«Ιφιγένεια εν Αυλίδι» |
Το «Θέατρο του Νέου Κόσμου», μας «συστήνει» τον ιρλανδικής καταγωγής, Αγγλο υπήκοο, Μάρτιν Μακ Ντόνα, με το έργο του «Ο υπολοχαγός του Ινισμορ», που πρωτοπαίχτηκε στο «Βασιλικό Σαιξπηρικό Θέατρο» του Στράτφορντ και στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου και το 2003 απέσπασε το βραβείο «Ολίβιε». Δε μοιάζει «τυχαία» η βράβευση του έργου από τη χώρα που χιλιοτυράννισε τον ιρλανδικό λαό. Το έργο δείχνει ότι ο Μάρτιν Μακ Ντόνα δε στερείται δραματουργικών ικανοτήτων. Θα βραβευόταν, όμως, το έργο του από τη Βρετανία, αν διέθετε - όχι βέβαια το επαναστατικό περιεχόμενο του «Ενας όμηρος» του Μπίαν - αλλά το πατριωτικό αίσθημα και την πίκρα για τις συνέπειες της αγγλικής αποικιοκρατίας που εκφράζει «Ο ξεριζωμός» του Ιρλανδού Μπράιαν Φρίελ; Μάλλον, όχι.
Ο ιρλανδικός λαός έχει ματώσει τόσο πολύ από τη στυγνή βρετανική αποικιοκρατία, έχει αγωνιστεί τόσο πολύ, τόσο μόνος και αβοήθητος, υπερασπίζοντας τη λευτεριά και ανεξαρτησία του, που είναι επόμενο και λάθη, συγχύσεις, υπερβολές να έχει ο αγώνας του, ακόμα και επικίνδυνα άτομα να διεισδύουν σ' αυτόν. Σήμερα, που η ιμπεριαλιστική νέα τάξη με τις λέξεις «τρομοκράτης» και «τρομοκρατία» συκοφαντεί την αντίσταση των λαών εναντίον της, ο Ντόνα - δίκην σάτιρας κατά της «τρομοκρατίας» - εμφανίζει ως «αγωνιστές» του ιρλανδικού λαού κάποιους διαταραγμένους ψυχοδιανοητικά και αλητόβιους νεαρούς, που σκοτώνουν και αλληλοσκοτώνονται, χάριν παιδιάς... και του μόνου πλάσματος που αγαπούν, της γάτας τους...
«Ο υπολοχαγός του Ινισμορ» |
«Ο θείος Βάνιας» |
Με αυτή τη σκέψη «διάβασε» και ανέβασε ο Γιώργος Αρμένης το τσεχοφικό αριστούργημα, μεταγγίζοντάς το με ήθος των μεσοαστών μιας ελληνικής επαρχίας, κάπου στα χρόνια του μεσοπολέμου. Η σκηνοθεσία του Αρμένη, χωρίς επιδειξιομανή ευρήματα, με καθαρή ρεαλιστική ματιά και με το ενδιαφέρον του στραμμένο στους χαρακτήρες, έστησε μια παράσταση σεμνή, οικεία, θερμή, με τη συμβολή της θεατρικά ρέουσας μετάφρασης (Ερρίκος Μπελιές), του ρεαλιστικού σκηνικού και των λιτών κοστουμιών (Δαμιανός Ζαρίφης), της διακριτικής μουσικής επιμέλειας (Ιάκωβος Δρόσος). Ο Γιώργος Αρμένης έπλασε ένα λαϊκό, μελαγχολικό, κουρασμένο, μοναχικό, πικραμένο Βάνια. Ο «Αστρόφ» του Κώστα Καζανά και η «Ελενα» της Παναγιώτας Βλαντή είναι δυο αξιόλογες ερμηνείες. Η Σοφία Ολυμπίου και ο Χρήστος Νίνης πρόσφεραν στους ρόλους τους λαϊκή γνησιότητα και ο Τάκης Βουλαλάς την έπαρση του άεργου αστού. Ενδιαφέρουσα και ελπιδοφόρα είναι η ερμηνεία της νέας ηθοποιού Χριστίνας Μαξούρη.
