ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑ ΤΑ ΔΑΣΗ
Ενταση της ιδιωτικοποίησης για ενίσχυση του κεφαλαίου
Κυριακή 20 Ιούλη 2003

Για το καλύτερο ξεπούλημα και την αποτελεσματικότερη ενίσχυση του κεφαλαίου, διαγκωνίζονται με την πολιτική τους ΠΑΣΟΚ και ΝΔ
Το αγροτικό πρόγραμμα που παρουσίασε η ΝΔ και ειδικότερα το τμήμα που αφορά στα δάση, χαρακτηρίζεται από διαπιστώσεις, οι οποίες δεν αναδεικνύουν τις αιτίες (νόμοι της καπιταλιστικής αγοράς, ασκούμενη διαχρονικά κυβερνητική πολιτική από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), που έχουν οδηγήσει τα δασικά οικοσυστήματα (Δ. Οικ.) στη χειρότερη από ποτέ κατάσταση. Θεωρεί ως αιτία το ότι «δεν εφαρμόστηκαν και αγνοήθηκαν οι αρχές της επιστήμης». Ακόμη, διαπιστώνει τη μη επίλυση του ιδιοκτησιακού, χωρίς να αναγνωρίζει ότι έχει οδηγήσει σε καταπατήσεις, σε νομιμοποίηση ανύπαρκτων ιδιοκτησιών, σε απώλεια δημόσιας δασικής περιούσιας. Επισημαίνει ότι αποτέλεσμα είναι η «δικαστική ταλαιπωρία πολλών ιδιωτών...» και ότι «αποτρέπει την ορθολογική αξιοποίησή τους». Η εκτίμηση είναι υποκριτική και ψηφοθηρική. Το ζητούμενο είναι η ριζικά διαφορετική αντιμετώπιση του ιδιοκτησιακού και όχι η χωρίς όρους και όρια νομιμοποίηση κάθε παράνομης διεκδίκησης. Ο «οριστικός καθορισμός των χρήσεων γης και αντιμετώπιση ζητημάτων ιδιοκτησίας», που προτείνει, θα γίνει στα πλαίσια του «ρεαλισμού», για να «δοθεί τέλος στη διένεξη μεταξύ πολιτείας και ιδιωτών» και όταν «μεγάλες εκτάσεις που επί δεκαετίες συνεχώς καλλιεργούνται (...) δεν μπορούν να γίνουν και πάλι δασικές...».

Δηλαδή, θα νομιμοποιηθούν οι παράνομες αλλαγές χρήσης, οι οποίες σημειωτέον έγιναν τη δεκαετία του 1950, κατά τη δικτατορία (1967-1973), αλλά και από το 1974 -1985. Γιατί «...κάθε άλλη ρύθμιση θα όξυνε ακόμα περισσότερο το μεγάλο πρόβλημα του μεγέθους του γεωργικού κλήρου». Και το ζήτημα αυτό αντιμετωπίζεται στα πλαίσια της συγκέντρωσης της «αγροτικής» γης σε λίγα χέρια, ενώ «...θα επιτρέψει την αξιοποίηση προγραμμάτων της ΕΕ, που σήμερα δεν είναι δυνατή». Δείχνοντας έτσι ότι η δασική της πολιτική βρίσκεται στην ίδια κατεύθυνση με τις κατευθύνσεις της ΕΕ, τις οποίες έχει συνδιαμορφώσει και το ΠΑΣΟΚ. Η πρόταση για κατάργηση των Διακατεχομένων Δασών και απόδοσή τους «σ' αυτούς που ανήκουν», ουσιαστικά, οδηγεί σε απεμπόληση των δικαιωμάτων του Δημοσίου απέναντι σε διεκδικητές που τα διακατέχουν. Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι στα πλαίσια του Κτηματολογίου προβλέπει τον αποχαρακτηρισμό όλων των δασικών εκτάσεων και δασών που έχουν αλλάξει χρήση και χαρακτήρα, λέγοντας ότι «δάση και γενικά δασικές εκτάσεις που απέβαλαν το χαρακτήρα τους από οποιαδήποτε αιτία, επί πολλές δεκαετίες και χρησιμοποιούνται από τη γεωργία ή την κτηνοτροφία, διατηρούν το σημερινό τους χαρακτήρα».

