Με τη χρησιμοποίηση των εργαλείων της δημοσιονομικής πολιτικής επιχειρούν να δώσουν πνοή ζωής στις καπιταλιστικές οικονομίες που βουλιάζουν στην ύφεση. Μια πολιτική όμως η οποία δεν έχει αποδώσει καρπούς...
Γρηγοριάδης Κώστας |
Η πρώτη, αυτή της μείωσης των φόρων, αναφέρεται βέβαια στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων πρωτίστως και δευτερευόντως στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των λαϊκών στρωμάτων. Τη «συνταγή» αυτή την έχουν επενδύσει μάλιστα και με ιδεολογική χροιά. Ετσι, υποστηρίζουν ότι οι υψηλοί συντελεστές φορολογίας των επιχειρήσεων θέτουν τις τελευταίες σε καθεστώς ομηρίας από το κράτος, συνιστούν κρατική παρέμβαση στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Ολη η συνθηματολογία της μείωσης των φόρων εντάσσεται στη γενικότερη στρατηγική της «μείωσης του κράτους», ή, διαφορετικά, στον περιορισμό των κοινωνικών τομέων δράσης του (Δημόσια Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια, Ασφάλιση), οι οποίοι θα πρέπει να υποκατασταθούν από τον ιδιωτικό τομέα παροχής των αντίστοιχων υπηρεσιών. Αντίθετα, από τις λογικές «μείωσης του κράτους» εξαιρούνται οι κατασταλτικοί του μηχανισμοί, οι οποίοι, στα πλαίσια της «αντιτρομοκρατικής εκστρατείας» - ας μην ξεχνάμε ότι διανύουμε περίοδο έξαρσης της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας σε όλους τους τομείς - ενισχύονται.
Αυτό το στόχο υπηρετεί και η δεύτερη «συνταγή», της μείωσης των κρατικών δαπανών, οι οποίες είναι αρμονικά και οργανικά δεμένες με τα κρατικά έσοδα. Αν τα τελευταία μειωθούν, τότε η κρατική μηχανή θα πρέπει αντίστοιχα να λειτουργεί με λιγότερες δαπάνες. Ετσι, το υπουργείο Οικονομίας, στα πλαίσια της πολιτικής περιστολής των κρατικών δαπανών, ανακοίνωσε το νέο πλαίσιο «αξιολόγησής τους» - θα κατατεθεί σχετικό νομοσχέδιο - με βάση τη βρετανική εμπειρία των κυβερνήσεων Θάτσερ και Μπλερ. Οπως όμως έχει γραφεί και στο διεθνή Τύπο, η εφαρμογή των προγραμμάτων «αξιολόγησης» των δαπανών στη Βρετανία έχει οδηγήσει σε καθίζηση και απορύθμιση τα δημόσια συστήματα Παιδείας και Υγείας. Στα πλαίσια της ιδεολογίας του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, από την οποία εμφορούνταν οι «αξιολογητές» δαπανών, στη Βρετανία, πολλά δημόσια σχολεία σε υποβαθμισμένες εργατικές περιοχές και σε περιοχές όπου διαμένουν μετανάστες με πολλά προβλήματα εκμάθησης του γλωσσικού και γενικότερα σχολικού αντικειμένου, αξιολογήθηκαν... αρνητικά, με αποτέλεσμα το δραστικό περιορισμό των κρατικών δαπανών σε αυτά τα σχολεία. Ακόμα χειρότερα, σε μια επίδειξη κοινωνικού δαρβινισμού, ορισμένα από αυτά τα «προβληματικά» σχολεία έκλεισαν.
Είναι προφανές ότι μέσω της προώθησης των πολιτικών «μείωσης του κράτους» επιδιώκεται η δημοσιονομική πολιτική και στα δύο σκέλη της, έσοδα και δαπάνες, να προσδεθεί πιο στενά στις ανάγκες αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, σε μια εποχή μάλιστα που ο διεθνής καπιταλισμός δοκιμάζεται από οικονομική ύφεση, ενώ οι προβλέψεις εξόδου από αυτή διαψεύδονται η μία μετά την άλλη. Αρχικά υποστήριζαν ότι η οικονομική ανάκαμψη στην ΕΕ θα ξεκινήσει στις αρχές του 2003, μόλις πρόσφατα στις εκθέσεις τους οι διεθνείς οργανισμοί αναθεωρούν τις εκτιμήσεις τους για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας από 2,9% σε 1,9% του ΑΕΠ. Αντίστοιχες εκτιμήσεις υπάρχουν και για την αμερικανική οικονομία, ενώ η ιαπωνική εδώ και πολλά χρόνια βρίσκεται σε μια κατάσταση ανησυχητικής στασιμότητας με ρυθμούς ανάπτυξης είτε αρνητικούς, είτε μηδενικούς.
Ετσι, οι θεωρητικοί ινστρούχτορες του καπιταλισμού επιχειρούν με κρατικές ενέσεις να αναζωογονήσουν το ενδιαφέρον των κεφαλαιοκρατών για το κυνήγι της υπεραξίας, σε μια εποχή όμως που οι μηχανισμοί αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου έχουν μπλοκάρει. Μια ματιά αν ρίξει κάποιος στους ετήσιους και εξαμηνιαίους ζημιογόνους ισολογισμούς των πολυεθνικών γιγάντων σε Ευρώπη και Αμερική, θα διαπιστώσει το μέγεθος του προβλήματος.
