Η αποπομπή Ρουσέφ ήταν το αποκορύφωμα της ενδοαστικής σύγκρουσης
Copyright 2016 The Associated |
Το πρόσχημα της καταπολέμησης της διαφθοράς και της κάθαρσης (η Ρουσέφ δικάστηκε με την κατηγορία ότι παραποίησε τα στοιχεία του προϋπολογισμού το 2014 για πολιτικό όφελος, ενώ πολλά στελέχη και ο πρώην Πρόεδρος Λούλα φέρονται μπλεγμένα σε σκάνδαλα διαφθοράς) από τους κατήγορους της, επίσης μέχρι τα μπούνια στη διαφθορά (οι 49 από τους 61 γερουσιαστές που την απέπεμψαν σε σύνολο 81, ελέγχονται επίσης για σκάνδαλα), χρησίμευσε και για τον εγκλωβισμού του λαού. Κύρια επιδίωξη να μη βλέπει τον κύριο εχθρό, την εξουσία του κεφαλαίου που και η Ρουσέφ υπηρέτησε και βεβαίως χρησιμοποιήθηκε για γενναία αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος, ιδιαίτερα σε φάσεις που οξύνεται η καπιταλιστική κρίση.
Επομένως, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις εξελίξεις στη Βραζιλία, πρέπει να «πιάσουμε το νήμα» από τις συμμαχίες που οικοδομήθηκαν ήδη από το 2003, όταν ήρθε στην πολιτική εξουσία ένας πρώην βιομηχανικός εργάτης, ο Ιγνάσιο Λούλα Ντα Σίλβα, που προβλήθηκε ως «λύση για το λαό», με τη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση του καπιταλισμού που πρότεινε. Τμήματα της αστικής τάξης ενίσχυσαν αυτή την τάση, που είχε λαϊκή στήριξη με την ελπίδα να βελτιωθεί κάπως η κατάσταση μετά από δεκαετίες δικτατοριών και νεοφιλελεύθερης αντιλαϊκής πολιτικής. Τα πρώτα χρόνια και λόγω της γενικότερης οικονομικής συγκυρίας, η κυβέρνηση του Κόμματος των Εργατών και οι σύμμαχοί της (εκτός από μια σειρά αστικά και μικροαστικά κόμματα και το ΚΚ της Βραζιλίας, ενώ το Βραζιλιάνικο ΚΚ κρατούσε κριτική στάση) αξιοποίησε τον τεράστιο πλούτο αυτής της μεγάλης χώρας για να κάνει μια περισσότερο επεκτατική πολιτική με ορισμένα προγράμματα άμβλυνσης της ακραίας φτώχειας, εξασφαλίζοντας την ταξική συναίνεση, την ίδια ώρα που το ντόπιο κεφάλαιο αναβάθμιζε τη θέση τόσο στην ήπειρο όσο και στο διεθνές περιβάλλον. Προχώρησε πολλές συνεργασίες, συγκροτήθηκαν διακρατικές καπιταλιστικές ενώσεις με χώρες της περιοχής όπως ενδεικτικά η «Αγορά του Νότου» (Mercosur), η Ενωση των Χωρών της Νότιας Αμερικής (Unasur) ή οι BRICS (με Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική). Επίσης, η Βραζιλία ήδη από το 2004 μπήκε επικεφαλής της στρατιωτικής επέμβασης στην Αϊτή υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Η σχετική αντίθεση με τον ιμπεριαλιστικό πόλο των ΗΠΑ αξιοποιήθηκε ως επίτευγμα των λεγόμενων «προοδευτικών κυβερνήσεων», την ίδια ώρα όμως διευρυνόταν η συνεργασία με τα αμερικανικά μονοπώλια σε πολλούς τομείς.
Οι επόμενες κυβερνήσεις της Ρουσέφ, με τις ίδιες συμμαχίες από το 2010 και ενώ εξελισσόταν πλέον η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, έδιναν νέα προνόμια στο κεφάλαιο, προχωρούσαν σε φοροαπαλλαγές και εισφοροαπαλλαγές, κίνητρα, παραπέρα ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που συναγωνίζεται τις πιο «νεοφιλελεύθερες» κυβερνήσεις: Λιμάνια, αυτοκινητόδρομοι, αεροδρόμια, εκμετάλλευση πετρελαιοπηγών. Ολη αυτή η κατάσταση έφερε λαϊκές αντιδράσεις, όπως την περίοδο του Παγκόσμιου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου το 2014, επιδεινώθηκε η κατάσταση για τα λαϊκά στρώματα. Πάνω σε αυτό το έδαφος και την ύφεση της τάξης του 4% στη σημερινή φάση, «πάτησε» η προσπάθεια των τμημάτων της αστικής τάξης για αλλαγή μείγματος διαχείρισης, οξύνθηκε η ενδοαστική αντιπαράθεση, ακολούθησε η διαδικασία της αποπομπής της Ρουσέφ. Σημαντικό, επίσης, στοιχείο είναι ότι μέσα στους κόλπους του βραζιλιάνικου κεφαλαίου εξελισσόταν και εξελίσσεται μια έντονη διαπάλη για τις διεθνείς συμμαχίες της χώρας και δεν αποκλείεται με την επιλογή στην προεδρία του Μισέλ Τέμερ από το νεοφιλελεύθερο Δημοκρατικό Κίνημα Βραζιλίας (PMDB) (ήταν ο πρώην αντιπρόεδρος της Ρουσέφ και σταθερός σύμμαχος από το 2010) να επιταχυνθούν αλλαγές στους προσανατολισμούς.
Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι η νέα κυβέρνηση θα εντείνει την επίθεση στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα. Γι' αυτό, το κρίσιμο ζήτημα για το εργατικό και λαϊκό κίνημα είναι στην πάλη του ενάντια στην αντιλαϊκή επίθεση που θα ακολουθήσει, να χειραφετηθεί και να απεγκλωβιστεί από τις αστικές επιδιώξεις και τις αυταπάτες που καλλιέργησε η δήθεν «αριστερή» σοσιαλδημοκρατική διαχείριση. Το δυνάμωμα της αντικαπιταλιστικής, αντιμονοπωλιακής πάλης, η αυτοτελή στρατηγική του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος είναι όροι για να ανοίξει ο δρόμος να γίνουν οι εργάτες και τα λαϊκά στρώματα κυρίαρχοι του πλούτου που παράγουν με τη δική τους σοσιαλιστική εξουσία.