«Ορέστεια» από το Εθνικό Θέατρο |
Ο Κώστας Τσιάνος, κατέχοντας το «μέτρο» της ισορροπίας μεταξύ ηθογραφικής κωμωδίας και φάρσας, με τη σκηνοθεσία του «αναβίωσε» το αστικό περιβάλλον και κλίμα της δεκαετίας του '50. Συμπαραστάτες του τα καλαίσθητα ρεαλιστικά σκηνικά της Ρένας Γεωργιάδου και τα αρμόζοντα κοστούμια της Νανάς Σμυρνή. Η εμπλουτισμένη με τραγούδια της εποχής (ενορχήστρωση -διδασκαλία Γιώργος Θεοδοσιάδης) και με ανάλαφρες χορογραφίες σκηνοθεσία προσφέρει μια εύρυθμη, ευφρόσυνη, δροσερή παράσταση, στην οποία ξεχωρίζουν ο Βασίλης Τσιβιλίκας με τις γνωστές κωμικές του ευκολίες, ο Παύλος Ορκόπουλος με την άφθαρτη από κωμικά «καλούπια» λαϊκή αμεσότητά του, ο Οδυσσέας Σταμούλης, η Ιλιάς Λαμπρίδου και ο Γιώργος Χαδίνης, με την πείρα και το χιούμορ τους, η Ζωή Αλπάντη, ο Θανάσης Βισκαδουράκης και η Χαρά Κεφαλά με το σκηνικό «νεύρο» τους. Η Βίκυ Κουλιανού, στον γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο, ήταν αξιοπρεπής σκηνικά, αντλώντας από τον εαυτό της. Είναι ένα πρώτο βήμα. Απομένουν πολλά για να κριθεί θεατρικά.
«Γκαουντεάμους» από το «Μάλι» |
Τι «φοβερό» και «απάνθρωπο» ιστορεί η δήθεν καυστική πολιτική «σάτιρα», που διασκεύασε και σκηνοθέτησε ο Λεβ Ντόντιν (διευθυντής του «Μάλι»); Την καθημερινή ζωή των στρατευμένων από όλες τις Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ στο Σοβιετικό Στρατό. Τις σκοπιές, τις αγγαρείες, τις ανοησίες κάποιων καραβανάδων, τις παρέες, τους καυγάδες, τα γλέντια με χορό, πιοτό και έρωτες με γυναίκες της περιοχής κατά την έξοδο των στρατευμένων. Τι λιγότερο γίνεται με όλους τους στρατευμένους σε όλες τις χώρες; Ο αντισοβιετισμός, όμως, τέτοια δεν κοιτά... Από τη μωρολόγα θεματολογικά, φλύαρη, με αλλεπάλληλες επαναλήψεις ανούσιων διαλόγων, παράσταση του Ντόντιν, το μόνο που αξίζει να σημειωθεί είναι οι καλά ασκημένοι υποκριτικά, κινησιολογικά, τραγουδιστικά ηθοποιοί, χάρη στην τεράστια θεατρική παιδεία που οικοδόμησε το σοβιετικό καθεστώς.
