Κηδεύεται σήμερα Σάββατο, στις 11 π.μ., από το Γ` Νεκροταφείο Κοκκινιάς, ο πρωτεργάτης του ελληνικού κινηματογράφου, κομμουνιστής Στ. Τατασόπουλος
Πρόσφατα, η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών τον ανακήρυξε επίτιμο πρόεδρό της, ενώ η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, θέλοντας να δώσει την ευκαιρία στους νέους να γνωρίσουν το έργο του βετεράνου σκηνοθέτη, το '97 συντήρησε - αποκατέστησε την ταινία του «Κοινωνική σαπίλα» (1932), το πρώτο κινηματογραφικό έργο, που «θεμελίωσε» τον εθνικό και προοδευτικό κινηματογράφο. .
Ο Στέλιος Τατασόπουλος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (1908), όπου έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια με δυο ακόμη αγόρια και δυο κορίτσια. Ο πατέρας του, Δημήτρης, ήταν σοσιαλιστής και σε αυτόν όφειλε ο νεαρός Στέλιος και τ' αδέλφια του τον ανθρωπισμό που ανέπτυξαν από νωρίς και τη διαμόρφωση ενός ηθικού χαρακτήρα, με αρχές και υψηλά ιδεώδη, με πίστη στις μεγάλες αξίες του ανθρώπου. Ο πατέρας τους ήταν αυτός που τους εμφύσησε τη βαθιά ανάγκη να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο και να θέτουν το κοινό συμφέρον υπεράνω του προσωπικού και τους καθοδήγησε στους ανηφορικούς δρόμους των σοσιαλιστικών ιδεών, ιδέες που υπηρέτησε πάντα η οικογένεια, με συνέπεια και θάρρος.
Από την ταινία του Στ. Τατασόπουλου «Κοινωνική σαπίλα» |
Σπούδασε θέατρο κοντά στους Δημήτρη Ροντήρη, Αιμίλιο Βεάκη και Δημήτρη Γιαννίδη και κινηματογράφο στη σχολή «DAG FILM» των αδελφών Γιαζιάδη. Το 1929 έφυγε για το Παρίσι, όπου σπούδασε κινηματογράφο. Το 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και γύρισε την κοινωνικοπολιτική ταινία «Κοινωνική σαπίλα». Η ιστορικός του ελληνικού κινηματογράφου Αγλαΐα Μητροπούλου θεώρησε την ταινία αυτή σαν το πρώτο δείγμα κοινωνικής κριτικής στον ελληνικό κινηματογράφο. Η πρεμιέρα της ταινίας ήταν επεισοδιακή. Ο αιθουσάρχης του κεντρικού κινηματογράφου «Σπλέντιτ», όπου γινόταν η προβολή, φοβήθηκε το Ιδιώνυμο του Βενιζέλου και τη ματαίωσε. Οι μπομπίνες μεταφέρθηκαν σε άλλη αίθουσα της Κοκκινιάς, ενώ οι χωροφύλακες έκαναν σωματική έρευνα στους θεατές για να τους τρομοκρατήσουν και να εξασφαλίσουν ότι δε θα υπάρξουν ταραχές και ένοπλες συμπλοκές. Μετά την επιτυχία της πρώτης προβολής, ο σκηνοθέτης άρχισε να την προβάλει σε πολλές πόλεις. Το πρωτότυπο της ταινίας, πολύ αργότερα, το έκαψαν οι χίτες.
Το 1933 ξαναγύρισε στο Παρίσι για σπουδές κινηματογραφικής σκηνοθεσίας, πήρε το δίπλωμά του το 1937 και εργαζόταν σαν τεχνικός και βοηθός σκηνοθέτη. Στο Παρίσι έμεινε ως το 1939. Ο πόλεμος τον αναγκάζει να γυρίσει στην Αθήνα. Στη διάρκεια της Κατοχής, ιδρύει το Σωματείο Καλλιτεχνών Κινηματογράφου μαζί με τους Δ. Χριστοδούλου, Γ. Φούντα, Μ. Νικολινάκο. Το 1951, ιδρύει το Συνεταιρισμό Παραγωγής Ταινιών και ένα χρόνο μετά, σκηνοθετεί τη «Μαύρη Γη», που πήρε το πρώτο βραβείο καλύτερης ταινίας εκείνης της χρονιάς. Το Δεκέμβρη του 1973, κόντρα στο κλίμα τρομοκρατίας, περίπου είκοσι σκηνοθέτες, μεταξύ των οποίων ο Τατασόπουλος, είχαν ραντεβού σε ένα γραφείο στην Παναγή Κυριακού. Εκεί, παρά το στρατιωτικό νόμο, μαζεύτηκαν και υπέγραψαν το καταστατικό της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, της οποίας πρώτος πρόεδρος ορίστηκε ο Ορέστης Λάσκος.
«Ο κινηματογράφος είναι κίνηση, εναλλαγή εικόνων, ανθρωπιά και όχι υποθέσεις βίας και αρρωστημένης φαντασίας», έλεγε ο Στ. Τατασόπουλος, σε συνέντευξή του στο «Ριζοσπάστη» (12/'92). Παράλληλα, εξέφραζε την ελπίδα του για τη νέα γενιά των κινηματογραφιστών. «Πρέπει να υπάρξει και φυτώριο κινηματογραφικό», έλεγε. Και τον ευχαριστούσε ιδιαίτερα «που το ΚΚΕ πήρε θέση, προβάλλοντας και αγκαλιάζοντας ό,τι πιο ποιοτικό και ελπιδοφόρο από τα νέα ρεύματα, που υποκίνησαν οι προοδευτικοί Ελληνες κινηματογραφιστές με την Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου», που είχε διοργανώσει τότε το ΚΚΕ. Αργότερα, σε άλλη συνέντευξή του, επίσης στο «Ρ» (4/'97), τόνιζε πως «δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε παλιό και νέο κινηματογράφο. Μόνο ανάμεσα σε καλές και κακές ταινίες. Μπορεί μια ταινία να φαίνεται νέα, όμως πολλές φορές κάθε άλλο παρά κινηματογράφος είναι. Πρέπει να υπάρχει σενάριο, θέματα ζωντανά, που να ενδιαφέρουν τον κόσμο. Κάθε στιγμή αντιμετωπίζουμε καταστάσεις κοινωνικές πολύ άσχημες. Πρέπει να μιλήσουμε για την κοινωνία, να καλυτερέψουμε τη ζωή των ανθρώπων».