Γ` Μέρος
Από τον Παπάγο ως το 1964
Κυριακή 23 Γενάρη 2000

Εργατική Πρωτομαγιά 1957
Τα βασικά πολιτικά χαρακτηριστικά αυτών των χρόνων ήταν η προσπάθεια που κατέβαλε η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, στο υπόβαθρο της γρήγορης καπιταλιστικής ανάπτυξης, να διαμορφώσει και να σταθεροποιήσει το κλασικό δικομματικό σύστημα («Δεξιά» - «Κέντρο»), ενώ συνεχιζόταν η σύγκρουση των κέντρων εξουσίας (Παλάτι - Κυβέρνηση), για το ποιο από τα δύο θα έχει το πάνω χέρι στην άσκησή της.

Βρισκόμαστε στην περίοδο κατά την οποία διαρκούσε η διαπάλη, που σε κάποιες φάσεις πήρε οξύτατες μορφές, ανάμεσα στα υπολείμματα του παλαιού τύπου εξουσίας (Μοναρχία) και του νεότερου (Αστικού), που είχε αντικαταστήσει τον προηγούμενο.

Το κύριο γνώρισμα της αντιπαράθεσης Ανακτόρων - Κυβερνήσεων ήταν ότι «κάθε πλευρά» πρόβαλε την ανάγκη της πιο ενισχυμένης παρουσίας της ως καλύτερη εγγύηση για τα συνολικά συμφέροντα του κεφαλαίου, στα πλαίσια της σύγκρουσης των δυο κοινωνικοοικονομικών συστημάτων, σοσιαλισμού - καπιταλισμού.

Η σύγκρουση όχι μόνο δεν απέκλειε, αλλά και περιλάμβανε προσωρινές συμμαχίες, πότε ανάμεσα στο Παλάτι και τη «Δεξιά» κατά του «Κέντρου» και πότε ανάμεσα στο Παλάτι και στο «Κέντρο» κατά της «Δεξιάς».

Παράλληλα στην περίοδο αυτή γνώρισε νέα μεγάλη δοκιμασία το ΚΚΕ, ως αποτέλεσμα της επίδρασης του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ στις αποφάσεις του.

Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (15-16 Ιούλη 1995) σημείωσε: « Η κριτική που άσκησε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956) σ' αυτή την περίοδο (σημείωση Μ. Μ.: εννοεί την περίοδο Στάλιν) δε συνιστούσε ολόπλευρη και αντικειμενική εξέταση της πορείας οικοδόμησης του σοσιαλισμού στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Η συζήτηση επικεντρώθηκε στο θέμα της προσωπολατρίας, ζήτημα που από μόνο του δεν μπορεί να δώσει ολοκληρωμένες απαντήσεις για τα προβλήματα της περιόδου, όπως και για αρνητικά φαινόμενα στη λειτουργία και δράση του Κόμματος.

Το πιο σοβαρό είναι ότι το 20ό Συνέδριο καταδίκασε τη σωστή θέση - για τη συγκεκριμένη εκείνη φάση - ότι οξυνόταν η ταξική πάλη.

Στην προπολεμική περίοδο (οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε συνθήκες περικύκλωσης) η εκμηδένιση της δράσης των εκμεταλλευτριών τάξεων, των ερεισμάτων και υπολειμμάτων τους δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ηταν αναγκαία και επιβεβλημένη η επαγρύπνησή του απέναντι στις μηχανορραφίες του καπιταλισμού που συναντούσαν την απήχηση και τη στήριξη στο εσωτερικό της χώρας, ανάμεσα σε δυνάμεις που είχαν συμφέρον να παρεμποδίσουν την οικοδόμηση των βάσεων του σοσιαλισμού. Ηταν υποχρεωτικός - στη συγκεκριμένη περίοδο - ο συγκεντρωτικός τρόπος διεύθυνσης της οικονομίας και ως ένα σημείο οι επιδράσεις του στο πολιτικό εποικοδόμημα.

Η κριτική που άσκησε το 20ό Συνέδριο αξιοποιήθηκε για να εξαπολυθεί μια μηδενιστική και συκοφαντική επίθεση εναντίον του σοσιαλισμού από εκείνους που δεν ενδιαφέρονταν, βεβαίως, να μελετήσουν τα λάθη και να τα καυτηριάσουν, αλλά στο όνομα των λαθών να χτυπήσουν στη ρίζα της την κομμουνιστική θεωρία και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Με τη "σταλινολογία" ο ιμπεριαλισμός έδειξε όλο το ταξικό μίσος του για τη διαμόρφωση του σοσιαλιστικού συστήματος μετά το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο» («Υλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης για το Σοσιαλισμό», σελ. 40-41, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ).

