Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
Βάφτισε «ανάπτυξη» τα αντιλαϊκά μέτρα

Συνέχεια σε ιδιωτικοποιήσεις, λιτότητα, ενίσχυση το κεφαλαίου, υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός

Παρασκευή 14 Απρίλη 2006

ICON

Ως ...προϋποθέσεις ανάπτυξης εμφάνισε χθες από το βήμα της Βουλής τις πολιτικές ιδιωτικοποίησης, λιτότητας και περιορισμού των εργασιακών δικαιωμάτων ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, «υποσχόμενος» μεγαλύτερη ένταση στην εφαρμογή τους.

Ο Κώστας Καραμανλής επιχείρησε να παρουσιάσει ως φιλολαϊκές τις εφαρμοζόμενες πολιτικές στην οικονομία. Οπως είπε, «με το νέο αναπτυξιακό πρότυπο, οικοδομούνται συνθήκες για την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας του Ελληνα, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, την ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας μας», προσθέτοντας πως «με τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που προωθούνται, ανοίγει ο δρόμος για νέες επενδύσεις και νέες επιχειρήσεις. Με ενεργητικές πολιτικές, επιδοτούνται η πρόσληψη ανέργων από επιχειρήσεις, η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, η αυτοαπασχόληση». Για τις φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο και την απελευθέρωση του ωραρίου, δήλωσε πως η κυβέρνηση θεωρεί σημαντική «τη μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις έως και δέκα ποσοστιαίες μονάδες, το νέο αναπτυξιακό νόμο, που παρέχει αυξημένα κίνητρα σε παλιές και νέες επιχειρήσεις, το νόμο για το εμπόριο και τη θέσπιση ενιαίου πλαισίου για το ωράριο των καταστημάτων».

Επίσης ο πρωθυπουργός τόνισε ότι θα συνεχιστεί η επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ, υποστηρίζοντας πως «κρίσιμης σημασίας αλλαγή, για την εξυγίανση του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, είναι η εφαρμογή του νόμου για τις ΔΕΚΟ. Η κατάσταση που δημιουργήθηκε, στα χρόνια που πέρασαν, δεν μπορεί να συνεχίζεται άλλο. Δεν την αντέχει η οικονομία».

Ως «ανάπτυξη» επιχείρησε να παρουσιάσει ο Κ. Καραμανλής την περαιτέρω παράδοση στους ιδιώτες κρίσιμων τομέων. Χαρακτηριστικά επισήμανε ότι «προχωρούμε στην εφαρμογή του ενιαίου πλαισίου για τις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα. Ανοιξε, ήδη, ένας νέος δρόμος για την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων, την αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, την προώθηση νέων αναπτυξιακών και κοινωνικών υποδομών από την Τοπική Αυτοδιοίκηση». Εκανε παράλληλα λόγο για «νέα Ενεργειακή Πολιτική, με έμφαση στην απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου».

Από το βήμα της Βουλής, ο πρωθυπουργός επικαλέστηκε την πρόσφατη συμφωνία της πλειοψηφίας της διοίκησης της ΓΣΕΕ με τον ΣΕΒ, προκειμένου να δηλώσει ότι η κυβέρνηση στηρίζει της συλλογικές συμβάσεις. Οπως είπε, «οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών οργανώσεων και της ΓΣΕΕ κατέληξαν σε διετή συμφωνία. Επέδειξαν ευθύνη, τόσο προς τον κόσμο που εκπροσωπούν, όσο και προς τον τόπο, γενικότερα. Και θέλω, γι' αυτό, να εκφράσω, άλλη μια φορά, την ικανοποίηση της κυβέρνησης, αλλά και να τους συγχαρώ όλους».

Παράλληλα, άσκησε κριτική στο ΠΑΣΟΚ για τις θέσεις του αναφορικά με τις εργασιακές σχέσεις. Συγκεκριμένα, είπε ότι «δεν είναι η κυβέρνηση που πρότεινε την ανασφάλιστη εργασία του Λαυρίου. Δεν είναι η κυβέρνηση που προσανατολίζεται στο "σκανδιναβικό μοντέλο" των ελεύθερων απολύσεων και της σκληρής φορολόγησης των πολιτών. Ολα αυτά, σε συνδυασμό με τις αποκαλύψεις του πρώην συντονιστή Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ, αλλά και τις τοποθετήσεις για κίνητρα αύξησης των ορίων ηλικίας, που έγιναν από τον οικονομικό σύμβουλο του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, αποκαλύπτουν πολιτική σύγχυση, διπλή ταυτότητα, αλλά και κρυφούς σχεδιασμούς». Παράλληλα, υποστήριξε ότι επί ΠΑΣΟΚ «από το 3% που ήταν η ανεργία το 1980, είχε φτάσει στο 11,3%, το πρώτο τρίμηνο του 2004».

Προκειμένου να αιτιολογήσει την πολιτική λιτότητας που εφαρμόζεται, ο Κ. Καραμανλής επικαλέστηκε για μια ακόμη φορά το δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα. Ενδεικτικά τόνισε ότι το δημόσιο χρέος «τον Ιανουάριο του 1996 ήταν κοντά στα 87 δισ. ευρώ και στο τέλος του 2003 ξεπερνούσε τα 167 δισ. ευρώ. Στην οκταετία, δηλαδή, του λεγόμενου εκσυγχρονισμού και της "ισχυρής οικονομίας", το δημόσιο χρέος διπλασιάστηκε. Ολα τα έσοδα από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων δεν αρκούν, σήμερα, για την πληρωμή των τόκων, που έφτασαν τα 10 δισ. ευρώ». Πρόσθεσε ότι «το δημοσιονομικό έλλειμμα αποδείχτηκε πενταπλάσιο εκείνου που αναφερόταν στον προϋπολογισμό και υπερδιπλάσιο του ανώτατου ορίου της Ευρωζώνης», κατηγορώντας το ΠΑΣΟΚ για το ότι «περίπου 8,7 δισ. ευρώ για αμυντικές δαπάνες δεν είχαν εγγραφεί με καμία μέθοδο. Αυτά και μόνον εάν εγγράφονταν στον Προϋπολογισμό του 2005, το έλλειμμα θα ξεπερνούσε το 10% του ΑΕΠ και οι συνέπειες, για τους πολίτες, θα ήταν εξουθενωτικές».