Εκδήλωση τιμής και μνήμης για τον Βάσο Γεωργίου
Παρασκευή 6 Ιούνη 2014

Με μια σεμνή εκδήλωση, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών (ΕΕΛ) τίμησε την περασμένη Δευτέρα 2 Ιούνη το σύντροφο Βάσο Γεωργίου, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρός της. Για τον Βάσο Γεωργίου μίλησαν ο Στέφανος Λουκάς, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη», για τη δημοσιογραφική του δουλειά, η Εύη Κοντόρα, συγγραφέας, για το συγγραφικό του έργο, ενώ ο Βασίλης Κολοβός, ηθοποιός - συγγραφέας, διάβασε αποσπάσματα από το βιβλίο του Βάσου Γεωργίου «Η ζωή μου». Την εκδήλωση συντόνισε ο Αλέκος Πούλος, ποιητής - συγγραφέας, μέλος της ΕΕΛ, ο οποίος παρουσίασε σύντομα το βιογραφικό του. Στην εκδήλωση παραβρέθηκε η κόρη του Βάσου, Μάχη Γεωργίου, που μιλώντας στο τέλος της εκδήλωσης, έδωσε τις δικές της αναμνήσεις, όπως η ίδια έζησε την αγωνιστική δράση του πατέρα της, και ο εγγονός του Βάσος.

Ποιος ήταν

Ο Βάσος Γεωργίου γεννήθηκε στους Αγίους Θεοδώρους της Κορινθίας το 1910. Το 1929 ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία στον «Ημερήσιο Τύπο». Το 1930, είκοσι χρόνων, φοιτητής, άρχισε τη συνεργασία του με το «Ριζοσπάστη» και την «Κομμουνιστική Επιθεώρηση». Εγινε μέλος του ΚΚΕ το 1932.

Το 1936 περνάει μόνιμα στο «Ρ» ως συντάκτης και μέλος της Συντακτικής Επιτροπής. Τον ίδιο χρόνο αρχίζουν οι διώξεις, οι φυλακές και οι εξορίες αρχικά στην Αίγινα και στη συνέχεια στη Φολέγανδρο, στη Γαύδο και στον Αι - Στράτη. Το 1942 γυρίζει από την εξορία και έρχεται αμέσως σε επαφή με το μηχανισμό του παράνομου «Ρ». Ενα χρόνο αργότερα βρέθηκε στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές της Ρούμελης, όπου δούλεψε σε στελεχικές θέσεις.

Μετά από την απελευθέρωση το 1944 εργάστηκε αρχικά στον κεντρικό μηχανισμό του Κόμματος και κατόπιν διευθυντής της «Ελεύθερης Ελλάδας» και αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη». Το 1946 φεύγει για το Παρίσι ως ανταποκριτής του «Ριζοσπάστη» και μετά από την ήττα του ΔΣΕ περνά στην πολιτική προσφυγιά. Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1964. Το 1967 η χούντα τον εκτόπισε στη Γιούρα και στη Λέρο. Με την επανέκδοση του νόμιμου «Ριζοσπάστη» συνεχίζει την παλιά συνεργασία του. Τιμήθηκε με ειδική πλακέτα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ με αφορμή τα 75 τότε χρόνια ζωής του και τα 55 χρόνια της αγωνιστικής δημοσιογραφικής πορείας του. Επίσης, του είχαν απονεμηθεί το μετάλλιο «Γιούλιους Φούτσικ» από τη Διεθνή Οργάνωση Δημοσιογράφων και άλλες τιμητικές διακρίσεις από τις κυβερνήσεις της Σοβιετικής Ενωσης, της Βουλγαρίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Πολωνίας και άλλων χωρών.

Για τον κομμουνιστή δημοσιογράφο

Μιλώντας ο Στέφανος Λουκάς, είπε ανάμεσα σε άλλα: «Πώς διάλεξε αυτόν το δρόμο, μέσα από τον οποίο σμιλεύτηκε ο αξέχαστος σύντροφός μας; Μας το λέει ο ίδιος:

"Με τη δίκη των κομμουνιστών φαντάρων του Καλπακίου, είχα συγκλονιστεί. Τότε ήταν που πήγα στο Καλπάκι για ρεπορτάζ, πήρα και μια φωτογραφική μηχανή. Πήγα βέβαια σαν απεσταλμένος του 'Ελεύθερου Ανθρώπου', της εφημερίδας που τότε εργαζόμουν.

