(2ο μέρος)
Τ' άλογο χλιμιντρούσε κι έσκαβε τη γης με τ' ατσαλένια πέταλά του. Αφριζαν τα ρουθούνια του, και με τα μάτια του έτρωγε πέρα μακριά τη στράτα ανυπόμονα. Ολο και τίναζε τη μαύρη μεταξένια χαίτη του και κοιτούσε τον καβαλάρη του σα να του μιλούσε: "Πάμε καπετάνιο... Πάμε στη δουλιά μας εμείς...".
Τρία χρόνια, άλογο και καβαλάρης αλώνιζαν πέρα - δώθε το Μοριά. Κένταυρος οι δυο τους, άνθρωπος και ζωντανό. Σκαπετήσανε γιδόστρατες στα βουνά. Ροβολήσανε κάμπους και λαγκαδιές. Σφυρίξανε στ' αφτιά τους βόλια γερμανικά. Ρεκάξανε στο διάβα τους τα στεν... Πέσανε σε φονικά καρτέρια από σπιούνους. Χρειάστηκε να γίνει σίφουνας εκείνο τ' άλογο και να πετάει. Κι ήρθαν στιγμές που λαβωμένος και πνιγμένος στο αίμα εκείνος σφιχτοκλείδωνε τα πόδια του πάνω στη σέλα στην κοιλιά του αλόγου και κείνο αστραπή τον έφερνε μακριά απ' τον κίνδυνο.
- Ησυχα Βοριά... θα πάμε - μίλησε στ' άλογό του ο καβαλάρης. Τώρα είναι η Μάνα... Δε βλέπεις; Στα τρία χρόνια του βουνού πέρασε δυο φορές κλεφτά και την είδε τη μάνα του. Τώρα πια δεν απόμεινε πολύ. Τώρα τελειώνει...
- Να μούρθεις γρήγορα... Τ' ακούς; πρόλαβε να του φωνάξει. Εκείνος γέλασε.
Γρήγορα... γρήγορα... Χάιδεψε το Βοριά στο μάγουλό του, τον χτύπησε με την απαλάμη του στο σβέρκο και "Χοπ, Βοριά... χοπ!" γινήκανε μια αστραπή που χάθηκε πάνω στη δημοσιά.
Εκείνη απόμεινε και τήραγε πέρα μακριά. Δε φαινόταν πια τίποτα. Μονάχα ένα συννεφάκι κουρνιαχτός που έκρυβε μέσα την καρδιά της κι όλο και μάκραινε και μάκραινε...
.......................................
Λίγο πριχού χαράξει η μέρα, το σκοτάδι είναι πυκνότερο. Σαν πρόκειται να κοπάσει η τρικυμία, τα στερνά της κύματα είναι τ' αγριότερα και τρών' τους ναυαγούς. Αλίμονο σ' εκείνον που θα περιφρονήσει τις στερνές αναλαμπές της φωτιάς που τρώει και σίδερα και χτίσματα κι ανθρώπους...
Η Παπαλεβέντενα στάθηκε η ρίζα της ζωής εκείνο το μαύρο κι άραχνο ξημέρωμα. Σαν τα μάτια της αντικρίσανε το μανιασμένο εκείνο ασκέρι νάρχεται σαν μια αγέλη από αγρίμια ολόισα στο σπιτικό της, στάθηκε ολόρθη σαν κολώνα δωρική.
- Ξυπνήστε! είπε βαθιά στους σπιτικούς της. Εβγαλε από τις κούνιες τα μωρά αγουροξυπνημένα. Τάντυσε. Εσπρωξε τους κουρασμένους της γιους και τους γαμπρούς. Πρόσταξε τον καθένα πώς και από πού θα φύγει και καρτέραγε.
Εξω λυσσομανούσε η φωτιά. Το λιοτριβιό λαμπάδιαζε. Χώρια απ' την πυρήνα, φορτώματα σκορπίσανε οι Γερμανοί κι οι άνθρωποί τους τα εκρηκτικά. Ενα πλήθος άνθρωποι που μίλαγαν όλες τις γλώσσες ρίχνανε τα λιόδεντρα με μπαλταδιές. Χύνανε μπενζίνες στις αποθήκες. Αναποδογύριζαν κυψέλες. Σημαδεύανε τα κατσίκια και τα πουλερικά που τρέχανε σαν παλαβά. Ολούθε γλύφανε οι γλώσσες της φωτιάς. Σαν πήρε να τριζοβολάει και το σπίτι ξέκοψε απ' το παραθύρι. Κάτω ρίχνανε την πόρτα με κασμάδες και λοστούς. Οι φωνές τους με τους πνιχτούς καπνούς και τις φλόγες ανέβαιναν ολοένα κι αγριότερες.