«Ούτε γάτα, ούτε ζημιά» στο «Παρκ» |
Η παράσταση του Γ. Κόκκου είχε καλές προθέσεις και καλά στοιχεία. Δεν είχε εκσυγχρονιστικές υπερβολές. Είχε, όμως, αδυναμίες και αντιφάσεις. Ενώ αισθητική και ερμηνευτική επιλογή της ήταν ένας λιτός, σύγχρονος, χωρίς υπερβολές ρεαλισμός - και ως προς την εικαστική όψη της παράστασης (πράγμα που επέτυχε το λιτό σκηνικό του Γ. Κόκκου) και ως προς την ερμηνεία του λόγου - ώστε με το λόγο κυρίαρχο και εύληπτο να αναδεικνύεται η διαχρονικότητα και οικουμενικότητα του μύθου - άλλα στοιχεία (ενδυματολογικά και σκηνοθετικά) εκτρέπονταν του ρεαλιστικού μέτρου, χάριν της θεαματικότητας (λ.χ. το αστραφτερό κοστούμι του Απόλλωνα, η σύγχρονα ανδροντυμένη, αλλά και κρατώντας χρυσή ασπίδα... Αθηνά, η υπερβατική ενδυματολογικά Πυθία). Ο σκηνοθέτης απέδειξε την υψηλή εικαστική του αντίληψη δημιουργώντας «πίνακες» - στάσεις του Χορού, αλλά και την πλήρη αδυναμία του ως προς την όρχηση του Χορού. Η έλλειψη χορογραφίας, η ανυπαρξία όρχησης του Χορού, φάνηκε ιδιαίτερα στον «Αγαμέμνονα» και στις «Ευμενίδες», αφήνοντας να πάνε στράφι τα έξοχα, πραγματικά, κοστούμια που σχεδίασε για το Χορό των «Ευμενίδων» η Λιλή Κεντάκα. Ο σκηνοθέτης, ορθώς πράττοντας, ζήτησε από τους ηθοποιούς καθάριο νοηματικά, άμεσο, φυσικό, αληθινό λόγο. Δεν τους καθοδήγησε, όμως, δεν τους κατηύθυνε ως ενιαίο ερμηνευτικό σύνολο, με αποτέλεσμα ο κάθε ηθοποιός να καταθέσει το «έχει» του, διακινδυνεύοντας να είναι ερμηνευτικά ετερόκλιτος, με ήθος και ύφος διαφορετικό από των συμπαικτών του, πράγμα που λίγο ως πολύ συνέβη, με απόλυτη ευθύνη του σκηνοθέτη. Επομένως, υπ' αυτές τις συνθήκες πρέπει να κριθούν οι ηθοποιοί.
Η Λυδία Κονιόρδου απέδειξε περίτρανα ότι είναι μεγάλη ηθοποιός, με υψηλή διάνοια και θηριώδη τεχνική και με σπάνια στις μέρες μας γνώση των ερμηνευτικών προβλημάτων και απαιτήσεων του αρχαίου δράματος. Η Λ. Κονιόρδου δεν άντεξε απλώς τον ογκόλιθο που λέγεται Κλυταιμνήστρα και στις τρεις τραγωδίες της τριλογίας. «Εχτισε» ακέραιο όλο το «μύθο», όλη την πορεία της αυταρχικής βασίλισσας, της διαβολικής μοιχού και συζυγοκτόνου, της άκαρδης και με τα παιδιά της, Κλυταιμνήστρας. Με τα σκηνοθετικά δεδομένα πρόκειται για μοναδικό επίτευγμα. Ο Νικήτας Τσακίρογλου διασώθηκε χάρη στη μεγάλη παιδεία, την πείρα, το υποκριτικό του μέτρο και κύρος, όπως και η Ολγα Τουρνάκη. Η Αμαλία Μουτούση έδωσε μια ακόμη απόδειξη του σπουδαίου υποκριτικού ταλέντου της. Η πιο μοντέρνα ερμηνευτικά, αν και αβοήθητη, έπλασε μια συνταρακτικής αλήθειας πάσχουσα Ηλέκτρα. Μια φοβισμένη αλλά και οργισμένη, μια ψυχολογικά «καιόμενη βάτο». Τρίτη στέρεη, με μέτρο και αμεσότητα ερμηνεία είναι του επίσης ταλαντούχου Κώστα Τριανταφυλλόπουλου. Ο σκεπτόμενος, ανήσυχος, αισθαντικός, ελπιδοφόρος νέος ηθοποιός Νίκος Κουρής, αν και πρωτοδοκιμαζόμενος στο αρχαίο δράμα και ολοφάνερα αβοήθητος από το σκηνοθέτη, έκανε μια ελπιδοφόρα αρχή στο είδος. Λιτά, με εσωτερικότητα, χωρίς εντυπωσιοθηρικούς μελοδραματισμούς πάλεψε και άντεξε το ερμηνευτικό βάρος του Ορέστη. Αβοήθητοι έξαλλου προσπάθησαν για το καλύτερο δυνατόν και οι άλλοι ηθοποιοί: Ολια Λαζαρίδου, Χρήστος Στέργιογλου, Θέμις Πάνου, Μαρία Ναυπλιώτου, Αριστοτέλης Αποσκίτης, Οδέττη Ιωάννου, καθώς και τα μέλη των δύο Χορών.