ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑ - Α. ΚΟΣΤΑ
Διεκδικούν αλλαγές στο «μείγμα» με αναλλοίωτο τον αντιλαϊκό του χαρακτήρα

Χαρακτηριστικές οι αναφορές των δύο πρωθυπουργών ότι αυτό που «έχει αποτύχει» είναι «η λιτότητα από μόνη της» και «στην παρούσα μορφή της»...

Τρίτη 12 Απρίλη 2016

Την προσήλωσή τους στους «κοινούς κανόνες» της ΕΕ για τους αντιλαϊκούς «κοινούς στόχους» της, επανέλαβαν ο Αλ. Τσίπρας και ο Α. Κόστα
Την κοινή τους πεποίθηση ότι απαιτούνται αλλαγές στο «μείγμα» διαχείρισης ώστε να ανακάμψει η καπιταλιστική οικονομία σε Ελλάδα και Πορτογαλία, εξέφρασαν οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών, Αλ. Τσίπρας και Α. Κόστα, κατά τη χτεσινή συνάντηση και κοινή συνέντευξη Τύπου στην Αθήνα, μαζί με την προσήλωσή τους στην υλοποίηση της αντιλαϊκής στρατηγικής της ΕΕ.

Ντύνουν τις επιδιώξεις του κεφαλαίου με χιλιοφορεμένες απάτες για την ΕΕ

Για «αναποτελεσματικά προγράμματα λιτότητας», έκανε λόγο ο Ελληνας πρωθυπουργός, «ντύνοντας» την απόφαση για ένταση της συνεργασίας με την πορτογαλική κυβέρνηση προς επίτευξη των στόχων του κεφαλαίου των δύο χωρών, με τα γνωστά περί «εναλλακτικών πολιτικών» για «να ξαναγυρίσει η Ευρώπη στις ιδρυτικές της αξίες. Στις αξίες της αλληλεγγύης, της κοινωνικής συνοχής και της δημοκρατίας»... Αναπαράγοντας την αυταπάτη περί αλλαγής στην ΕΕ, υποστήριξε ότι αυτό «θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητα των προοδευτικών δυνάμεων να αλλάξουν τους συσχετισμούς».

Τοποθετούμενος στις αντιθέσεις που εκδηλώνονται με αφορμή και το «ελληνικό πρόγραμμα», πρόσθεσε ότι «η Ευρώπη έχει βγει σοφότερη από αυτές τις κρίσεις. Ισως έξι χρόνια πριν, να πιστεύαμε ότι δεν μπορεί μόνη της και έχει την ανάγκη τεχνοκρατών και συμβούλων (...) Σήμερα, πρέπει να αποδείξουμε ότι μπορούμε μόνοι μας (...) η Ευρώπη μπορεί από μόνη της να επιστρέψει (...) στα μονοπάτια της ανάπτυξης με κοινωνική συνοχή».

Ο Α. Κόστα, απ' την πλευρά του, μίλησε επίσης για «δομικό πρόβλημα στην Ευρωζώνη», το οποίο «έχει να κάνει με τις ασυμμετρίες μεταξύ των διαφορετικών οικονομιών». Προσπερνώντας το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης στον καπιταλισμό, ανέφερε ότι «δεν θα έχουμε διαρκή σταθερότητα στην Ευρωζώνη, αν δεν μπορέσουμε να μειώσουμε τις ασυμμετρίες μεταξύ των οικονομιών μας. Γι' αυτόν το λόγο είναι απαραίτητο να δώσουμε μια νέα ώθηση στη σύγκλιση μεταξύ των οικονομιών μας και των πιο αναπτυγμένων οικονομιών της Ευρωζώνης».

Επανέλαβε ότι «οι πολιτικές λιτότητας δεν δίνουν λύση» και ότι πρέπει να τεθούν στόχοι ανάπτυξης και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, προφανώς με «γενναία» κρατική στήριξη. Σ' αυτήν την κατεύθυνση, όπως είπε, η κυβέρνησή του έχει εκπονήσει ήδη ένα «Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων», το οποίο περιλαμβάνει παρεμβάσεις στα πεδία που ιεραρχεί και η ελληνική κυβέρνηση, καθ' υπαγόρευση των αναγκών του κεφαλαίου.

Σε ερώτηση για το χρέος, ο Α. Κόστα παραδέχτηκε ότι παρότι η Πορτογαλία δεν θέτει θέμα διευθέτησης του χρέους της, εντούτοις στόχος είναι «μια νέα ισορροπία» μεταξύ των πόρων που κατανέμονται για την εξυπηρέτησή του και αυτών που προορίζονται για τη στήριξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο Αλ. Τσίπρας πρόσθεσε πως εφόσον προχωρήσει η ρύθμιση του χρέους της Ελλάδας κι άλλες χώρες ενδεχομένως μπορούν να επωφεληθούν.

