ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Εξαθλίωση - πιλότος για όλη την εργατική τάξη

Εργάτες και υπάλληλοι έχουν αντικειμενικό συμφέρον να συσπειρωθούν στο ΠΑΜΕ, τονίζει η ΤΑΔΗΣΥ. Την καταδίκη τους εκφράζουν και οι ταξικές Ομοσπονδίες

Παρασκευή 3 Φλεβάρη 2006

Οι «αυξήσεις» στο δημόσιο δείχνουν το δρόμο στους εργοδότες του ιδιωτικού τομέα. Η συσπείρωση στο ΠΑΜΕ αναδεικνύεται σε μονόδρομο για εργάτες και υπαλλήλους
Ενταση της σκληρής λιτότητας, τις συνέπειες της οποίας ήδη βιώνουν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, συνεπάγεται η εισοδηματική πολιτική που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, καταγγέλλει με ανακοίνωσή της η «Ταξική Δημοσιοϋπαλληλική Συσπείρωση» (ΤΑΔΗΣΥ). Πρόκειται για μια πολιτική ευθυγραμμισμένη με τις κατευθύνσεις της ΕΕ για «αυξήσεις» - κοροϊδία, αφού επί της ουσίας πρόκειται για μειώσεις των μισθών.

«Η κυβέρνηση συνεχίζει και εντείνει τη σκληρή λιτότητα σε βάρος των εργαζομένων στο δημόσιο, στα ΝΠΔΔ και στους ΟΤΑ. Η αύξηση του 3% στο βασικό μισθό, που μειώνεται στο 2,5% επί του συνόλου των αποδοχών, όχι μόνο απέχει από τον επίσημο τιμάριθμο του 3,5% αλλά κύρια διευρύνει παραπέρα το χάσμα ανάμεσα στις διαρκώς αυξανόμενες σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων από τη μια και στη συνεχώς μειούμενη αγοραστική αξία των μισθών από την άλλη», σημειώνει η ΤΑΔΗΣΥ.

Οι (επί της ουσίας) μειώσεις στους μισθούς των εργαζομένων του δημοσίου επηρεάζουν και τις εξελίξεις για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση. «Το ζήτημα της εισοδηματικής πολιτικής αφορά άμεσα όλους τους εργαζόμενους γιατί αποτελεί τον πιλότο και για τις αυξήσεις των μισθών και στον ιδιωτικό τομέα και, μάλιστα σήμερα, σε μια στιγμή που βάλλονται ευθέως οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, αυτή θα γενικεύεται και θα γενικεύει την εξαθλίωση».

Και καταλήγει τονίζοντας: «Απέναντι σ' αυτήν την κατάσταση οι εργαζόμενοι στο δημόσιο από κοινού με τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα είναι επείγουσα ανάγκη να συσπειρωθούν στο ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, στο ΠΑΜΕ. Να αντιπαρατεθούν αγωνιστικά, δυναμικά στην κυβερνητική αντιλαϊκή οικονομική και γενικότερη πολιτική αλλά και σ' όλες τις πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες του αντιλαϊκού ευρωμονόδρομου που συμπράττουν σ' αυτές τις πολιτικές, διεκδικώντας άμεσα 1.300 ευρώ για κατώτατο μισθό και γνήσιες, ελεύθερες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας».

Αποθρασύνει τους εργοδότες

Την εισοδηματική πολιτική με την οποία η κυβέρνηση, την ώρα που διασφαλίζει όλο και πιο ευνοϊκές συνθήκες για την κερδοφορία των επιχειρήσεων, υπόσχεται στους εργαζόμενους ακόμα μια χρονιά άγριας λιτότητας, καταδικάζουν μια σειρά Ομοσπονδιών, επισημαίνοντας την ανάγκη να ενισχυθεί ο συντονισμένος αγώνας.

«Περιορίζει ακόμα περισσότερο το εισόδημα των εργατών, μισθωτών και συνταξιούχων, κάνει δυσκολότερη τη ζωή της λαϊκής οικογένειας», τονίζει σε σχετική της ανακοίνωση η Ομοσπονδία Οικοδόμων Ελλάδας για την εισοδηματική πολιτική. Και η Ομοσπονδία καταλήγει: «Η εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης άναψε το πράσινο φως στους εργοδότες για αυξήσεις πείνας και παράλληλα διευκολύνει τον κυβερνητικό, εργοδοτικό συνδικαλισμό να μειώσει τις όποιες "απαιτήσεις" του. Καλούμε τους οικοδόμους να καταδικάσουν αυτή την πολιτική και τους φορείς της. Να καταδικάσουν τον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό που διευκολύνει το πέρασμα τέτοιων πολιτικών, να συσπειρωθούν και να ισχυροποιήσουν τα συνδικάτα τους. Τους καλούμε σε συνεχή και αταλάντευτο αγώνα για τη διεκδίκηση συμβάσεων που να καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες μας».

«Η αύξηση του 3% δεν καλύπτει ούτε καν τον πληθωρισμό που προβλέπουν οι υπηρεσίες της κυβέρνησης, πόσο μάλλον τον πληθωρισμό που νιώθουν στην τσέπη τους οι εργαζόμενοι», σημειώνει η Ομοσπονδία Μισθωτών Τύπου-Χάρτου. Την οργή των απομάχων της δουλιάς για τις προκλητικές εξαγγελίες της κυβέρνησης μεταφέρουν οι συνεργαζόμενες Ομοσπονδίες Συνταξιούχων ΙΚΑ-ΤΕΒΕ-ΤΣΑ-ΝΑΤ-ΕΛΤΑ-ΤΑΕ-ΟΤΑ-Δημοσίου. Αποκαλυπτικό της κοροϊδίας είναι, όπως αναφέρεται σε κοινή τους ανακοίνωση, το ότι η αύξηση του 4% που ανήγγειλε η κυβέρνηση «αντιστοιχεί για 900.000 συνταξιούχους όλων των Ταμείων από 40 έως 80 λεπτά τη μέρα και κάτι παραπάνω για όσους παίρνουν πάνω από 600 ευρώ».