Παράλληλα από το 20ό Συνέδριο τέθηκε «η σημασία που έχει το ξεπέρασμα της διάσπασης στο εργατικό κίνημα», δηλαδή η άρση του ιστορικού σχίσματος κομμουνιστών - σοσιαλδημοκρατών και «η αποκατάσταση πρακτικών επαφών ανάμεσα στα ΚΚ και τα σοσιαλδημοκρατικά» (Ν. ΚΟΣΜΟΣ, Μάρτης 1956, σελ. 3), ενώ επιλέχτηκε ο κοινοβουλευτικός δρόμος για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Ακολούθησε η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Μάρτης 1956), που υιοθέτησε τη γραμμή του 20ού Συνεδρίου και η 8η Ολομέλεια (1958), που αποφάσισε τη διάλυση των παράνομων κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ («ΕΠΙΣΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΚΕ», τ. 8ος, σελ. 261).

Ταυτόχρονα, απ' το καλοκαίρι του 1956 η Α` Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ είχε ουσιαστικά αποφασίσει τη μετατροπή της σε ενιαίο κόμμα, από συνασπισμός κομμάτων που ήταν μέχρι τότε. Στην εισήγηση του Μανώλη Γλέζου, με θέμα «Η δημοκρατική λειτουργία της ΕΔΑ και η καταστατική της κατοχύρωση», διαβάζουμε: «Η ΕΔΑ είναι και πρέπει να παραμείνει Πολιτικός Συνασπισμός. Το αντίθετο σημαίνει ότι δε βλέπουμε και αγνοούμε την πραγματικότητα την ίδια. Η ίδια όμως η πραγματικότητα μας δείχνει και κάτι άλλο, ότι το κάθε κόμμα χωριστά είναι δύσκολο, εξαιτίας των ανωμάλων συνθηκών, να σταθεί και να λειτουργήσει σαν ξέχωρος κομματικός οργανισμός. Η ζωή, λοιπόν, η ίδια απαιτεί απαραίτητα, όχι απλώς συντονισμό, αλλά ενότητα και στην καθοδήγηση και στη δράση. Γι' αυτό και τα κόμματα, οι εκπρόσωποι των κομμάτων, αποφάσισαν όπως ο Πολιτικός Συνασπισμός της ΕΔΑ λειτουργήσει σαν ένας ενιαίος κομματικός οργανισμός για την πραγματοποίηση των σκοπών του Πολιτικού Συνασπισμού» («Η Α` Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ», σελ. 219, ΕΚΔΟΣΗ «ΝΕΑΣ ΖΩΗΣ»).

Ετσι, με τα «ναι μεν, αλλά», προχωρούσε η διάχυση του ΚΚΕ μέσα στην ΕΔΑ.

Ο «Συναγερμός» στην κυβέρνηση

Στα τρία περίπου χρόνια της πρωθυπουργίας Παπάγου θωρακίστηκαν περισσότερο οι μηχανισμοί του αστικού κράτους, προστέθηκαν νέοι, όπως η δημιουργία της ΚΥΠ, ενώ συνεχίστηκαν οι διώξεις κατά των κομμουνιστών, παρά τα προεκλογικά συνθήματα και τις επαγγελίες του «Συναγερμού» για «ειρήνευση και λήθη». Επί διακυβέρνησης του «Ελληνικού Συναγερμού» εκτελέστηκε ο Νίκος Πλουμπίδης.

Στο ίδιο διάστημα υπογράφτηκε η ελληνοαμερικανική συμφωνία εγκατάστασης των βάσεων στην Ελλάδα (12 Οκτώβρη 1953). Οπως έγραψε ο Σπ. Μαρκεζίνης «... Από τους πρώτους διαπραγματευθέντας την σύμβασιν του 1953 είμαι ο μόνος επιζών (1979). Μετέφερα τότε εις Ουάσιγκτον προς τον Πρόεδρον Αϊζενχάουερ την σχετικήν πρότασιν του στρατάρχου Παπάγου, την οποίαν κατ' αρχήν συνεζήτησα και με τον τότε υπουργό των Εξωτερικών των ΗΠΑ Φόστερ Ντάλες». (Κ. Μαρδά: «Η Ελλάδα στα δίκτυα των Βάσεων», σελ. 59, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ).

Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης του «Ελληνικού Συναγερμού» προώθησε την καπιταλιστική ανασυγκρότηση. Ο πλούτος που συσσωρεύτηκε, συνοδεύτηκε από την φτώχεια των πλατιών λαϊκών μαζών. «Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στις αρχές του 1954 το υπουργείο Πρόνοιας, 2.420.535 άτομα είχαν πιστοποιητικό απορίας. Από αυτούς, οι 1.793.545 χαρακτηρίζονταν άποροι α` κατηγορίας, δηλ. είχαν εισόδημα ως 120 δραχμές το μήνα (120.000 της εποχής εκείνης)» (Σπ. Λιναρδάτου, «Από τον εμφύλιο στη χούντα», τ. Β`, σελ. 133). Εξάλλου, σε 500.000 υπολογιζόταν τότε ο αριθμός των φυματικών ασφαλισμένων του ΙΚΑ. Οι έμμεσοι φόροι, που έπλητταν τους μισθωτούς, έφτασαν το 82% του συνόλου της φορολογίας, ενώ ο υπουργός Εργασίας Γονής παραδεχόταν ότι «αι συνθήκαι του εργαζόμενου εν Ελλάδι είναι πάσης άλλης χώρας αθλιέστεραι».