Γύρισε όλες τις κάμαρες. Εδιωξε απ' το υπόγειο και από τα πορτάκια τις γυναίκες που απόμειναν σαστισμένες κι ύστερα κατέβηκε μ' αργές κι επίσημες κινήσεις τη σκάλα. Πέρασε την κεντρική πόρτα του σπιτιού. Εριξε ολόγυρα μια ματιά. Εκείνοι ούρλιαζαν. Ξαφνικά κάτι σα φίδι δάγκωσε τα σπλάχνα της. Το μάτι της έπεσε σε μια σύναξη ανθρώπων κάτω απ' τον πλάτανο. Ανάμεσα στα πρόσωπα, στις στολές, στις φωνές, στις φλόγες, στο σάλαγο έφτασε στ' αφτιά της μια απλή νότα μιας αντρικής τραγουδιστής φωνής. Κάπως τρικλίσανε τα πόδια της. Μια θολούρα σκέπασε τα μάτια της. Εκείνη τη φωνή! Α, εκείνη τη φωνή! Κάποτε της φαίνεται πως την άκουσε να τραγουδάει μέσα στα σπλάχνα της. Στεγνώσανε τα χείλη της. Ανοιξε διάπλατα τα μάτια της και κοιτούσε. Ενας στρατιώτης ανέβηκε στο δέντρο. Μια σκάλα φέρανε από το λιοτριβιό. O νους της και η καρδιά της κι η ψυχή της κολλήσανε πάνω σ' αυτή τη σκάλα... Σαν το πουλί που κλέψανε το τέκνο του, φτεροκοπάει η έγνοια της γύρω σ' αυτή τη σκάλα, σ' αυτό το δέντρο σ' αυτόν το στρατιώτη που είναι ανεβασμένος εκεί ψηλά. Απ' το χοντρό του κλώνο κρέμεται τώρα ένα σκοινί... Τώρα στεγνώσαν τα χείλη της, πια! Εχει μια δίψα! μια δίψα! Εβαλε το χέρι προς τα μάτια της και βόγγηξε.
- Γιε μου! πουλί μου!
Σ' αυτόν εδώ τον τόπο οι αυγούλες είναι τόσο ευγενικά ωραίες. Κάτι τέτοιες αυγές ο ήλιος παίζει το κρυφτούλι του με κάτι συννεφάκια πούχουν το χρώμα του κροκού. Τότε βρίσκει την ευκαιρία κι ο κορυδαλλός να μπει στη μέση. Δίνει ένα σάλτο από τη φωλιά του, απ' το κλαράκι, από τη χλόη και πετάει. Το πέταμά του είναι όλο μικρά - μικρά κυκλάκια προς τον ουρανό. Κι όταν πια χορτάσει πέταμα, τραγούδι και παιχνίδι αφήνεται να πέφτει σα βολίδα απ' τα ψηλά. Κάποτε όμως σταματάει πάνω από ένα πλάτανο το γκρέμισμά του στο κενό. Απλώνει τα φτεράκια του φτεροκοπώντας τρομαγμένα. Κι ύστερα χώνεται μες στη φωλιά του, στο κλαράκι, μες στη χλόη.
Ενα ανθρώπινο κορμί ανέμιζε εκεί. Δεν ήταν βαρύ. Κάτι σαν πούπουλο. Κάτι σαν πουλί. O ήλιος έπαψε πια να παιχνιδίζει με τα συννεφάκια πούχαν το χρώμα του κροκού. Ελαμψε το φως του άσπρο, γαλατένιο.
- Γιε μου! πουλί μου!
Σαν την κουκουβάγια. Ολη τη μέρα ως το δειλινό έφερνε βόλτες μέσα στα χαλάσματα. Περνούσε ανάμεσα από τους μεθυσμένους στρατιώτες που βλαστήμαγαν αδειάζοντας τα βαρέλια από την κάβα της. Εκαψε τα πόδια και τα ρούχα της ανάμεσα στις φλόγες. Δάκρυ δεν έχυσε. Ψηλή, στητή, αλύγιστη, με τα μάτια της στυλωμένα εκεί. Στο δέντρο, στο σκοινί.
