωρήσει κανονικά μια απεργία, χωρίς δικαστικά εμπόδια, φαντάζει πιο δύσκολο από... το να πιάσεις το Τζόκερ! Από έρευνα που κάναμε στο ΕΚΑ το 2013 - 2014 στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ποσοστό περίπου 95% των απεργιών κρίνονταν παράνομες ή/και καταχρηστικές, ενώ οι σχετικές δίκες, με τις σφιχτές προθεσμίες που κατά το δοκούν καθορίζει ο προϊστάμενος του εκάστοτε Πρωτοδικείου, προσβάλλουν τις αξίες της δίκαιης δίκης, αφού η εναγόμενη συνδικαλιστική οργάνωση καλείται να απαντήσει σε ένα πολυσέλιδο δικόγραφο του εργοδότη, εντός 2 ωρών προτού προσέλθει στο δικαστήριο για την εκδίκαση της υπόθεσης. Αποτέλεσμα αυτού είναι η ελλιπής προετοιμασία, η αδυναμία ανεύρεσης των σχετικών εγγράφων ή των μαρτύρων, με μοναδικό σχεδόν επιδιωκόμενο κέρδος την αναβολή της εκδίκασης για 1 μέρα, ώστε η απεργία ή η στάση εργασίας να έχει προλάβει να επιτελέσει μέρος του σκοπού της, τουλάχιστον ως προς τη χρονική της διάρκεια.
Τα τελευταία ιδίως έτη, όπου ο συνδικαλισμός αποτελεί για το κεφάλαιο μίασμα που πρέπει να χτυπηθεί από τη ρίζα, υπήρξαν δυστυχώς αρκετές αποφάσεις που πλειοδοτούσαν σε βάρος των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους. Πρόσφατο παράδειγμα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που έκρινε αγωγή του εργοδότη κατά του προέδρου σωματείου μεγάλου νοσοκομείου, με την οποία ζητούσε αποζημίωση για συκοφαντική δυσφήμισή του, και την οποία δέχθηκε με την άμεση υπόδειξη στον πρόεδρο ότι στο λόγο του στη Γενική Συνέλευση δεν έπρεπε να πει μόνο αυτά που ανέφερε αλλά και άλλα θετικά πράγματα για τον εργοδότη του, με αποτέλεσμα να τον καταδικάσει σε αποζημίωση...
Ειδικά οι αποφάσεις που επεμβαίνουν στην εσωτερική αυτονομία των συνδικάτων έχουν πολλαπλασιαστεί το τελευταίο διάστημα, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που ακύρωσε το συνέδριο του Εργατικού Κέντρου Αθήνας.
Δυστυχώς, τα ανώτατα δικαστήρια, και κυρίως το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), μέχρι σήμερα έχουν επιδείξει ατολμία στο να αντιμετωπίσουν με όρους κοινωνικού κράτους τη λαίλαπα που έχει ενσκήψει και ιδίως τη δραματική συρρίκνωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας αλλά και του ίδιου του δικαιώματος της απεργίας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι "ελαφρά τη καρδία" δέχονται τη νομιμότητα ενός έκτακτου και από τη φύση του προσωρινού μέτρου, όπως αυτό της επίταξης πραγμάτων και υπηρεσιών το οποίο επιβάλλεται είτε α) για λόγους που επιτρέπουν τη στρατιωτική/πολεμική επίταξη υπηρεσιών και που είναι: i) πόλεμος, ii) επιστράτευση και iii) αντιμετώπιση αμυντικών αναγκών, είτε β) για λόγους που επιτρέπουν την κοινωνική επίταξη και αυτοί είναι: i) επείγουσα κοινωνική ανάγκη από θεομηνία και ii) ανάγκη που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία.
