Μάρκος, ο πρώτος διδάξας

Ενας αιώνας συμπληρώνεται σήμερα από τη γέννηση του Μάρκου Βαμβακάρη

Τρίτη 10 Μάη 2005

«Εγεννήθηκα στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων στην ωραία Σύρα και συγκεκριμένα σε μια φτωχική συνοικία της Ανω Χώρας ονομαζόμενη Σκαλί το έτος 1905 στις 10 Μαΐου ημέραν Τετάρτη και ώρα τρίτη πρωινή, από γονείς πάμπτωχους...». Στην ωραία Σύρα, πριν έναν ακριβώς αιώνα, πρωτοείδε το φως ο σπουδαίος λαϊκός συνθέτης Μάρκος Βαμβακάρης. Ο Μάρκος της φτώχειας και της μαγκιάς, που έγινε η σημαντικότερη φυσιογνωμία του ρεμπέτικου τραγουδιού, αφού ήταν εκείνος που έβγαλε το μπουζούκι από το περιθώριο και το επέβαλε σαν όργανο.

Εχοντας περάσει τα παιδικά του χρόνια μέσα στη φτώχεια, ο Μάρκος στα 13 του το «σκάει» για τον Πειραιά, όπου κάνει δουλιές του ποδαριού και στη συνέχεια εργάζεται ως εκδορέας στα σφαγεία. «Εκεί στα Ταμπούρια, όχι μόνον μυήθηκα στη σκληρή ζωή του εργάτη... μα το πιο σπουδαίο απ' όλα ξεμυαλίστηκα με το όργανο αυτό, το μπουζούκι», αναφέρει στην αυτοβιογραφία του. Το όργανο το έμαθε «σε έξι μήνες. Κανένας δε μου έκανε μαθήματα στο μπουζούκι. Οχι, τίποτες. Για μένα το μόνο σχολείο ήταν ο τεκές. Ακουγα τους παλιούς και έπαιζα». Τακτικός θαμώνας στους τεκέδες, που γέμιζαν τον Πειραιά, ο Βαμβακάρης έζησε από κοντά τους μάγκες και το περιθώριο. Ομως ήταν αυτός ο ίδιος που έβγαλε το μπουζούκι από το περιθώριο και καθιέρωσε την κομπανία με «μπουζουκομπαγλαμάδες». Το 1934 με τον Γιώργο Μπάτη, τον Αντώνη Δελιά και τον Στράτο Παγιουμτζή αποτέλεσαν την ξακουστή πειραιώτικη τετράδα, το πρώτο συγκρότημα με μπουζούκια, στο κέντρο του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά. Από τότε, χάρη στον Μάρκο, επικρατεί το «πειραιώτικο» ρεμπέτικο, που αφομοιώνει το ήθος και τα διδάγματα της Ανατολής μέσα από μια νέα επεξεργασία με βάση το μπουζούκι. Δημιουργούνται τα σημαντικότερα δείγματα αυτής της παράδοσης, τα «κλασικά» στη μορφή, στο περιεχόμενο και στη λειτουργία τους ρεμπέτικα τραγούδια.

Ο Βαμβακάρης ήξερε, όσο κανείς άλλος, τους «δρόμους», τις παραδοσιακές κλίμακες και τα κουρδίσματα του τρίχορδου μπουζουκιού. Ανάμεσα στα τραγούδια του: «Η Φραγκοσυριανή», «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», «Τα έμορφα τα γαλανά σου μάτια», «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», «Για σένα μαυρομάτα μου», «Δε θέλω πλούτη και λεφτά», «Η κλωστηρού», «Ο Μάρκος πολυτεχνίτης», «Ο Μάρκος υπουργός», «Οσοι έχουνε πολλά λεφτά» και τόσα άλλα. Ομως παρότι ήταν αυτός που άρχισε «όλο αυτό το νταλαβέρι του λαϊκού τραγουδιού», όπως έλεγε στην αυτοβιογραφία του, «δεν ωφελήθηκα οικονομικώς όσο όλοι αυτοί οι μπουζουξήδες που είναι τώρα και κάνουν το μέγα και τρανό... Εγώ ποτέ δεν ήμουνα φίλος του χρήματος. Αυτό που ήθελα το έκανα. Είμαι ο Μάρκος. Από το σπίτι το δικό μου εδώ πέρα πηγάζει η αλήθεια όλη για το μπουζούκι. Οσοι άλλοι να πούνε και να δείξουνε, δε θα ξέρουν ό,τι ξέρω εγώ για το μπουζούκι, διότι εγώ υπέφερα για το όργανο αυτό... τα πάνδεινα». Ο Μάρκος «έφυγε» από τη ζωή πριν από τριάντα τρία χρόνια πάμφτωχος και παραπονεμένος, καθώς δεν προσχώρησε στο «παιχνίδι». Παρότι άλλοι θησαύρισαν μέσα από το έργο του, ο ίδιος, μη έχοντας πόρους, πέθανε σ' έναν από τους διαδρόμους του Ερυθρού Σταυρού.