Ο αντιστράτηγος ε.α. μιλάει στο «Ρ» για το πού οδηγείται η εθνική άμυνα και οι Ενοπλες Δυνάμεις στις σημερινές συνθήκες
«Ενα στράτευμα, τονίζει ο συνομιλητής μας, για να είναι αξιόμαχο θα πρέπει να συνδυάζει τέσσερα στοιχεία και μάλιστα σε υψηλότερο βαθμό από τον αντίπαλο. Δηλαδή οργάνωση, εκπαίδευση, πειθαρχία και ηθικό. Μέσα στην οργάνωση ανήκουν και τα εξοπλιστικά συστήματα. Ομως, μπορεί να μιλάμε για τα εξοπλιστικά συστήματα αλλά ποτέ δε μιλήσαμε για την οργάνωση, την εκπαίδευση, την πειθαρχία και το ηθικό. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αμυνας δεν έχει τέτοιες προτεραιότητες. Μπορεί να δίνει υποσχέσεις μεταθέσεις, κέτερινγκ, καλοζωία, όλο και μικρότερη θητεία, ποτέ όμως δεν είδαμε ένα κονδύλι σοβαρό να κατευθυνθεί προς την εκπαίδευση».
Ειδικά όσον αφορά τα εξοπλιστικά προγράμματα και πώς αυτά συνδέονται με την Εθνική Αμυνα, το πρόβλημα εδώ εντοπίζεται τόσο στην επιλογή του είδους των οπλικών συστημάτων όσο και στη διαδικασία.
«Ο νόμος περί απορρήτου τα καλύπτει όλα και στο τέλος κάνει ο υπουργός ό,τι θέλει. Η γνώμη των ειδικών, των στρατιωτικών που μοχθούν, εκπαιδεύουν, σχεδιάζουν και καταρτίζουν τα πολεμικά σχέδια, κάνουν όλες τις διοικητικές ενέργειες έχει τεθεί εκτός. Οι δύο υπηρεσίες, ΕΠΥΕΘΑ (Επιτελείο Υπουργού Εθνικής Αμυνας)και ΓΔΕ (Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών), που ασχολούνται με τους εξοπλισμούς, ξοδεύουν δεκάδες δισ. μόνο και μόνο για τη συντήρησή τους. Τελικά, τα κριτήρια που υπερισχύουν στις επιλογές των οπλικών συστημάτων δεν είναι τα επιχειρησιακά κριτήρια που έχει ανάγκη η εθνικής μας άμυνα.
Στο σημείο αυτό ο Δ. Δήμου επισημαίνει και το γεγονός ότι τα ρωσικής προέλευσης αντιαεροπορικά συστήματα που έχουν εγκατασταθεί στα νησιά, όπως τα OSA και τα TOR-M1, έχουν πρόβλημα συμβατότητας με το όλο σύστημα αντιαεροπορικής προστασίας, που είναι δομημένο σύμφωνα με τη ΝΑΤΟική φιλοσοφία. Ο λόγος γίνεται για το σύστημα IFF (σύστημα αναγνώρισης ταυτότητας), με βάση το οποίο ένα βλήμα που εκτοξεύεται κατά αεροσκάφους αναγνωρίζει ποιο είναι το φίλιο και ποιο είναι το εχθρικό.
Η αναφορά του αυτή στο σύστημα αντιαεροπορικής προστασίας αφορά και στους πυραύλους «S-300». Ο ίδιος, ως αρχηγός της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου πήγε στη Ρωσία και πήρε μέρος στην εκπαίδευση και στις δοκιμαστικές βολές που έγιναν πριν την παραλαβή. Σήμερα, βέβαια, οι πύραυλοι αυτοί, που αγοράστηκαν από την Κύπρο, βρίσκονται στην Κρήτη.
Συνεχίζοντας την αναφορά του στο ρόλο των Αμερικανών επισημαίνει: «Νομίζω ότι υπάρχει μια αντίρρηση από τον αμερικανικό και τον ΝΑΤΟικό παράγοντα στη χρησιμοποίηση και στην ένταξη στα αμυντικά οπλοστάσια των κρατών - μελών οπλικών συστημάτων προερχομένων από τη Ρωσία. Ο πρώτος λόγος είναι ο εμπορικός. Υπαγορεύει ο κύριος Ρόμπερτσον, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, τα οπλικά συστήματα που πρέπει να αγοράσουμε ή να ενοικιάσουμε.
Η γνώμη των Ελλήνων στρατιωτικών, στην επιλογή των οπλικών συστημάτων που αγοράζει η χώρα μας, έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Αγοράζουμε όπλα που δεν καλύπτουν τις ανάγκες μας, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που αγοράζουμε όπλα με τέτοιες ελλείψεις που δεν επιτρέπουν την επιχειρησιακή τους αξιοποίηση, όπως στις περιπτώσεις που δεν είναι ολοκληρωμένο το λογισμικό τους (software)».
- Μήπως λοιπόν οι επιλογές αυτές σχετίζονται με καταμερισμούς που γίνονται στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με τις κατευθύνεις των Αμερικανών;
«Πιθανότατα. Οπωσδήποτε θα υπάρχει για αυτό βλέπουμε ότι καμία χώρα του ΝΑΤΟ δεν μπορεί να αποκτήσει παρά μόνο περιφερειακά οπλικά μέσα από άλλες χώρες. Και μάλιστα ένας μεγάλος πονοκέφαλος των Ενόπλων Δυνάμεων είναι και τα ελλιπώς αγοραζόμενα όπλα. Πετάμε μια μεγάλη φωτοβολίδα ότι αγοράζουμε "Απάτσι" και ξαφνικά βλέπουμε ότι δε διαθέτουν όλα τα πυρομαχικά για να είναι επιχειρησιακά έτοιμα. Αγοράζουμε επίσης "Πάτριοτ" και έρχονται μετά να μας πουν να αγοράσουμε το λογισμικό, χωρίς το οποίο δεν μπορείς να υπηρετήσεις το σύστημα».