Αν όμως ο μεμονωμένος κεφαλαιοκράτης διαπιστώνει ότι η τοποθέτηση των κεφαλαίων του σε παραγωγικούς τομείς ή στους τομείς των υπηρεσιών, δεν του αποφέρει κέρδη, κοντολογίς, αν δε συντελεστεί η αναπαραγωγή του κεφαλαίου του σε διευρυμένη κλίμακα, αν δεν πραγματοποιηθεί η παραγωγή υπεραξίας, πέρα από την αξία του προκαταβλημένου του κεφαλαίου, τότε γιατί να αναλάβει το ρίσκο της επένδυσης; Το διαχρονικό πρόβλημα του καπιταλισμού σε περιόδους κρίσης επανέρχεται και σήμερα με όλη του την οξύτητα. Ετσι, οι κυβερνήσεις καταφεύγουν στα εργαλεία της δημοσιονομικής πολιτικής, μπας και καταφέρουν με αυτό τον τρόπο να κάνουν τη σβησμένη μηχανή να πάρει μπροστά.
Η λογική είναι απλή, αν και η αποτελεσματικότητά της αμφισβητείται. Σύμφωνα με αυτή, αν το πρόβλημα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων είναι η αρνητική τους κερδοφορία (τα ζημιογόνα αποτελέσματα), τότε με τη μείωση των συντελεστών φορολογίας κερδών των επιχειρήσεων ενισχύεται η κερδοφορία τους. Από την άλλη μεριά, αν το κράτος αποσυρθεί από τους τομείς της Παιδείας, της Υγείας και της Κοινωνικής Ασφάλισης, τότε ανοίγεται πεδίον δόξης λαμπρό στο ιδιωτικό κεφάλαιο να εφορμήσει στους νέους αυτούς τομείς. Πολλά λιμνάζοντα κεφάλαια θα αρχίσουν να κινούνται, ξεφεύγοντας από την κατάσταση της αδράνειας που έχουν περιέλθει και αν αρχίσει η ανάκαμψη σε ορισμένους τομείς της οικονομίας, τότε, σύμφωνα με την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων, θα αρχίσει να ανασαλεύει και να κινείται ολόκληρη η καπιταλιστική οικονομία...
Η μέχρι σήμερα εμπειρία τούς έχει διαψεύσει, μια και το πρόβλημα της καπιταλιστικής κρίσης είναι πιο σύνθετο και δε φαίνεται να αντιμετωπίζεται μόνον από την ανατροπή των αναλογιών νομής της υπεραξίας (με τη μορφή φόρων) μεταξύ του καπιταλιστικού κράτους και των καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε επίσης ότι κοινός παρονομαστής των πολιτικών αυτών επιλογών είναι η χειροτέρευση των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Σε πολύ μεγάλο βαθμό η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης είχε αναληφθεί από το καπιταλιστικό κράτος. Λόγος γίνεται για τους τομείς της Εκπαίδευσης - Μμόρφωσης, της Υγείας και στις συνθήκες του 20ού αιώνα (μια και πριν δε συγκαταλέγονταν στους όρους αναπαραγωγής) η Κοινωνική Ασφάλιση. Η πιο στενή όμως πρόσδεση των προϋπολογισμών στις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου συντελείται σε συνθήκες χειροτέρευσης των όρων συντήρησης της ζωντανής εργασίας, της πρώτης παραγωγικής δύναμης σε όλα ανεξαιρέτως τα παραγωγικά συστήματα.
Την πολιτική μείωσης των φόρων και περιστολής των κοινωνικών δαπανών ακολούθησε φυσικά και η ελληνική κυβέρνηση, στα πλαίσια της ενιαίας εφαρμογής των επιλογών που χαράσσουν οι οικονομικοί εγκέφαλοι του κεφαλαίου στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Η εφαρμογή όμως της πολιτικής αυτής στην περίπτωση της Ελλάδας πραγματοποιείται μέσα σε ένα διαφορετικό - σε σχέση με άλλες χώρες - δημοσιονομικό περιβάλλον. Και αυτό που διαφοροποιεί την Ελλάδα από τις άλλες χώρες είναι το υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο στο τέλος του 2002 είχε διαμορφωθεί στο 105,3% του ΑΕΠ. Η κοινή λογική λέει ότι αν υπάρχει ένα τόσο υψηλό χρέος, τότε πρέπει να είσαι πολύ φειδωλός σε πολιτικές αποφάσεις που μειώνουν τη φορολογία των κατόχων του πλούτου. Η καπιταλιστική όμως λογική λέει ότι, ακόμα και στις συνθήκες αυτές, πρέπει να συμβαδίζεις με χώρες που δεν έχουν το δικό σου πρόβλημα και, τελικά, να μεταφέρεις τα βάρη - υπέρμετρα ίσως - στα λαϊκά στρώματα. Αυτό και κάνει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Προχωρεί σε μια συνεχή μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης επιχειρήσεων και υψηλών εισοδημάτων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι:
Και αν ρωτήσει κάποιος πώς είναι δυνατόν, και πολιτική μείωσης του δημόσιου χρέους να εφαρμοστεί και μείωση φόρων, ο κ. Χριστοδουλάκης έχει έτοιμη την απάντηση: Το δημόσιο χρέος θα μειωθεί το 2003 με ευρύτατη εκποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, ύψους 3 δισ. ευρώ, ή κάτι παραπάνω από 1 τρισ. δραχμές. Με λίγα λόγια, η φαινομενική αντίφαση, μείωση δημόσιου χρέους - μείωση φόρων του κεφαλαίου, αίρεται μέσω της περαιτέρω αντιδραστικοποίησης της οικονομικής πολιτικής.
Πραγματικά απίθανοι οι «εκσυγχρονιστές» σε ζητήματα πρακτικής εφαρμογής της διαλεκτικής μεθόδου!