Ο ίδιος ο τίτλος του νομοσχεδίου αποκαλύπτει τον στρατηγικό του προσανατολισμό. Η «νέα εποχή» στην οποία παραπέμπει δεν είναι ουδέτερη ούτε αόριστη. Συνδέεται άμεσα με την «Ατζέντα 2030» και τη γενικευμένη πολεμική προετοιμασία του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σε ένα περιβάλλον όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ελλάδα, μέσω του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, επιχειρεί να εναρμονίσει ακόμη βαθύτερα τις Ενοπλες Δυνάμεις της με τις ανάγκες αυτών των σχεδιασμών, μετατρέποντάς τες σε πιο ευέλικτο, ταχυκίνητο και «διαθέσιμο» εργαλείο για αποστολές εκτός συνόρων.
Στο πλαίσιο αυτό, το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων αντιμετωπίζεται όχι ως φορέας άμυνας για τη χώρα, αλλά ως διαχειρίσιμος συντελεστής μιας ευρύτερης πολεμικής μηχανής. Η απαξίωση των υπαξιωματικών και συγκεκριμένων κατηγοριών στελεχών - αποφοίτων ΑΣΣΥ, ΕΜΘ και ΕΠΟΠ - δεν αποτελεί παρενέργεια, αλλά δομικό στοιχείο της προτεινόμενης αναδιοργάνωσης.
Παράλληλα, η σύνδεση των προαγωγών με την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων εισάγει ένα νέο, απολύτως ελεγχόμενο από την εκάστοτε κυβέρνηση φίλτρο εξέλιξης. Οι οργανικές θέσεις δύνανται να αυξομειώνονται ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της πολεμικής προετοιμασίας και όχι με βάση τις πραγματικές υπηρεσιακές ανάγκες ή την εμπειρία του προσωπικού. Ιδιαίτερα οι ΕΠΟΠ πλήττονται άμεσα, καθώς προβλέπεται ρητά ότι προάγονται αποκλειστικά για κάλυψη κενών θέσεων, οδηγούμενοι ουσιαστικά σε βαθμολογική στασιμότητα.
Το μισθολογικό σκέλος του νομοσχεδίου επιχειρεί να λειτουργήσει ως αντιστάθμισμα αυτών των αλλαγών. Ωστόσο, οι διαφημιζόμενες αυξήσεις δεν αποκαθιστούν τις απώλειες της μνημονιακής περιόδου ούτε ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των στρατιωτικών νοικοκυριών. Η εισαγωγή της «προσωπικής διαφοράς» δημιουργεί εύλογες ανησυχίες, δεδομένης της αρνητικής εμπειρίας που έχουν ήδη οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι από αντίστοιχες ρυθμίσεις. Την ίδια στιγμή, παραμένουν τα πλαφόν σε εφημερίες, ειδικές αποστολές και αποζημιώσεις, με εξαίρεση εκείνες που σχετίζονται άμεσα με ευρωατλαντικές υποχρεώσεις, όπου τα δημοσιονομικά όρια φαίνεται να αίρονται.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί και η εκτεταμένη παραπομπή κρίσιμων ζητημάτων σε μελλοντικά προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις. Η μέχρι σήμερα εμπειρία δείχνει ότι τέτοιες ρυθμίσεις είτε καθυστερούν για χρόνια είτε εφαρμόζονται επιλεκτικά, συνήθως σε βάρος του προσωπικού. Δεν συνοδεύονται, μάλιστα, από καμία τεκμηριωμένη μελέτη για το αν και σε ποιον βαθμό οι στρατιωτικοί θα ωφεληθούν από τις προτεινόμενες αλλαγές.
Στο ίδιο πνεύμα εντάσσεται και η πρόβλεψη περιορισμών στη συλλογική έκφραση και εκπροσώπηση των στρατιωτικών. Η απαγόρευση συμμετοχής σε ενώσεις που ασκούν κριτική σε ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων συνιστά σοβαρό πλήγμα στη δημοκρατική συνείδηση του προσωπικού και εντάσσεται σε μια προσπάθεια επιβολής σιωπητηρίου, ιδιαίτερα σε μια περίοδο αυξανόμενων αντιδράσεων και κινητοποιήσεων.
Τέλος, η συζήτηση για «εθελοντική» στράτευση των γυναικών, η δημιουργία μηχανογραφικού αρχείου θηλέων και η διεύρυνση των κατηγοριών εφέδρων αξιωματικών δεν μπορούν να ιδωθούν αποκομμένα από τη συνολική κατεύθυνση στρατιωτικοποίησης της κοινωνίας. Οσο εντείνεται η πολεμική προετοιμασία, τόσο περισσότερο η έννοια του «εθελοντισμού» κινδυνεύει να καταστεί προσχηματική.
Συμπερασματικά, το νομοσχέδιο δεν απαντά στις πραγματικές ανάγκες της εθνικής άμυνας ούτε ενισχύει το ηθικό και την αποτελεσματικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων. Αντίθετα, αναδιαρθρώνει το προσωπικό με όρους «κόστους - οφέλους», ενισχύει τις ανισότητες στο εσωτερικό τους και τις εντάσσει βαθύτερα σε επικίνδυνους σχεδιασμούς που δεν υπηρετούν τα συμφέροντα του λαού. Η απόσυρσή του και η έναρξη ουσιαστικού διαλόγου με το προσωπικό και την κοινωνία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για μια πραγματικά αμυντική πολιτική, προσανατολισμένη στην ασφάλεια της χώρας και όχι στις ανάγκες των λυκοσυμμαχιών.
Λοχαγός Εν.Ε