Οσα πολλά και πολύτιμα πρόσφερε στην ανάδειξη και στην ερμηνεία του σύγχρονου ελληνικού έργου ο Θανάσης Παπαγεωργίου ήταν αποτέλεσμα επίμονου, συστηματικού, σκηνικού μόχθου, αλλά και μελετητικής εμβάθυνσης στο περιεχόμενο και στη μορφή, στο ήθος και ύφος κάθε έργου. Τα τελευταία χρόνια ο δημιουργός της «Στοάς» επιδίδεται με ανάλογα επίμονο, συστηματικό και μελετητικό τρόπο δουλιάς, στην ερμηνεία του αρχαίου δράματος, διαμορφώνοντας σταδιακά μια άκρως ενδιαφέρουσα, πρότυπη, ερμηνευτική άποψη. Ο Θ. Παπαγεωργίου δεν αντιμετωπίζει το αρχαίο δράμα σαν ένα θεατρικό είδος θεματολογικά μακρινό και «σκονισμένο» από τους αιώνες, μορφολογικά δυσπρόσιτο. Σκαλίζοντας την ουσία των μύθων και τις ορατές και μη πτυχές της φόρμας του, «ανακαλύπτει» σ' αυτό μια ποιητική και μορφολογική «φύση» βαθύτατα λαϊκή, διόλου μακρινή από την εποχή μας. «Φύση», που άρχεται με τα ομηρικά έπη και φθάνει στη δημοτική μας ποίηση και θυμίζει τα λαϊκά, παραμυθολογικά αναγνώσματα. Και βέβαια, ένας ρεαλιστής δημιουργός σαν τον Παπαγεωργίου, σκαλίζοντας τους μύθους «ανακαλύπτει» και το εκπληκτικά διαχρονικό, αν όχι και επίκαιρης, ζέουσας σημασίας περιεχόμενό τους. «Καρπός» αυτής της μελετητικής ενασχόλησης του Θ. Παπαγεωργίου, ειδικά με το ευριπιδικό δράμα, είναι η έξοχη παράσταση της «Εκάβης» (1999) και η φετινή με την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι».
Ο Παπαγεωργίου δεν επέλεξε τυχαία τον Ευριπίδη. Ούτε τυχαία επέλεξε αυτές τις δυο «συγγενείς» τραγωδίες, με θέμα τον Τρωικό Πόλεμο. Ούτε τυχαίο μοιάζει το γεγονός ότι άρχισε τη διαχρονική και επικαιρική «ανάγνωση» από την «Εκάβη». Δηλαδή, από ένα έντονα αντιπολεμικό έργο, που δεν αφήνει περιθώρια ψευδαισθήσεων περί του «δικαίου» κάθε επεκτατικού πολέμου. Εργο που καθαρά και ξάστερα μιλά για τον όλεθρο που επιφέρει - και για τους νικημένους και για τους νικητές - κάθε επεκτατικός πόλεμος, όπως λ.χ. η Μικρασιατική Εκστρατεία, στην οποία εμμέσως παρέπεμπε η παράσταση της «Εκάβης». Φέτος, με την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», δηλαδή με την προετοιμασία του επεκτατικού πολέμου και την αλληγορική θυσία της Ιφιγένειας, η σκηνοθετική δουλιά του Παπαγεωργίου «μιλά» για την απάτη, τον παραλογισμό, την πατριδοκαπηλία των ηγητόρων του πολέμου. Κυρίως, «μιλά» για τις ψευδαισθήσεις και τα ιδεολογήματα περί «δίκαιου», «αναπόφευκτου», «αναγκαίου», «ωφέλιμου» για την πατρίδα, τα οποία ενσπείρουν οι σχεδιαστές του πολέμου, συμπαρασύροντας στα ολέθρια σχέδιά τους και στις γιορταστικές πολεμικές παράτες τους και τις αφελείς λαϊκές μάζες. Με ψευδαισθήσεις και ιδεολογήματα δεν παρασύρθηκαν οι λαϊκές μάζες και για τη Μικρασιατική Εκστρατεία;
Η θαυμάσια - ιδεολογικά και αισθητικά - σκηνοθετική «ανάγνωση» του έργου, η οποία θυμίζει λαϊκό δρώμενο, βρήκε τρία ατράνταχτα στηρίγματα. Την ποιητική, αλλά γλωσσικά σημερινή και νοηματικά ακαριαία, μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη. Το υπέροχο ολόλευκο σκηνικό -εικονίζει τα πανιά των τριήρεων στο λιμάνι της Αυλίδας - και τα διαχρονικά κοστούμια, της Λιλής Πεζανού. Η λαϊκών, δημοτικών ακουσμάτων, ανησυχαστικά «δοξαστική» και μελαγχολικά «γιορταστική» μουσική του Νίκου Ξυδάκη. Η σημαντική αυτή παράσταση στηρίζεται, όμως και σε άξιους ηθοποιούς, που ατομικά και συλλογικά καταθέτουν τον καλύτερο εαυτό τους (αλφαβητικά): Εύα Καμινάρη, Ηλίας Κατέβας, Γιώργος Κοτανίδης, Ελένη Κουλουριώτη, Ελένη - Λουίζα Κωνσταντινίδου, Παύλος Ορκόπουλος, Μαρία Παπαστεφανάκη, Θανάσης Παπαγεωργίου, Πολύκαρπος Πολυκάρπου, Λήδα Πρωτοψάλτη, Ευδοκία Σουβατζή, Χριστόδουλος Στυλιανού, Αδριανή Τουντοπούλου, Νίκη Χαντζίδου, Βέρα Χατζηιακώβου, Ειρήνη Χέλιου.