Ας δούμε την εξέλιξη των γεγονότων.
Από τις αρχές του 1936 ξεσπούν κινητοποιήσεις, αρχικά πιο έντονες είναι αυτές των φοιτητών, αργότερα τη σκυτάλη θα πάρει η εργατική τάξη της χώρας.
Το επίκεντρο είναι η Θεσσαλονίκη. Από το Μάρτη αρχίζουν να κηρύσσονται απεργίες σε διάφορους κλάδους εξαιτίας των άθλιων συνθηκών και όρων εργασίας. Στις 29 του Απρίλη οι καπνεργάτες αποφασίζουν να κατέβουν σε απεργία διαρκείας με αιτήματα καλύτερα μεροκάματα, εφαρμογή του νόμου περί Τόγκας, βελτίωση των παροχών του Ταμείου Ασφαλίσεως Καπνεργατών κ.ά.
Ως την Πρωτομαγιά η απεργία έχει ήδη επεκταθεί στις Σέρρες, το Λαγκαδά, το Βόλο, τη Δράμα, την Ξάνθη, την Καρδίτσα, αλλά και στην Αθήνα. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις στις 7 του Μάη έχουν πλέον αποκτήσει πανελλαδικό χαρακτήρα με τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων εργατών.
Η εντολή του Μεταξά είναι σαφής: Να διαλυθούν οι απεργοί με κάθε μέσο και τρόπο. Ετσι, αρχίζουν να σημειώνονται επιθέσεις και σοβαροί τραυματισμοί απεργών.
Στις 8 Μάη χιλιάδες απεργοί πραγματοποιούν συγκέντρωση. Η προσπάθεια της Χωροφυλακής να εμποδίσει την πορεία τους πέφτει στο κενό. Τότε έφιπποι χωροφύλακες επιτίθενται και κάποιοι αρχίζουν να πυροβολούν. Ακολουθούν σφοδρές μάχες στο κέντρο της πόλης. Η παρουσία των δυνάμεων καταστολής όχι μόνο δεν πτοεί τους απεργούς, αλλά τους εξοργίζει και τους πεισμώνει.
Μετά απ' αυτό το χτύπημα η Ενωτική ΓΣΕΕ κηρύσσει για την επομένη, 9 Μάη, 24ωρη απεργία. Η κυβέρνηση Μεταξά επιστρατεύει τους σιδηροδρομικούς, τους τροχιοδρομικούς και τους ηλεκτρολόγους, ενώ ταυτόχρονα μετατρέπει τη Θεσσαλονίκη σε στρατοκρατούμενη πόλη με χωροφύλακες και στρατιώτες ακροβολισμένους παντού, ακόμα και στα μπαλκόνια των σπιτιών. Οι απεργοί αγνοούν την επιστράτευση και πραγματοποιούν μια μαχητική και μαζικότατη συγκέντρωση. Παράλληλα επεμβαίνουν και απελευθερώνουν τα συλληφθέντα μέλη της απεργιακής επιτροπής των αυτοκινητιστών.
Η συγκέντρωση της 9ης Μάη δέχεται δολοφονική επίθεση από την έφιππη αστυνομία. Αρχίζουν οι συγκρούσεις και πέφτει η διαταγή: «Βαράτε στο ψαχνό». Πρώτος νεκρός ο κομμουνιστής εργάτης Τάσος Τούσης. Οι σύντροφοί του τον τοποθετούν πρόχειρα σε μια πόρτα που ξηλώνουν από κοντινό γιαπί, αποφασισμένοι να τον μεταφέρουν με πορεία ως τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας. Σ' αυτή την πόρτα τον βρίσκει η μάνα του. Η φωτογραφία της να σπαράζει πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της που δημοσιεύεται την επόμενη στο «Ριζοσπάστη» θα συγκλονίσει τον Γιάννη Ρίτσο και θα του εμπνεύσει τον πολυτραγουδισμένο «Επιτάφιο».
Η διαδήλωση παρά την επίθεση όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά πλήθος λαού καταφτάνει για συμπαράσταση και ενώνεται με τους απεργούς. Οσα εργοστάσια δούλευαν σταματούν. Οι καμπάνες χτυπάνε. Το πένθιμο καμπάνισμά τους, σμίγει στον αέρα με το σύνθημα των εργατών «κάτω ο φασισμός» και με τα ουρλιαχτά των χωροφυλάκων «χτυπάτε εν ψυχρώ». Πολλοί στρατιώτες αρνούνται να πυροβολήσουν και περνούν με το μέρος των διαδηλωτών, αγκαλιάζοντάς τους. Οι νεκροί εκείνης της μέρας ανέρχονται σε 9 (κατ' άλλους 12), οι 2 μεγαλύτεροι είναι μόλις 26 χρονών, ενώ εκατοντάδες είναι και οι τραυματίες.
Την ίδια μέρα ο αντιστράτηγος Ν. Ζέππος διατάσσει την απαγόρευση κάθε συγκέντρωσης ακόμα και λίγων προσώπων, ακόμα και σε κλειστό χώρο, καθώς και το κλείσιμο όλων των καταστημάτων. Η απόφαση δεν πτοεί κανένα. Σύσσωμη η εργατική τάξη της πόλης βρίσκεται ακόμα και τη νύχτα στους δρόμους και απαιτεί πλέον τη σύλληψη των αυτουργών των δολοφονιών, γράφοντας μια από τις ηρωικότερες σελίδες στην ιστορία του εργατικού κινήματος της χώρας.
Τους νεκρούς εργάτες θα «συνοδεύσουν» την επόμενη μέρα στο νεκροταφείο 200.000 Θεσσαλονικείς, τη στιγμή που ο πληθυσμός της πόλης δεν ξεπερνούσε τις 360.000. Ανάμεσα στους διαδηλωτές και ο ταγματάρχης Εμμανουήλ Μαρινάκης, που καταθέτει στεφάνι στο μνήμα των νεκρών. Ο ίδιος 40 χρόνια μετά θα υπερασπιστεί την ενέργειά του εκείνη, γράφοντας σε κάποια επιστολή του: «Κάθε στρατιώτης είναι ένας στρατευμένος πολίτης. Κάθε πολίτης ένας αδειούχος στρατιώτης. Οταν ο λαός μαζεύεται για να διαδηλώσει τη δίκαιη απαίτησή του να έχει ελευθερία, εργασία και μόρφωση για τα παιδιά του ο στρατός δεν τον χτυπά, γιατί ο στρατός είναι τα παιδιά του»!
Τη νύχτα καταπλέουν στο λιμάνι αντιτορπιλικά που αποβιβάζουν μεγάλες δυνάμεις στρατού για την «επιβολή της τάξης». Θα ακολουθήσει ένα όργιο διωγμών και συλλήψεων, αρκετοί που θεωρούνται «πρωταίτιοι της εξέγερσης» φυλακίζονται.
Στις 13 του Μάη πραγματοποιείται πανελλαδική πανεργατική απεργία και καταγγέλλονται οι δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση Μεταξά και κάτω από την πίεση και κομμάτων της αντιπολίτευσης και συνδικαλιστικών οργανώσεων δίνει ελπίδες ότι τα αιτήματα θα ικανοποιηθούν... Γρήγορα θα αποδειχθεί ότι άλλα είχε στο μυαλό του.
Στις 4 Αυγούστου ο Μεταξάς καταλύει το «δημοκρατικό» πολίτευμα, κηρύσσει δικτατορία. Οι φυλακές βρίθουν από αγωνιστές, κομμουνιστές και μη, που θα παραδοθούν αργότερα στους Γερμανούς και πολλοί θα εκτελεστούν.