Μανώλης Καλομοίρης |
Θιασώτης της αξιοποίησης του γνήσιου νεότερου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, καθώς και του δημοτικισμού, ο Μανώλης Καλομοίρης, με την επιστροφή του στην Ελλάδα από τη Ρωσία συντάσσεται αμέσως, με το αστικό προοδευτικό κίνημα της εποχής του. Συνθέτει μουσική, που βασίζεται στους ρυθμούς, τους τρόπους, στις μελωδίες και στο ύφος του λαϊκού πολιτισμού. Η ελληνική λαϊκή παράδοση υπήρξε όχημα της μουσικής του ιδεολογίας και ειδικότερα το δημοτικό τραγούδι -γι' αυτόν ίσως η σημαντικότερη πηγή έμπνευσης-, το έναυσμα για μια εντελώς προσωπική δημιουργική πνοή. Ομως, απέφυγε συνειδητά να χρησιμοποιήσει αυτούσια δημοτικά τραγούδια στο έργο του και μεταχειρίστηκε μόνο μικρά μουσικά «κύτταρα». Τη θέση του για τη χρήση του δημοτικού τραγουδιού τη διατυπώνει ρητά σε αυτό το πρόγραμμα της πρώτης συναυλίας του στην Αθήνα τον Ιούνη του 1908: «Εδώ ανάγκη να σημειωθή πως ο τεχνίτης που πρωτοπαρουσιάζεται σήμερις αποφέβγει να δανειστή μελωδίες των δημοτικών μας τραγουδιών στην εργασία του, μόνο που τα θέματά του σε μερικά του μεγάλα έργα (...) έχουν κτιστεί απάνου στο ρυθμό, τις κλίμακες και το χαραχτήρα των δημοτικών μας τραγουδιών. Γιατί βρίσκει πως το συστηματικό δάνεισμα από Εθνικές μελωδίες πολύ λίγο βοηθάει στο ξετύλιγμα της Εθνικής μουσικής. (...) Κι αυτό πρέπει να είνε ο σκοπός κάθε αληθινά Εθνικής μουσικής: να χτίσει το Παλάτι που θα θρονιάσει η Εθνική ψυχή. Τώρα αν για το χτίσιμο του παλατιού μεταχειρίστηκεν ο τεχνίτης και ξένο υλικό κοντά στο ντόπιο, δε βλάφτει. Φτάνει το παλάτι του να είνε θεμελιωμένο σε Ρωμέικη γης, κανωμένο για να το πρωτοχαρούνε Ρωμέικα μάτια, για να λογαριάζεται καθαροαίματο ρωμέικο παλάτι». Αυτή η θέση του Μ. Καλομοίρη, παρ' όλο που διαμορφώθηκε μέσα στη θέρμη της νεανικής ηλικίας και στο ξεκίνημα ενός νέου αγώνα, δεν άλλαξε ουσιαστικά σε όλη τη δημιουργική του σταδιοδρομία.
Υπέρμαχος του δημοτικισμού, ο Μ. Καλομοίρης ανέφερε στο ίδιο κείμενό του ότι «... η καθαρεύουσα κατά πως δεν εστάθηκεν άξια να θρέψη μια δυνατή φιλολογία, έτσι δε θα σταθή ποτές άξια να θρέψη και μια δυνατή μουσική (η τέχνη που μετά τα γράμματα έχει τη μεγαλύτερη σχέση με τη γλώσσα). Και όπως η φιλολογία μας τότε μόνο αντρώθηκε όταν ξέφυγε από τα πνιχτικά βρόχια της καθαρεύουσας, έτσι κι η μουσική μας τότε μόνο θα φτάσει σε κάποιο ύψος όταν ακολουθήση το μεγάλο δρόμο της αλήθιας που μας έδειξεν ο ποιητής του Ταξειδιού και πετάξη με τα φτερά τα μεγάλα που χάρισε της Ρωμιοσύνης ο ποιητής του Δωδεκάλογου του γύφτου!». Πρεσβεύοντας ότι ο Ελληνας συνθέτης πρέπει να στηριχτεί στην ελληνική λογοτεχνία και ποίηση για να δημιουργήσει πραγματικά ελληνική μουσική, έρχεται πολύ κοντά στο έργο του Παλαμά, ο οποίος ασκεί μεγάλη επίδραση στη μουσική του σκέψη και καλλιτεχνική εξέλιξη. «Η τέχνη μου, ανέφερε ο Μ. Καλομοίρης σε ομιλία του το 1952, είναι τόσο συνυφασμένη με τη δική του, ώστε να είμαι βέβαιος πως χωρίς Αυτόν η μουσική μου δε θα είχε πάρει ούτε το χαρακτήρα ούτε τον εθνικό ρυθμό που πήρε και θα έμενε μια οιαδήποτε μουσική ενός Ελληνος συνθέτου που θα έγραφε μια κάποια ξενότροπη μουσική Γερμανικής ή Ιταλικής τεχνοτροπίας, όπως τόσοι άλλοι πριν από αυτόν. Και κατά τη γνώμη μου όχι μόνο η δική μου μουσική αλλά και των περισσοτέρων νεώτερων Ελλήνων μουσουργών η μουσική, και αυτών ακόμη που δε στάθηκαν τόσο κοντά στην Παλαμικήν ιδέα, η δημιουργία θα έπαιρνε διαφορετικό δρόμο χωρίς τον Κωστή Παλαμά. Γιατί ένας μεγάλος ποιητής, όπως ο Παλαμάς, αχτιδοβολάει τη θέρμη της δημιουργικής του πνοής όχι μόνο στο στενό κύκλο της ποίησης και των γραμμάτων, αλλά γενικότερα σ' όλους τους κλάδους της τέχνης και της διανόησης».
Στον Ποιητή ο Μ. Καλομοίρης αφιέρωσε την τρίτη και τελευταία από τις συμφωνίες του, την «Παλαμική». Οπως αναφέρει στο εισαγωγικό σημείωμα του έργου, ο ποιητής πολύ πριν από το μουσικό είχε νιώσει και αποδώσει τον παλμό της ελληνικής ψυχής, που κρύβει μέσα του το δημοτικό τραγούδι, το οποίο «είναι αυτό το ίδιο πριν απ' όλα ΕΛΛΑΔΑ». Ο Καλομοίρης πέρα από το συνθετικό του έργο, που καλύπτει όλους τους τομείς της μουσικής έκφρασης: όπερες, έργα για ορχήστρα, έργα για τραγούδι και ορχήστρα, έργα για πιάνο κ.ά. έγραψε πολλά μουσικοπαιδαγωγικά βιβλία, άρθρα και κριτικές σε εφημερίδες. Το 1919 ίδρυσε το Ελληνικό Ωδείο και μετά την αποχώρησή του από αυτό, το 1926 το Εθνικό Ωδείο.