Την επόμενη μέρα, ο 'Ριζοσπάστης' δημοσίευε αποσπάσματα από το ρεπορτάζ αυτό, με το σχολιασμό ότι αυτά τα έγραψε ο αστός δημοσιογράφος τάδε, για λόγους δημαγωγικούς... Αυτό με έκανε να πάω για πρώτη φορά στα γραφεία του 'Ριζοσπάστη'. Από τη στιγμή λοιπόν που πήγα στο 'Ριζοσπάστη', έγινα αγωνιστής - στρατιώτης - δημοσιογράφος του Κόμματος, άνθρωπος του 'Ριζοσπάστη', συντάκτης και συνεργάτης του πάνω από 55 χρόνια". Ελεγε επίσης για τον κομμουνιστή δημοσιογράφο: "Πρέπει να τον τραβάει ο 'Ριζοσπάστης'. Να νιώθει ότι υπηρετεί μια επαναστατική υπόθεση. Οτι εκπληρώνει κάτι σημαντικό, ότι είναι μαχητής του Κόμματος, υπηρέτης του λαού. Αυτή η συναίσθηση πρέπει να τον συνοδεύει παντού. Η κομμουνιστική δημοσιογραφία δε σημαίνει βόλεμα, σημαίνει πάθος, σημαίνει θέληση για αγώνα. Είναι ένα τόσο όμορφο καθήκον, που αξίζει να το υπηρετούν με όλη την αφοσίωση"».

Αγώνας για ν' αφήσουν πίσω τους έναν κόσμο καλό...

Παρουσιάζοντας το συγγραφικό του έργο, η Εύη Κοντόρα μίλησε για την κομμουνιστική ζωή και δράση του μέσα από τα βιβλία του, αναφέροντας μεταξύ άλλων:

«Στη διάρκεια της μακριάς και πολυτάραχης ζήσης του, ο Βάσος Γεωργίου, που ανδρώθηκε και ακολούθησε με σθένος το ποτάμι της Ιστορίας, για να την κατευθύνει όπως πολλοί από τους συγκαιρινούς του σ' ένα πιο φωτεινό κι ελπιδοφόρο για την ανθρωπότητα μέλλον, γνώρισε τις οδύνες του αρχαίου Οδυσσέα κι ένιωσε το σαράκι της λαχτάρας του νόστου, όπως έγινε με το μυθικό ήρωα του Ομήρου. Ο Βάσος Γεωργίου επέστρεψε στην πατρίδα του μετά από δεκαοχτώμισι χρόνων Οδύσσεια, για να διαπιστώσει ότι στην Ιθάκη το μαρτύριο του Σίσυφου ακόμα κρατούσε. Ο νόστος του δεν ήταν ανέφελος, γιατί η πολιορκία της εξουσίας από τους λογής μνηστήρες τον οδήγησε και πάλι στις ίδιες κακοτοπιές, αναγκάζοντάς τον να πάρει ξανά το ίδιο δύσκολες αποφάσεις...

Αλλά μήπως την ίδια τύχη δε συμμερίστηκαν χιλιάδες σύντροφοί του που διάλεξαν το δρόμο του αγώνα, επειδή είχαν καταλάβει ότι δεν αρκούσε να είναι "καλοί", μα ήταν ανάγκη ν' αφήσουν πίσω τους έναν κόσμο καλό;...

Ο Βάσος Γεωργίου, αυτοβιογραφικός σε κάθε έργο του, είτε μιλά σε τρίτο πρόσωπο είτε σε πρώτο, δε μένει απλώς στα στενά πλαίσια μιας διήγησης. Κάθε βιβλίο είναι η ακτινογραφία της εποχής του, που την προσεγγίζει με ματιά δημοσιογράφου, μα και με ψυχή μαχητή. Τα κείμενά του, ακόμα και τα λογοτεχνικά, διαπνέονται από μια φλόγα πολύ χαρακτηριστική για τις παλιές γενιές των επαναστατών, προλετάριων και διανοούμενων. Η φλόγα αυτή τους φώτισε και τους κατέκαψε ταυτόχρονα, δημιουργώντας όμως από τις στάχτες των θυσιασμένων μια νέα γενιά κομμουνιστών αγωνιστών, κι έβαλε τη σφραγίδα της θερμής πνοής της στα έργα όσων πολέμησαν με το ντουφέκι και με την πένα για μια καλύτερη ζωή, ώστε εκείνοι που παράγουν να μπορούν και να νέμονται κι εκείνοι που μοχθούν να μπορούν και ν' απολαμβάνουν».