Ο καθηγητής Αγγελος Αγγελόπουλος έγραψε ότι «οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων και μιας μεγάλης κατηγορίας των ιδιωτικών είναι πλέον ανεπαρκείς και δεν εξασφαλίζουν την στοιχειώδη διαβίωσιν, ενώ η μεγάλη μάζα του λαού στερείται των στοιχειωδών μέσων από απόψεως διατροφής, ιματισμού και κατοικίας» (ο.π., σελ. 58-59).

Ο ανταποκριτής του «Ρόιτερ» στην Αθήνα Σαμ Μοντιάνο έγραψε για ένα χωριό του Εβρου: «Οι Ελληνες αγρότες χρησιμοποιούν ακόμη λάμπες του πετρελαίου και οργώνουν τους αγρούς των με τα ίδια πρωτόγονα όργανα που μετεχειρίζοντο οι πατέρες των προ αιώνος, και δεν μπορούν να κρύψουν την ζήλειαν των όταν βλέπουν τα λαμπρά φωτισμένα χωριά της βουλγαρικής όχθης του ποταμού. Οι Βούλγαροι έχουν ηλεκτρισμόν και μηχανήματα διά τους αγρούς των» (ο.π., σελ. 60).

Εκείνη την περίοδο, αναπτύχθηκε μια ορισμένη διαπάλη, στο χώρο των αστικών δυνάμεων, σε σχέση με τους μοχλούς της κρατικής οικονομικής παρέμβασης στην καπιταλιστική αναπαραγωγή. Η κυβέρνηση Παπάγου απέβλεψε στον περιορισμό της κρατικής ιδιοκτησίας και στο πέρασμα ενός μέρους της στο ιδιωτικό κεφάλαιο, ενώ το αντιπολιτευόμενο «Κέντρο» και οι πρώην υπουργοί Γ. Καρτάλης, Κυρ. Βαρβαρέσσος κ. ά. αντιδράσανε στην ιδιωτικοποίηση.

Ο Μαρκεζίνης τάχθηκε υπέρ της συγχώνευσης της Εθνικής και της Τράπεζας Αθηνών, που ήταν ιδιωτική, υπέρ της πολιτικής της λεγόμενης σταθεροποίησης και υπέρ της χρηματοδότησης της ανάπτυξης με δάνεια από το εξωτερικό και με επενδύσεις ξένες και ιδιωτικές. Τη νέα Τράπεζα ο Μαρκεζίνης σχεδίαζε να την κάνει κύριο όργανο για τη βιομηχανική ανάπτυξη.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται και σήμερα, ως προς τούτο: Η αστική διαχείριση, ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανάγκες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, αλλά και το συσχετισμό των δυνάμεων, πότε χρησιμοποιεί μια ευρύτερη και πότε μια περιορισμένη κρατική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση πρόκειται για εκτεταμένη κρατική παρέμβαση, που ο χαρακτήρας της κρύβεται πίσω από τα ψευδεπίγραφα λόγια περί «μικρού» ή «μεγαλύτερου» κράτους.

Ακολούθησε η υποτίμηση της δραχμής, απ' την οποία ωφελήθηκαν οι καταθέτες χρυσών λιρών, οι μεγαλοεξαγωγείς, οι μεγαλοχρεώστες στο Δημόσιο και οι εργοδότες. Χιλιάδες εργαζόμενοι απολύθηκαν, ενώ οι τιμές αυξήθηκαν κατακόρυφα.

Για να τονώσει το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών, η κυβέρνηση κατέθεσε νομοσχέδιο «περί προσελκύσεως ξένων κεφαλαίων», που πρόβλεπε εξαιρετικά προνόμια για τους επιχειρηματίες - επενδυτές. Στόχος η συσσώρευση κεφαλαίων, μέσω της έντασης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.

Ο Μαρκεζίνης προσανατολίστηκε στην προσέλκυση κεφαλαίων από την ΟΔ της Γερμανίας. Η διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου προκάλεσε αντιδράσεις απ' τις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία. Οχι μόνο γι' αυτές καθεαυτές τις επενδύσεις, που η γερμανική κυβέρνηση ανέλαβε να πραγματοποιήσει στην Ελλάδα, όσο κυρίως γιατί στόχος της Γερμανίας του Κ. Αντενάουερ ήταν, μέσω της Ελλάδας, να αποκτήσει δίαυλο προς τα πετρέλαια της Μ. Ανατολής και τη Μεσόγειο. Ισως αυτή η σύγκρουση ν' αποτέλεσε τη βασική αιτία της διάρρηξης των δεσμών Παπάγου - Μαρκεζίνη και της παραίτησης του δεύτερου.