Ολοταχώς για την προ Σικάγου εποχή

Την αντεργατική λαίλαπα αρχίζει να θεσμοθετεί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ από το 1998, με το νομοθετικό τερατούργημα 2639, που «πέρασε» με «όχημα» τον ...«κοινωνικό διάλογο»

Κυριακή 23 Ιούλη 2000

Βόμβα στα θεμέλια του εργασιακού οικοδομήματος, με βασικό στοιχείο στο σταθερό ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, που χτίστηκε με σκληρές ταξικές συγκρούσεις ενός ολόκληρου αιώνα, τοποθετεί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, επιδιώκοντας να γυρίσει την εργατική τάξη στην προ Σικάγου εποχή. Οι αποφάσεις της Κυβερνητικής Επιτροπής, που ανακοινώθηκαν την περασμένη βδομάδα, αποκαλύπτουν, περίτρανα ότι η μοναδική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι να δοθεί «γη και ύδωρ» στο μεγάλο κεφάλαιο, να εφαρμοστούν μέχρι κεραίας οι οδηγίες του ευρωευαγγελίου των πολυεθνικών της «Λευκής Βίβλου». Η κυβέρνηση έδωσε το πρώτο ισχυρότατο πλήγμα στο πλέγμα των εργασιακών δικαιωμάτων με το αντεργατικό τερατούργημά της, το νόμο 2639/98, τώρα έρχεται να ολοκληρώσει το αποτρόπαιο έργο της.

Ο νόμος 2639/98 αποτελεί το κατάμαυρο στίγμα μιας πολιτικής βαθύτατα αντεργατικής που σήμερα αποδεικνύεται και πόσο επικίνδυνη είναι. Με αυτόν η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ νομοθέτησε την ομηρία εργαζομένων, κυρίως των νεοεισερχόμενων στην παραγωγική διαδικασία, από τον εργοδότη, έβαλε «μπρος» για τη ραγδαία αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατάρρευση της κοινωνικής ασφάλισης. Αρχισε να διαμορφώνει την εργασιακή ζούγκλα, που τώρα με τις νέες αποφάσεις της θέλει να τη γενικεύσει να την κάνει καθεστώς, σβήνοντας ολόκληρο τον εργασιακό χάρτη.

Με τα τέσσερα επίμαχα άρθρα του εν λόγω νόμου:1) «Ατυπες μορφές απασχόλησης», 2)«Μερική απασχόληση», 3)«Διευθέτηση του χρόνου εργασίας» και 4)«Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης» ουσιαστικά έχει «τελειώσει» με το 8ωρο, όμως παρέχεται η ελάχιστη δυνατότητα όπου υπάρχουν ταξικά εργοστασιακά ή κλαδικά σωματεία τα άρθρα να μην εφαρμοστούν. Προβλέπει δηλαδή συμφωνίες εργοδότη - εργαζόμενου ή συμβουλίου εργαζομένων για τη σύναψη ατομικής συμφωνίας ή επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, για τη μερική απασχόληση κλπ. Ο νόμος έχει ήδη εφαρμοστεί σε βάρος εργαζομένων σε επιχειρήσεις φασόν, του κλάδου των ξενοδοχοϋπαλλήλων, σε εμπορικά καταστήματα, σε τραπεζοϋπαλλήλους. Ομως όπου τα σωματεία έχουν ξεκάθαρο ταξικό προσανατολισμό, οι διατάξεις πέφτουν στο κενό. Αλλωστε είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη περίπτωση της επιχείρησης Ιματισμού Πιάνγκα Παγκαίου, όπου οι 400 εργάτριες με τη βοήθεια και της Ομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Κλωστοϋφαντουργίας, Ιματισμού Δέρματος μετέτρεψαν σε κενό γράμμα την τρομοκρατία και τους εκβιασμούς του εργοδότη και απέτρεψαν την εφαρμογή του νόμου.

Τώρα η κυβέρνηση επανέρχεται δριμύτερη, για να επιβάλλει καθολικά σε όλους μηδενός εξαιρουμένου, τους εργαζόμενους τον εργασιακό μεσαίωνα. Ο εργοδότης δηλαδή όχι απλώς «δύναται - όπως αναφέρεται - με έγγραφη ατομική σύμβαση» με τον εργαζόμενο να «συμφωνήσουν -σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου - για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση)», αλλά, πλέον θα θεωρείται αναφαίρετο δικαίωμά του. Οπως δικαίωμά του θα θεωρείται και η «διευθέτηση του χρόνου εργασίας», η οποία τώρα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 του νόμου, ο εργοδότης πρέπει να ακολουθεί τη διαδικασία συμφωνίας με το σωματείο ή το «συμβούλιο εργαζομένων». Στα όσα έχουν θεσμοθετηθεί με το νόμο - έκτρωμα η κυβέρνηση δε διστάζει να φανερώσει την εξωφρενική πρόθεσή της να συμπληρώσει την κατάργηση του 2% στις μηνιαίες απολύσεις των μεγάλων επιχειρήσεων και τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών κατά 25% παρέχοντας πλέον στους επιχειρηματίες και συνολικά στο μεγάλο κεφάλαιο πλήρη ασυδοσία και υπονομεύοντας συθέμελα την κοινωνική ασφάλιση!