Παράλληλα, ο Ελληνας πρωθυπουργός παρουσίασε την κυβέρνηση συνεργασίας της Πορτογαλίας σαν παράδειγμα προς μίμηση, ενώ απευθυνόμενος ουσιαστικά στο ΠΑΣΟΚ δήλωσε: «Ο Α. Κόστα, ο οποίος είναι ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, του Σοσιαλιστικού Κόμματος που εκεί δεν επέλεξε να γίνει ουρά της Δεξιάς, αλλά αντίπαλος της Δεξιάς (...) Θέλω λοιπόν να τονίσω ότι για όλες τις δυνάμεις τις προοδευτικές, παρά τις υπαρκτές διαφορές, σήμερα δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά μονάχα ο δρόμος της συνεργασίας και της ευρύτερης δυνατής ενότητας και θα έλεγα ότι αυτός ο δρόμος είναι ένας δρόμος που θα ενισχύσει την Ευρώπη. Η Ευρώπη δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις που προσπαθούν να οικοδομήσουν μία εναλλακτική στην κυρίαρχη αντίληψη της λιτότητας...».

Κοινή έγνοια η ενίσχυση των επιχειρηματικών ομίλων

Στην Κοινή Διακήρυξη, που υπέγραψαν οι δύο πρωθυπουργοί, επιβεβαιώνουν «το εξαιρετικό επίπεδο των διμερών μας σχέσεων και τη δέσμευσή μας για περαιτέρω ενίσχυσή τους σε όλους τους τομείς και ιδιαίτερα στον εμπορικό και επενδυτικό τομέα».

Υποστηρίζουν ότι «η συνεχιζόμενη κρίση της Ευρωζώνης οφείλεται στη μέχρι τώρα ασύμμετρη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, καθώς και στις αδυναμίες της Ευρωζώνης όσον αφορά τον τρόπο σχεδιασμού της». Εκφράζουν την εναντίωσή τους στο «μείγμα» διαχείρισης που έχει προκριθεί, κρίνοντάς το ως ακατάλληλο για την καπιταλιστική ανάκαμψη σε Ελλάδα και Πορτογαλία: «Ως πρωθυπουργοί δύο χωρών με παρόμοιες εμπειρίες σε θέματα πολιτικών στο πλαίσιο των αντίστοιχων προγραμμάτων προσαρμογής», αναφέρουν, «έχουμε την κοινή πεποίθηση ότι οι πολιτικές που βασίζονται μόνο στη λιτότητα είναι εσφαλμένες και αναποτελεσματικές για την αντιμετώπιση των υφιστάμενων προκλήσεων (...) Η λιτότητα από μόνη της έχει αποτύχει, στην παρούσα μορφή της, ενώ ο κοινωνικός και οικονομικός αντίκτυπος είναι κατά πολύ μεγαλύτερος από τον αναμενόμενο». Προκρίνουν, δηλαδή, ένα «μείγμα» που θα διατηρεί στο ακέραιο τη λιτότητα για το λαό, αλλά θα δίνει μεγαλύτερα περιθώρια κρατικής στήριξης του κεφαλαίου.

Για να μην υπάρξει περιθώριο παρερμηνείας, προσθέτουν ότι «οι πολιτικές λιτότητας διατηρούν τις οικονομίες σε κατάσταση ύφεσης και τις κοινωνίες διαιρεμένες». Ακόμα, παραπέρα συμπληρώνουν: «Τηρούμε τους κοινούς κανόνες για τους κοινούς στόχους, με πλήρη σεβασμό του δημοκρατικού δικαιώματος των εκλεγμένων κυβερνήσεων να αποφασίζουν από μόνες τους σχετικά με συγκεκριμένες πολιτικές σύμφωνα με αυτούς τους στόχους». Διεκδικούν, δηλαδή, μια ορισμένη «ευελιξία» για την επίτευξη των κοινών αντιλαϊκών στόχων της ΕΕ, τέτοια που να «διευκολύνει» περισσότερο τα τμήματα του κεφαλαίου που εκπροσωπούν.

Παρεμβαίνοντας στη συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ και της Ευρωζώνης, υποστηρίζουν πως «πρέπει να αποφασίσουμε αν ο δρόμος μας προς το μέλλον θα περάσει μέσα από μια πιο στενή πολιτική, δημοσιονομική και κοινωνική ολοκλήρωση ή αν θα επιλέξουμε το δρόμο του κατακερματισμού με βαθμιαία επιστροφή σε ελεγχόμενες μορφές προστατευτισμού, με σκοπό την επιδίωξη στενών εθνικών συμφερόντων».

«Εξι χρόνια μετά από το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν τώρα στη διάθεσή τους καλύτερες συνθήκες, καθώς και την τεχνική ικανότητα για το σχεδιασμό και την αναθεώρηση προγραμμάτων για τα κράτη - μέλη», συμπληρώνουν και αξιώνουν «περισσότερα για την προστασία της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε μια ολοκληρωμένη χρηματοπιστωτική αγορά».

Ακόμα, υπερασπίζονται τη δυνατότητα «μέσα στο ισχύον ευρωπαϊκό πλαίσιο, για καλύτερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, ώστε να ξεπεραστούν τα δομικά κωλύματα και, με αυτόν τον τρόπο, να αυξηθούν οι επενδύσεις και να τονωθούν η ανάπτυξη και η απασχόληση».

Κατά τα λοιπά, την ίδια ώρα που δηλώνουν την «ενεργό υποστήριξη και δέσμευσή μας στις διπλωματικές πρωτοβουλίες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της ειρήνης και της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή», προτρέπουν σε μια πιο «ενεργή και συνεκτική Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας», σε ενίσχυση δηλαδή του βραχίονα της ΕΕ για την προώθηση των επικίνδυνων ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών της.