ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΕΝΑΡΞΗΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ
Η εικονική πραγματικότητα της Παιδείας

Παρά τις πρόσφατες ηχηρές εξαγγελίες του υπουργείου, τα προβλήματα συντηρούνται και διαιωνίζονται, ως απόρροια της εφαρμοζόμενης αντιεκπαιδευτικής πολιτικής

Κυριακή 2 Σεπτέμβρη 2001

Η εφαρμογή της αντιεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης τα τελευταία τέσσερα χρόνια «γέννησε» σωρό προβλημάτων, τα οποία αντί να βρουν τη λύση τους - παρά τις όποιες «φαμφάρες», μεγάλα λόγια αλλά και... διορθωτικές κινήσεις της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας - συντηρούνται και διαιωνίζονται. Με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς στις 11 του Σεπτέμβρη τα οξυμένα προβλήματα θα κάνουν την εμφάνισή τους από την αρχή, ενώ τα σχολεία θα εμφανιστούν ακόμα «φτωχότερα» σε ό,τι αφορά τουλάχιστον το μαθητικό πληθυσμό.

Αυτό άλλωστε το μαρτυρά η υπάρχουσα κατάσταση που παραμένει τραγική και την οποία δημιούργησε η εκπαιδευτική «μεταρρύθμιση», αυτή που έδιωξε χιλιάδες μαθητές από το σχολείο. Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του υπουργείου Παιδείας, φέτος το ποσοστό αποτυχίας των μαθητών της Β` Λυκείου κυμάνθηκε στο 7,5%, (έναντι 30,35% το 1998-1999). Ομως η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική, αφού το ποσοστό αυτό είναι αποτέλεσμα της ταξικής εκκαθάρισης που έγινε στη Β' Λυκείου με την εφαρμογή της «μεταρρύθμισης».

Τα νούμερα και τα ποσοστά αποτυχίας είναι αποκαλυπτικά και αποτελούν καταπέλτη... Απολυτήριο για τη φετινή σχολική χρονιά διεκδικούσαν 63.200 μαθητές. Το 1997, πριν την εφαρμογή της μεταρρύθμιση, απολυτήριο αποκτούσαν πάνω από 120.000 μαθητές. Τώρα, ο 1 στους 4 αποφοίτους του Γυμνασίου εγκαταλείπει πριν τα 18 του την εκπαίδευση. Ειδικότερα, από τους 120.430 αποφοίτους Γυμνασίου της σχολικής χρονιάς 1997-1998, οι 30.525 δεν έφτασαν στη φετινή Γ' Λυκείου (2000-2001) αλλά ούτε στο Β` κύκλο ΤΕΕ, εγκαταλείποντας νωρίτερα κάθε μορφής εκπαίδευση.

Την ίδια στιγμή η απαξίωση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος που σταθερά προωθεί η κυβέρνηση, αυξάνει το ρόλο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και διευρύνει τον κύκλο δραστηριοτήτων του κεφαλαίου και στο χώρο της Παιδείας. Τόσο τα ιδιωτικά σχολεία Α/βάθμιας και Β/βάθμιας εκπαίδευσης αυξάνονται και μαζί τους τα διάφορα μαγαζιά ψευτοκατάρτισης ΙΕΚ, ΚΕΚ κλπ.

Οι πρόσφατες ανακοινώσεις των συνολικών αναδιαρθρώσεων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας, γίνονται για να «ρίξουν στάχτη στα μάτια» του ελληνικού λαού. Ομως ο λαός έχει χορτάσει από υποσχέσεις και μεγάλα λόγια. Οι τυμπανοκρουσίες και τα «θα» που προβάλλονται, δεν απαντούν στις σύγχρονες ανάγκες για ολόπλευρη μόρφωση σε όλα τα παιδιά. Και αυτό γιατί στόχος της πολιτικής που ακολουθείται και υλοποιείται και σε άλλες χώρες της ΕΕ, είναι η εξυπηρέτηση των αναγκών του μεγάλου κεφαλαίου, που απαιτεί μαζική παραγωγή φτηνών εργατικών χεριών και μισοειδικευμένων και μια ελίτ στελεχών, πράγμα που μπορεί με τη ραγδαία ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής να αυξήσει ακόμα περισσότερο την κερδοφορία του.

Υψηλό το κόστος για τη λαϊκή οικογένεια

«Η εικονική πραγματικότητα που κάθε χρονιά μάς παρουσιάζει το υπουργείο Παιδείας δεν μπορεί να κρύψει τα ελλείμματα, τις προθέσεις και τα αποτελέσματα της εκπαιδευτικής του πολιτικής», λέει η Βάνα Τζιαντζή, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Γονέων Αθήνας. Επισημαίνει δε ότι «το μεγάλο φαγοπότι της "πληροφορικής στα σχολεία" δεν μπορεί να κρύψει τις κατεστραμμένες και βρόμικες αίθουσες, τη διπλοβάρδια και τριπλοβάρδια, την έλλειψη βιβλιοθηκών, εργαστηρίων, τα απαράδεκτα αναλυτικά προγράμματα, βιβλία. Μόνο για τις εξετάσεις των ξένων γλωσσών, για να πάρουν τα παιδιά μας το δίπλωμά τους πληρώνουμε 6 δισ. ετησίως».

«Το μόνο που προωθεί με επιτυχία το υπουργείο Παιδείας είναι η εκδίωξη των μαθητών από το Λύκειο, η πρόωρη έξοδός τους στην γκρίζα αγορά εργασίας. Περίπου 780 δισ. ετησίως δαπανούν οι Ελληνες γονείς με ιδιωτικές δαπάνες για να καλύψουν το εκπαιδευτικό έλλειμμα της πολιτείας. Μιας πολιτείας που αρνείται την υποχρέωση να εξασφαλίσει την αναγκαία γενική μόρφωση για όλα τα παιδιά της χώρας μας» τόνισε η Β. Τζιαντζή.

Σημείωσε δε, ότι «το κίνημα της παιδείας - οι μαθητές, οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς, που ζούμε την πραγματικότητα του εξοντωτικού τους συστήματος - κάνει στην πράξη την αξιολόγησή του, αναδείχνοντας με τα αιτήματά του το βαθύτερο πρόβλημα της εκπαίδευσης, διεκδικώντας τη μόρφωση που δικαιούνται όλα τα παιδιά».

Στο στόχαστρο και η ανώτατη Παιδεία

Η αξιολόγηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μεταφέρθηκε για ένα ακαδημαϊκό έτος αργότερα, με πρόσχημα το διάλογο ανάμεσα στην ηγεσία του υπουργείου Παιδείας με τα Πανεπιστήμια και Τεχνολογικά Ιδρύματα της χώρας. Ο διάλογος αυτός θα ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του χρόνου, μέσω της σύστασης του Εθνικού Συμβουλίου Ανώτατης Παιδείας, το οποίο και ελέγχεται απόλυτα από το υπουργείο Παιδείας και συμμετέχουν εκπρόσωποι και των βιομηχάνων.

Το Συμβούλιο αυτό, θα αποτελεί ένα μηχανισμό αυταρχικού ελέγχου της ανώτατης εκπαίδευσης για την προσαρμογή της στις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας, ενώ η αξιολόγηση θα γίνεται σύμφωνα με όσα ισχύουν στις άλλες χώρες της Ε.Ε., έχοντας ως βασικό κριτήριο, όχι βέβαια τις κοινωνικές ανάγκες, αλλά αυτό που επιτάσσει το κεφάλαιο.