Οι συνέπειες της ταχτικής του «κοινωνικού διαλόγου»

Ιστορικές είναι οι ευθύνες της πλειοψηφίας της ηγεσίας της κορυφαίας συνδικαλιστικής οργάνωσης και προσωπικά του κάθε συνδικαλιστή που τη συγκροτεί, για την ταχτική που ακολούθησε την περίοδο που η κυβέρνηση έκανε την πρώτη προσπάθεια θεσμοθέτησης της κατάργησης του 8ωρου. Αντί να οργανώσουν τον αγώνα του συνδικαλιστικού κινήματος ενάντια στο τότε νομοσχέδιο, είχαν προετοιμάσει το έδαφος της «συναίνεσης», συνεργώντας στο αποτρόπαιο «έγκλημα του αιώνα».

Το τελευταίο «φύλλο συκής» οι συνδικαλιστές της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, το απέβαλλαν όταν εγκαινίασαν τον Απρίλη του 1997 τη διαδικασία του...«κοινωνικού διαλόγου», συμμετέχοντας στη διαδικασία που έστελνε το 8ωρο στο εκτελεστικό απόσπασμα, τοποθετώντας συνολικά τα εργασιακά δικαιώματα στην «Προσκρούστεια κλίνη». Γέννημα εκείνου του...«διαλόγου» ήταν το εξάμβλωμα του «Συμφώνου εμπιστοσύνης προς το 2000»,που υπογράφτηκε από κυβέρνηση, εργοδότες και τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ. Οι κεντρικοί άξονες του «Σύμφωνου» ήταν:

«Στρατηγική συμφωνία» μεταξύ «εταίρων» και κυβέρνησης για τους μισθούς τη 2ετία 1998 - 1999. Ενίσχυση της μερικής απασχόλησης σε βάρος της πλήρους απασχόλησης. Μερική απασχόληση στις ΔΕΚΟ, το Δημόσιο και τους ΟΤΑ, με χτύπημα της μονιμότητας.

«Μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας ως κίνητρο για τις προσλήψεις νέων ανέργων». Εμβάθυνση στις επιταγές της «Λευκής Βίβλου» για «διά βίου εκπαίδευση» και εργασιακές σχέσεις.

Μείωση της σύνταξης των συνταξιούχων που εργάζονται. Ενίσχυση της «άτυπης» εργασίας. «Σύγκλιση» των «εταίρων» για το «δανεισμό υπηρεσιών και εργαζομένων»! Προώθηση των Τοπικών Συμφώνων Απασχόλησης.

Για το χρόνο εργασίας, υπήρξε συμφωνία, που εντάχθηκε σε σχετικό παράρτημα «για επαναρρύθμισή» του.

Αυτό το «Σύμφωνο» με τη σειρά του αποτέλεσε τη μήτρα του νόμου - έκτρωμα 2639/98. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι στην εισηγητική έκθεση του σχετικού νομοσχεδίου αναφερόταν: «Τα μέτρα του νομοσχεδίου - αναγραφόταν επί λέξει - αποτελούν προϊόν του κοινωνικού διαλόγου που κατέληξε στο "Σύμφωνο Εμπιστοσύνης προς το 2000». Αυτό φρόντισε να... υπενθυμίσει και ο τότε υπουργός Εργασίας Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, όταν κατέθετε το νομοσχέδιο στη Βουλή στις 24 Ιούλη 1998. «Τα πορίσματα του Συμφώνου Εμπιστοσύνης προς το 2000 - είπε - είναι η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται το σχέδιο νόμου».

Τα όσα επακολούθησαν τον «κοινωνικό διάλογο» του 1997, στον οποίο συμμετείχε η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, επιβεβαίωσαν και επιβεβαιώνουν πανηγυρικά την κεντρική γραμμή που είχε αναδείξει από τότε το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα ότι οι θεωρίες περί «κοινωνικού διαλόγου» και «τριμερούς συνεργασίας» αποτελούν μπουρλότο στις κατακτήσεις της εργατικής τάξης. Τότε συγκρούστηκαν δυο γραμμές στο συνδικαλιστικό κίνημα. Η μία του «διαλόγου» και της «συναίνεσης», η άλλη της υπεράσπισης των κατακτήσεων της εργατικής τάξης, η εναντίωση στο νόμο και η αγωνιστική απάντηση σε κυβέρνηση και μεγαλοεπιχειρηματίες.

Αυτή η γραμμή του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και τα αποτελέσματα του «κοινωνικού διαλόγου» του 1997, αποτελούν σημαντική πείρα για την εργατική τάξη, ως προς την ταχτική που πρέπει να ακολουθήσει απέναντι στην ενιαία καθολική επίθεση που δέχονται τα δικαιώματά της, από κυβέρνηση και εργοδοσία. Η κατάργηση των ως τα σήμερα κατακτημένων εργασιακών σχέσεων, με πυρήνα το σταθερό εργάσιμο χρόνο, απαιτεί την ενωμένη πάλη υπεράσπισης όλων των δικαιωμάτων που καταστρατηγούνται. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη συσπείρωση όλων των συνδικάτων, όλων των κλάδων, της ενότητας δράσης ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στη γραμμή αντίστασης ενάντια στις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης.


Αθηνά ΖΥΜΑΡΗ