ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
Μεγάλη άνοδος των βιομηχανικών τιμών
Τετάρτη 31 Αυγούστου 2005

Στο όνομα των κερδών του Λάτση, η διορισμένη από την κυβέρνηση διοίκηση στα ΕΛΠΕ, πρωταγωνιστεί στις ανατιμήσεις, αλλά και στην κερδοφορία του ομίλου...
Με πρόσχημα τις ανατιμήσεις των διεθνών τιμών του πετρελαίου, οι επιχειρήσεις, οι μεγαλοβιομήχανοι άρχισαν τη νέα κούρσα αυξήσεων. Τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας είναι ενδεικτικά, καθώς, στη δωδεκάμηνη περίοδο από τον περσινό μέχρι και το φετινό Ιούλη, καταγράφουν μεγάλη αύξηση 5,1% στις τιμές στη βιομηχανία, η οποία για την εσωτερική αγορά είναι ακόμα υψηλότερη και ανέρχεται στο 5,6%!

Την ίδια περίοδο οι τιμές των πετρελαιοειδών με τις οποίες πωλούν τα διυλιστήρια αυξήθηκαν κατά 26,9%, αντανακλώντας έτσι και τα αυξημένα κέρδη των τελευταίων. Ολα τα στοιχεία δείχνουν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο κύμα ακρίβειας, με πρωταγωνιστές τον ιδιωτικό, αλλά και τον ελεγχόμενο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από την κυβέρνηση τομέα (Ολυμπιακές Αερογραμμές, ΔΕΗ, ΕΡΤ). Και πρέπει να λάβουμε υπόψη, ότι παραδοσιακά ο Ιούλης, δεν είναι μήνας ανατιμήσεων, καθώς, είθισται, οι επιχειρήσεις να προχωρούν σε αλλαγές των τιμολογίων τους φθινοπωρινούς μήνες. Με άλλα λόγια από εδώ και μπρος να περιμένουν οι εργαζόμενοι τα χειρότερα. Το κύμα αυξήσεων βέβαια, ποτέ δεν είχε σταματήσει, και έγινε ιδιαίτερα έντονο μετά την εισαγωγή του ευρώ το 2002. Από τα ίδια τα πράγματα, τίθεται θέμα προστασίας των λαϊκών εισοδημάτων και κλιμάκωση της αντίστασης στην πολυμέτωπη επίθεση που δέχονται οι εργαζόμενοι από το μέτωπο κυβέρνησης - επιχειρηματιών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας, οι τιμές παραγωγού στη βιομηχανία (τιμές στις οποίες πωλούν οι επιχειρήσεις στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο) για την εσωτερική και την εξωτερική αγορά, το μήνα Ιούλη, είχαν την ακόλουθη εξέλιξη:

Στην πρώτη γραμμή των αυξήσεων βρίσκονται τα υγρά καύσιμα με ετήσια άνοδο 26,9%, η παραγωγή βασικών μετάλλων (αύξηση 7,4%), η κατασκευή προϊόντων από καουτσούκ (8,2%), η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος (2,7%), η παραγωγή τροφίμων και ποτών (1,6%), η παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών (1,7%).