Κόντρα στη νέα (α)ταξία
Το «λιτοδίαιτον» και συνταγές γαστρονομίας
Πέμπτη 12 Ιούνη 2003

«Αρτον και θεάματα». Η παλιά καλή συνταγή. Και όσο λιγοστεύει ο άρτος, με την ευρύτερη έννοια, τόσο αυξάνονται τα θεάματα.

Μέσα στο κλίμα αυτό πλημμύρισαν τηλεκανάλια, εφημερίδες και περιοδικά με συνταγές μαγειρικής. Αν στηριζόταν κάποιος ανίδεος σ' αυτόν τον καταιγισμό συνταγών μαγειρικής θα πίστευε ότι ξεχειλίζει στην Ελλάδα η ευημερία, με συμβολισμό τη γαστρονομία.

Ο προσεκτικός όμως τηλεθεατής και ο αναγνώστης που μετράει και την τελευταία δεκάρα για να φέρει τη μια άκρη με την άλλη, αντιλαμβάνεται ότι ενώ επανέρχεται το «λιτοδίαιτον του Ελληνος», προσφέρεται από ΜΜΕ μια πλασματική εικόνα όπου σε τέτοιες συνταγές συγκαταλέγεται πια ως εθνικό προϊόν, το ξίδι «μπαλσάμικο», το μηλόξιδο, το κρασόξιδο, σε δεκάδες ποικιλίες, οι σάλτσες που απαιτούν μάγκο και άλλα τροπικά φρούτα. Και όπου τα «φλαμπέ» φαγητά αποκτούν την επιθυμητή γεύση περιχυμένα και αναμμένα, με κονιάκ, βότκα, ενίοτε σαμπάνια και κάπου - κάπου για να μην ξεχνάμε και τη μεσογειακή κουζίνα, με τσίπουρο, ή κρασιά εκλεκτών ποικιλιών που προσθέτουν «το άρωμα του δάσους, του φραγκοστάφυλου και μια υποψία νοτισμένης γης»!

Στα έγκατα του ορυχείου, οι 500 που λιποθυμούν από την απεργία πείνας δε ζητάνε να μοιραστούν το χρυσό που θα βγει με τον ιδρώτα και το αίμα τους, αλλά απαιτούν το δικαίωμα για να ζήσουν την οικογένειά τους με ψωμί, την πατροπαράδοτη συνταγή της φασολάδας, πατάτες που μας έφερε ο Καποδίστριας, καμιά μακαρονάδα που στομώνει την πείνα και δεν είναι η ξενόφερτη «πουτανέσκα». Αντε και κανένα γαύρο που έφτασε στην αγορά της γειτονιάς μου, τα 3,5 - 4 ευρώ το κιλό.


Του
Γιώργου Κ. ΤΣΑΠΟΓΑ