Με πρόσφατες αποφάσεις του το ΣτΕ έκρινε νόμιμες τις επιτάξεις των καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης και των εργαζομένων στη ΣΤΑΣΥ, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να σπάσει το απεργιακό μέτωπο των απεργών των κλάδων αυτών, με την αιτιολογία ότι υφίσταται κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, στη μεν πρώτη περίπτωση επικαλούμενη μία γνωμοδότηση ενός καθηγητή από κυπριακό πανεπιστήμιο ότι η συνέχιση της απεργίας μπορεί να επιφέρει ψυχολογική φόρτιση στους μαθητές των πανελληνίων εξετάσεων, ενώ στη δεύτερη επειδή η υπερβολική κίνηση οχημάτων που δημιουργούνταν από την απεργία στο μετρό, εμπόδιζε τη διέλευση ασθενοφόρων και άλλων οχημάτων πρώτης βοήθειας, χωρίς να αναφέρει κανένα υπαρκτό πραγματικό περιστατικό για να στηρίξει αυτές τις αιτιολογίες.
Είναι κοινός τόπος ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία σαφής μεταστροφή της νομολογίας σε ευαίσθητα ζητήματα, που πολύ συχνά αφορούν στους όρους εργασίας, όπως την εκ περιτροπής απασχόληση, τη μεταχείριση της επίσχεσης εργασίας ή την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών από την απόλυση λόγω άσκησης συνδικαλιστικής δράσης. Η μεταστροφή αυτή, διαπιστωμένη στους νομικούς κύκλους, έχει άμεσο αντίκτυπο και στη συμπεριφορά των ίδιων των εργαζομένων αναφορικά με την προστασία των δικαιωμάτων τους.
Για παράδειγμα, η επίσχεση εργασίας, ένα δικαίωμα που ασκεί, κατά περίπτωση, ιδιαίτερη πίεση στον εργοδότη, ασκείται με πολύ μεγαλύτερη φειδώ από τους εργαζόμενους, αφού σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία όλων των βαθμίδων των δικαστηρίων είναι καταχρηστική αν η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών των εργαζομένων οφείλεται όχι σε υπαιτιότητα ή δυστροπία του εργοδότη αλλά στη δυσχερή οικονομική του κατάσταση, όπως είναι η συνηθέστερη αιτιολογία στις δικαστικές αποφάσεις.
Παρότι υπάρχουν και φωτεινές εξαιρέσεις, η κυρίαρχη νομολογία στο θέμα της επίσχεσης εργασίας την θεωρεί καταχρηστική όταν στρέφεται εναντίον αξιόπιστου και φερέγγυου εργοδότη, ή όταν επιλέγεται παρά την ύπαρξη ηπιότερων για τον τελευταίο μέτρων, ή όταν προκαλεί δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, όπως συμβαίνει άλλωστε και με το απεργιακό δικαίωμα. Δημιουργείται έτσι η αντίφαση να αποτρέπεται ο εργαζόμενος να ασκήσει το δικαίωμα αυτό με το οποίο ο εργοδότης θα μπορούσε να πιεστεί να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, πίεση που μόνο σε φερέγγυο και αξιόχρεο εργοδότη έχει νόημα, αφού τον αναξιόπιστο δεν θα τον απασχολήσει καν η ενέργεια αυτή! Και όλα αυτά τη στιγμή που παραβλέπεται παντελώς ότι ο μισθός δεν αποτελεί απλά μία ανταλλακτική αξία, αλλά υποβαθμίζεται ο βιοποριστικός του ρόλος.