Το δειλινό πήγε και στάθηκε μπροστά στον αξιωματικό. Η ίδια πάντα. Σαν Νέμεση. Σαν οργή.
- Δώστε μου το παιδί μου! Σήκωσε το χέρι της, κι έδειξε τον κρεμασμένο. Ούτε το χέρι της έτρεμε ούτε η φωνή της! Κάποιος στρατιώτης έκανε να κινηθεί κατ' απάνω της. Σαν αντίκρισε εκείνη την περήφανη ματιά της, σταμάτησε. Κάτι μίλησε ο αξιωματικός. Κινήθηκαν οι άλλοι. Κάποιος ανέβηκε στη σκάλα. Κάποιος στο δέντρο.
Τον πήρε στην αγκαλιά της όπως τότε... Σα νάτανε το βρέφος της τ' αληθινό. Ητανε σαν πούπουλο εκείνο το κορμί. Πίσω σερνόταν στο χώμα το σκοινί σα φίδι. Τα μάτια της όπως περπάταγε κοιτούσαν μπρος ολόισια, αδάκρυτα. Κάποτε έσκυψε και φίλησε τα κατσαρά μαύρα δαχτυλιδάκια των μαλλιών του. Της φάνηκε πως ήταν ένα κοιμισμένο βρέφος. Θυμήθηκε ένα τέτοιο βρέφος. Τα χείλη της σαλέψανε ελαφρά.
"Φύσα αγεράκι δροσερό,/ μες στων δεντρών τα φύλλα/ πάρε τα ρόιδα απ' τη ροδιά/ κι απ' τη μηλιά τα μήλα/ και φέρτα στο παιδάκι μου"
..........................
Σα βρέθηκε ολομόναχη με τον κρεμασμένο μέσα στην κάμαρη του σπιτιού που ακόμα κάπνιζε μισοσβησμένο, τότε ξέσπασε σε λυγμούς. Ξέδοκε εκείνη η πνιγμένη καρδιά βρέχοντας με δάκρυα και με φιλιά τα χέρια, το πρόσωπο, τα μαλλιά του παλικαριού...
Οι λεύκες γύρω απ' το χτήμα και στις όχθες του ποταμιού τραγουδάνε στο φύσημα του βοριά και λένε και λένε τα βάσανα τ' ανθρώπου. Κι ύστερα απαντάνε οι ελιές με τα ασημένια τους φύλλα. Και κατόπι βογγάει ο πλάτανος και μιλάνε οι κλώνοι του και τα κλαριά του και λένε ιστορίες και τραγούδια παλιά και λυπητερά, μακρόσυρτο βούισμα της θάλασσας και της στεριάς παθητικό, για τα βάσανα τ' ανθρώπου. Πώς στερεύουν τα δάκρυα. Πώς σκληραίνουν οι καρδιές.. Πώς απλώνεται η ερήμωση. Πώς πονάνε τα παιδάκια.
Ωστόσο τα παιδιά ξεχνούν. Παίζουν, μεγαλώνουν, τρέχουν, ξεφαντώνουν. Κι όταν πέσει όρνιο στη φωλιά και όταν κράξει κόρακας στο σπιτικό κι όταν απλωθούν μαύρα φτερά πάνω απ' τα κεφάλια τους, τότε κουρνιάζουν στις πλατιές φούστες εκείνης της γυναίκας. Μαζώνονται και σιγουρεύουν στην πλατιά της αγκαλιά, στις μεγάλες της λαγόνες που γέννησαν έναν κόσμο από παλικάρια και γυναίκες. Κοντά της δεν υπάρχει φόβος. Στον ίσκιο της μεγαλώνουνε παίζοντας, κλαίγοντας και γελώντας τα παιδιά...
..................................................
Το κτήμα απλώνεται απ' την ακροθαλασσιά ως τα ριζά και καρτεράει τα χέρια που θα του δώσουνε ζωή. Μα κι αν δεν υπάρχουνε τα χέρια, υπάρχουνε μάτια λαίμαργα που γυρεύουνε το περιβόλι, που λογαριάζουνε τις ζημιές του λιοτριβιού, που μετρούν τα μεροκάματα που θα χρειαστούν για να κλαδευτούν οι ελιές, για να σκαφτεί η σταφίδα, για να φυτευτεί τ' αμπέλι το καινούργιο στη θέση του παλιού.