Η πολιτική προστασίας των Δ. Οικ. είναι αποσπασματικά μέτρα προστασίας κυρίως από τις πυρκαγιές και χωρίς αναφορά στην ανάγκη ενιαίας διαχείρισης και προστασίας από ένα φορέα Δασοπροστασίας, στα πλαίσια του υπουργείου Γεωργίας, που αποτελούσε θέση της κατά το παρελθόν. Αποδέχεται, έτσι, και τις τελευταίες επιλογές της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στον τομέα της Δασοπυροπροστασίας, που έχει διαχωρίσει την πρόληψη από την καταστολή και δίνει κύριο βάρος στην καταστολή. Η αναφορά σε μέτρα περί πλημμυροπαθών, αναδασώσεων κλπ., δεν εξασφαλίζει καμία προϋπόθεση υλοποίησης. Αποτελούν προεκλογικές διακηρύξεις, πολύ περισσότερο, που, π.χ. για τις αναδασώσεις, η μείωσή τους οφείλεται, εκτός από την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, και στη μη χρηματοδότηση από την ΕΕ αναδασώσεων από το Δημόσιο.

Η πρότασή της για την Ανάπτυξη των Δ. Οικ. περιορίζεται σε διαχειριστικού χαρακτήρα μέτρα που συνεχίζουν την πολιτική της κυβέρνησης, ενώ αναφέρεται σε «εκπαίδευση δασεργατών», οι οποίοι δεν πάσχουν από εκπαίδευση, αλλά από δουλιά.

Ως προς την «Αναβάθμιση των υποβαθμισμένων δασικών οικοσυστημάτων». Το ζήτημα είναι σε ποια κατεύθυνση και προς όφελος ποιου θα γίνει η αναβάθμιση. Τέλος, το ζήτημα του «επανακαθορισμού των ορίων των Εθνικών Δρυμών προσαρμοσμένων στις καινούριες περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες» δεν είναι τίποτε άλλο από ένταση και διεύρυνση της κερδοσκοπίας και στην περιφέρεια των εθνικών δρυμών, περιορισμού τους μόνο στον πυρήνα για να «αξιοποιηθούν» επιχειρηματικά από το κεφάλαιο για τουριστικούς κύρια λόγους. Η ανάπτυξη της οικονομίας των ορεινών περιοχών της χώρας που προτείνει η ΝΔ, είναι η προσαρμογή των δασών στην οικονομία της αγοράς (π.χ., ανάπτυξη του ορεινού τουρισμού, καταφύγια άγριας πανίδας) και στο 6ο Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Δράσης της ΕΕ. Τα κίνητρα για την ανάπτυξη ορεινών βιοτεχνιών επεξεργασίας και μεταποίησης του ξύλου, είναι ακόμη ένα προεκλογικό πυροτέχνημα, τη στιγμή που συνολικά η βιοτεχνία του ξύλου αντιμετωπίζει πρόβλημα ύπαρξης, λόγω των φτηνών εισαγωγών ως αποτέλεσμα της Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Τέλος, το κύριο δεν είναι το ενιαίο της δασικής πολιτικής, αλλά το περιεχόμενο, ο προσανατολισμός και προς όφελος ποιου αυτή ασκείται και, όπως προκύπτει, η δασική πολιτική της ΝΔ είναι προς όφελος του κεφαλαίου, προωθεί το ξεπούλημα της δημόσιας δασικής περιουσίας, την ιδιωτικοποίηση, τη νομιμοποίηση παράνομων αλλαγών στη χρήση των δασών, τη χρησιμοποίηση της ΤΑ ως κρίκο της ιδιωτικοποίησης, αφού η διαχείριση των περιαστικών δασών από την ΤΑ, που δεν έχει μηχανισμό, αλλά και δεν μπορεί αντικειμενικά να διαχειριστεί τα δάση, θα οδηγήσει στην ιδιωτικοποίησή τους.

Η ιδιωτικοποίηση προωθείται και με το «φορέα θήρας» (με τον οποίο επιταχύνει την ιδιωτικοποίηση του ΠΑΣΟΚ), ο οποίος σε συνεργασία με κυνηγετικές και οικολογικές οργανώσεις (μη κυβερνητικές), η αξιοποίηση των οποίων προβλέπεται από το 6ο Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Δράσης της ΕΕ, θα «μεριμνά για την ορθολογική διαχείριση της πανίδας και την ανάπτυξη κυνηγετικών περιοχών», ενώ η ευθύνη αυτή ανήκει στο Δημόσιο, στα πλαίσια της συνολικής διαχείρισης των δασικών οικοσυστημάτων. Οι προτάσεις της ΝΔ για τη θήρα σχετίζονται και με την κυβερνητική πολιτική, η οποία ενισχύει την ιδιωτικοποίηση, αλλά επιδιώκει την εξασφάλιση ψήφων από κυνηγετικές και οικολογικές οργανώσεις, τις οποίες, άλλωστε, χρηματοδοτεί, εκτός των άλλων, και μέσω προγραμμάτων της ΕΕ.


Του
Αντώνη Π. ΡΑΛΛΑΤΟΥ*
Ο Αντώνης Ραλλάτος είναι δασολόγος