Μία ιδιαίτερη μεταστροφή της νομολογίας, ή, καλύτερα, διευρυμένη ερμηνεία των κριτηρίων της απόλυσης συνδικαλιστικού στελέχους, εντοπίζεται σε αυτήν του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία ενυπάρχει καταχρηστική συμπεριφορά του συνδικαλιστικού στελέχους αναφορικά με την επίκληση της προστασίας του από την απόλυση με το άρθρο 14 Ν. 1264/82, εξαιτίας του ότι δεν λήφθηκε υπόψη ο ισχυρισμός του εργοδότη πως "...ομάδα πέντε εργαζομένων της επιχείρησης (οι οποίοι και κατονομάζονται) επισκέφθηκαν το νόμιμο εκπρόσωπο της αναιρεσείουσας εταιρείας και του ζήτησαν να απομακρυνθεί από την επιχείρηση ο ενάγων γιατί τους προκαλεί φραστικά λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι «εκτός από το μεροκάματο που παίρνουν από την επιχείρηση, παίρνουν επιπλέον μεροκάματο από τον Κ.» (συνδικαλιστικό αντίπαλο του ενάγοντος), με αποτέλεσμα να διαταραχθούν οι εργασιακές τους σχέσεις, με προσβολές και εξευτελισμούς και να υπάρχει κίνδυνος συμπλοκής με αυτόν...". Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι οι καταρχήν περιοριστικά αναφερόμενοι λόγοι απόλυσης συνδικαλιστή διευρύνονται σημαντικά, αφού δίνεται η δυνατότητα στον εργοδότη να προβάλει ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του εργαζομένου να επικαλεστεί την προστασία όταν "...με πράξεις ή παραλείψεις του εκ κακοβουλίας του έχει καταστήσει αδύνατη ή έχει θέση σε κίνδυνο τη λειτουργία της επιχειρήσεως ή του τμήματος στο οποίο εργάζεται...".
Και τώρα τι μας περιμένει; Μετά την εκμηδένιση της προστασίας από τις ομαδικές απολύσεις, την αέναη υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών, την "απελευθέρωση" της κυριακάτικης εργασίας, τη νομιμοποίηση της ανταπεργίας, και μάλιστα στην πιο σκληρή εκδοχή της, τη μισθολογική ανταπεργία, τη μείωση του προστατευτικού πλαισίου για τους συνδικαλιστές. Εχουν ήδη δρομολογηθεί η αλλαγή του τρόπου λήψης απόφασης για απεργία, η αλλαγή επιμέρους διατάξεων του συνδικαλιστικού νόμου, όπως είναι η θέσπιση ηλεκτρονικού μητρώου μελών (άγνωστο ποιος θα το τηρεί) και φυσικά η διατήρηση των μνημονιακών διατάξεων που αφορούν την προτεραιότητα τραπεζών και Δημοσίου έναντι των εργατικών απαιτήσεων σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Και όλα αυτά, όπως ακούσαμε και στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, χέρι χέρι "ο Μπράουν, ο Φίσερ κι ο Κραφτ που ξανάσμιξαν", όπως λέει το τραγούδι του Λοΐζου, δηλαδή μαζί κυβέρνηση και ΝΔ.
Ηδη έχει νομοθετηθεί άλλωστε ότι οι όποιες αλλαγές στις πολιτικές για την αγορά εργασίας "δεν θα πρέπει να συνεπάγονται την επιστροφή σε παλαιότερα πλαίσια πολιτικής, ασύμβατα με τους στόχους της προώθησης μιας βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης...". Με βάση τις αντεργατικές ρυθμίσεις στη χώρα μας, οι επιχειρήσεις λαμβάνουν το μήνυμα και αντικατοπτρίζουν στην καθημερινή λειτουργία τους την ουσία των ρυθμίσεων αυτών, γι' αυτό και το εργασιακό "bullying" στην Ελλάδα έχει εκτοξευθεί στην τρίτη θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης.
Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στην παραδοχή ότι ζούμε σε μια περίοδο τεκτονικών μεταβολών σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, ότι βιώνουμε τη γέννηση ενός "νέου κόσμου", που συνδέεται ωστόσο με τη βαρβαρότητα, τη φρίκη και την καταστροφή. Ακριβώς επειδή απευθύνομαι σε συνδικαλιστές και ανθρώπους που προτάσσουν ντε φάκτο το κοινό από το ατομικό συμφέρον, το μήνυμα που πρέπει να εκπέμψετε είναι ότι τα συνδικάτα και πιο συγκεκριμένα το ΠΑΜΕ θα είναι στην πρώτη γραμμή ανάσχεσης αυτής της βαρβαρότητας».