Σαν πέσει κάπου η οργή και το θανατικό, περίμενε και τα κοράκια. Το όρνιο επισήμανε το πτώμα. Τόχει καρφώσει ακόμα από παλιά με τα άπληστα μάτια του. Τώρα ζυγιάζεται με τις φτερούγες του πάνω απ' το μισοκαμένο σπιτικό. Φέρνει κύκλους αργούς, υπολογιστικούς, απανωτούς, πάνω απ' τα μισογκρεμισμένα ντουβάρια, απ' τις πεσμένες στέγες, απ' τους σταύλους, τα μελίσσια και τα περιβόλια. Δίπλωσε τις σκληρές φτερούγες του, μισόκλεισε τα μάτια ταπεινά, χριστιανικά, φόρεσε την πιο ευλαβική στολή της φιλανθρωπίας και χτύπησε την πόρτα.
- Καλησπέρα κυρά Παπαλεβέντενα...
- Καλησπέρα αφεντικό... Πώς δα έγινε αυτό και μας ήρθες;...
- Γιατί κυρά μου; Δεν είμαστε δα χριστιανοί; Τι να κάνουν τα ορφανά και καταφρονεμένα; Αχ ματάκια μου! είπε χαϊδεύοντας δύο απ' τα παιδιά.
Τα παιδάκια για άλλη μια φορά μαζεύτηκαν γύρω απ' τις πλατιές φούστες της γιαγιάς... Το παιδί δεν έχει πείρα απ' τους ανθρώπους. Δεν ξέρει τι κρύβεται πίσω από μια μελένια γλώσσα. Εχει όμως ένα ένστιχτο που τρυπάει καμιά φορά και την πιο ατσαλόφραχτη υποκρισία. Να μια μύτη γαμψή, πρασινωπή που όπως γέρνει λες και θα σε τσιμπήσει. Κάτι τέτοιο... Εκείνα τ' άσπρα δάχτυλα εκείνου του ανθρώπου, που σα μιλούσε κάνανε κάτι παράδοξες κινήσεις λες και θέλουν να σφιχτούνε γύρω στο καρύδι του λαιμού σου... Το παιδί παρατηρεί. Μια λεπτομέρεια, μια κίνηση, ένας λόγος, κάτι που έρχεται σ' αντίθεση με την άσπιλη λευκότητά του, το κάνει να τρομάζει...
- Ηρθα κυρά μου κι αφήνω τη φύλαξή μου στο Θεό... Ξέρεις δα, δύσκολα κανείς αποφασίζει να διαβεί το κατώφλι του σπιτιού σας... Χρόνια πούναι!...
- Αχ! αφέντη και γιατί ν' αποφασίσεις; Τα πόδια που διαβαίνουν το κατώφλι μου τα οπλίζει η αγάπη... Δύσκολα χρόνια...
- Δύσκολα, κυρά μου... Που τα φτιάξαν οι ανθρώποι δύσκολα... Κι ας το πούμε παστρικά, αμαρτίαι γονέων παιδεύουσιν τέκνα. Εριξε μια ματιά στα παιδιά. Εκείνα σαν πουλιά που τους ρίχτηκε γεράκι ζαρώσαν φοβισμένα γύρω στην Παπαλεβέντενα.
- Πώς να το πω, κυρά μου, δεν τους λυπούμαι τους αρσενικούς αυτού του σπιτιού κι εκείνους που ρεύουνε στα σίδερα και τους άλλους που... Κοντοστάθηκε, κατάλαβε πως πήρε φόρα η γλώσσα και θα κινδύνευε η υπόθεση. Καμιά φορά το φαρμάκι του φιδιού τρέχει και χωρίς νάναι η ώρα του.
- Δε θέλω δα να πω πως ήτανε κακοί. O Θεός μάρτυράς μου! Μα θέλησαν... Ξέρω κι εγώ; να τα βάλουν μ' όλο τον κόσμο, θέλησαν να γίνουν βασιλιάδες στο Μοριά... O Θεός τιμωρεί την αδικία...
Εκείνη αγκάλιασε τα κεφαλάκια που την περιτριγύριζαν. Τάφερε πιο σιμά της.
- Λέγω αφέντη, πως δεν είναι καλό να ξύνουμε πληγές που ακόμα δεν έκλεισαν... Οι άνθρωποί μου - ώρα τους καλή, όπου είναι - είναι όλοι τίμιοι και διαλεχτοί. Αλλα τα αίτια...
- Τα αίτια, πάντα τα αίτια. Μάθαμε να κρύβουμε τις κακίες μας και τις αποκοτιές μας πίσω απ' τα αίτια. Πες κυρά μου πως τους απομώρανε ο Θεός... Κι αφήσανε τόσα παιδάκια. Τα πουλάκια μου!... Τα πουλάκια μου!...
Εριξε μια ματιά στα παιδάκια. Χαμογέλασε κι ύστςρα πέταξε το μεγάλο του ατού.
- Μα εγώ δεν ήρθα για τους γονιούς. Για τα τέκνα ήρθα... Τι λες κυρά Παπαλεβέντενα, κάνουμε μια πράξη που θ' αρέσει στο Θεό και στους ανθρώπους;
Η γιαγιά κατάλαβε κάτι να την πνίγει στο λαιμό. Το αίμα της καιρό είχε να κοχλάσει.
- Στους ορισμούς σου αφέντη.
- Να, λέω να μου το δόκεις τούτο το ρημαδιό. Για τα παιδάκια, για τ' αρφανά. Θα βάλω το χέρι μου στην καρδιά εγώ. Χριστιανοί είμαστε κυρά μου. Κι ύστερα πια δεν αξίζει τίποτα. Το λιοτριβιό, το σπίτι, οι σταύλοι - στάχτη και χόβολη... Κι αν το παίρνω είναι για τα παιδάκια... Τα πουλάκια μου!
Σηκώθηκε απ' τη θέση της η Παπαλεβέντενα. Εξω, μέσα στη νύχτα ο βοριάς μαδούσε τις φυλλωσιές των δέντρων και πέρναγε σφυρίζοντας κατόπι ανάμεσα απ' τα μαυρισμένα ορθάνοιχτα παραθύρια κι όλες τις κάμαρες του απέραντου σπιτιού και ξυπνούσε παλιές χαρές και ξεφαντώματα, παλιές αγάπες και μεράκια.
- Φύγε! είπε σταθερά, προσταχτικά, κοιτώντας τον στα μάτια.- Φύγε! Δεν έπρεπε να το διαβείς τούτο το κατώφλι εσύ... Εκανες λάθος. Στα μάτια της ξαναζωντάνεψε ο κρεμασμένος, τα σίδερα της φυλακής, και πίσω απ' εκείνα, τα πρόσωπα που καρτερούν... που καρτερούν...
Εκείνος σάστισε. Ενας φόβος παράλυσε τη γλώσσα του.
- Φύγε... Αν νόμισες πως πέθανε αυτό το σπίτι, είσαι γελασμένος. Δεν τάχουμε αρπαγμένα εμείς. Δεν τάβραμε... Τα χτίσανε και τα δουλέψανε άντρες μεγάλοι σα βουνά. Αντρες δυνατοί σαν δράκοι. Εχει να δει χαρές αυτό το σπίτι, άνθρωπε μικρόψυχε και ταπεινέ... Εχουν να κελαϊδήσουνε αηδόνια εδώ μέσα... Δεν το καταλαβαίνεις εσύ;
Η ματιά της που ήταν σκληρή, ξαφνικά χάιδεψε τα παιδάκια και μαλάκωσε η ψυχή της σαν το κερί ανάμεσα στα δάχτυλα.
- Μα δεν τα βλέπεις τούτα; Δεν τα κοιτάς; Δεν πεθαίνει χριστιανέ μου ο κόσμος... Δεν ξεμπερδεύεται. Δεν ξεκληρίζεται το Παπαλεβέντικιο. Αύριο θα πρασινίσουν κλαριά και δέντρα. Θ' ανθοβολήσουνε κάμποι. Θα γελάσουνε πικραμένα χείλη. Δεν τελειώνει η ζωή... άνθρωπε με τη νεκρή καρδιά...
Σαν έφυγε εκείνος ο άνθρωπος, η γιαγιά φίλησε τα παιδάκια και τάβαλε να κοιμηθούν στα κρεβατάκια τους ήσυχα - ήσυχα».
*Θυμίζουμε ότι το διήγημα του Νίκου Παπαπερικλή δημοσιεύτηκε στη συλλογή διηγημάτων «Πεζογράφοι της Αντίστασης» (εκδόσεις «Νέα Ελλάδα», 1952).