ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΓΙΑ ΤΟ 2025
Οι κίνδυνοι για την καπιταλιστική οικονομία εντείνουν την αντιλαϊκή επίθεση
Τρίτη 23 Δεκέμβρη 2025

Eurokinissi

Την επισήμανση των κινδύνων που μεγαλώνουν για την καπιταλιστική οικονομία και με συστάσεις για ένταση της αντιλαϊκής πολιτικής που περνά από τη «δημοσιονομική σταθερότητα», επισημαίνουν οι προβλέψεις της ενδιάμεσης έκθεσης 2025 για τη Νομισματική Πολιτική, που κατέθεσε χτες στη Βουλή των Ελλήνων και στο Υπουργικό Συμβούλιο (συνεδριάζει σήμερα) ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας.

Πιο συγκεκριμένα, στην έκθεση αναφέρονται ανάμεσα σε άλλα: «Η αβεβαιότητα από τις εύθραυστες διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου Ρωσίας - Ουκρανίας», «ο επίμονος πληθωρισμός» αλλά και ο «τυχόν χαμηλότερος του αναμενόμενου ρυθμός απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης». Τα ζόρια λοιπόν παραμένουν και το μέλλον που διαγράφεται είναι αβέβαιο παρά τις θριαμβολογίες της κυβέρνησης, κάτι που καταγράφεται πιο αναλυτικά παρακάτω ως εξής: «Συνολικά, ο κίνδυνος επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης μετά τη λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης, η χαμηλή παραγωγικότητα, το υφιστάμενο επενδυτικό κενό, τυχόν καθυστερήσεις στην απορρόφηση των υπολειπόμενων κοινοτικών πόρων, η βραδεία αλλαγή του παραγωγικού προτύπου, οι πιέσεις στην αγορά εργασίας και στα πραγματικά εισοδήματα, η δυσκολία εύρεσης προσιτής κατοικίας, η δημογραφική κρίση, η στάσιμη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος συγκροτούν ένα σύνθετο πλέγμα προκλήσεων».

Στη συνέχεια η Τράπεζα της Ελλάδας περιγράφει τα μέτρα που πρέπει να παρθούν, προκειμένου να «αντιμετωπιστούν οι παραπάνω προκλήσεις». Και συγκεκριμένα: Ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, που σημαίνει συνέχιση μέτρων που θωρακίζουν τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων και χτυπούν εργασιακά δικαιώματα. Θωράκιση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής σταθερότητας που σημαίνει συνέχιση και ένταση της πολιτικής των «ματωμένων» πλεονασμάτων, της φοροαφαίμαξης των νοικοκυριών, των πενιχρών μισθών και των συντάξεων πείνας. Και τέλος, διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και βιωσιμότητας μακροπρόθεσμα, που σημαίνει κάποια μέτρα ψίχουλα και παρεμβάσεις για όσους βρίσκονται στα όρια της εξαθλίωσης, όπως και ενίσχυση του «κοινωνικοεταιρισμού» για την υποταγή των εργαζομένων.

Το ποιους ωφελούν αυτές οι παρεμβάσεις το περιγράφει η ίδια η έκθεση: «Οι δράσεις αυτές βελτιώνουν το επιχειρηματικό και θεσμικό περιβάλλον και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και αυξάνουν τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής». Και προσθέτει πως: «Η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος απαιτεί παράλληλα τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος και την παροχή στοχευμένων κινήτρων (επιταχυνόμενες αποσβέσεις και αυξημένες εκπτώσεις φόρου για επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη), καθώς και τον περιορισμό του ενεργειακού κόστους». Ουσιαστικά, πρόκειται για νέα κίνητρα και απαλλαγές προς τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, την ώρα που οι βιοπαλαιστές αγρότες βρίσκονται στους δρόμους του αγώνα.

Οσον αφορά στα μεγέθη «ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2026 και το 2027 θα διαμορφωθεί στο 2,1% για να υποχωρήσει οριακά στο 2% το 2028». Ακόμα, σύμφωνα με την ΤτΕ, οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν με υψηλό ρυθμό 7,3% το 2025-26, ενώ με το πέρας της περιόδου εφαρμογής του NextGenerationEU το 2027-2028, ο ρυθμός αύξησής τους θα μετριαστεί. Ο πληθωρισμός το 2025 αναμένεται να παραμείνει υψηλός σε 2,8% και προβλέπεται ότι θα υποχωρήσει αισθητά στο 2,1% το 2026. Ωστόσο, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα και στην Ενέργεια αναμένεται να παραμείνει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.

Οσον αφορά στην αγορά εργασίας, η έκθεση αναφέρει πως «η αύξηση των αμοιβών πρέπει να είναι συμβατή με την εξέλιξη της παραγωγικότητας, ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας που θα υπονόμευε την ανταγωνιστικότητα. Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να αυξηθεί το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό γυναικών, νέων, μεγαλύτερων σε ηλικία και συνταξιούχων». Δίνοντας έτσι το στίγμα για εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.

Σχετικά την αμυντική βιομηχανία, αναφέρει: «Η πιο ενεργός συμμετοχή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας σε διεθνή εξοπλιστικά προγράμματα και κοινοπραξίες, με σύμπραξη του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, μπορεί να αυξήσει την προστιθέμενη αξία της στο ΑΕΠ, να δημιουργήσει υψηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας και να καλύψει μεγαλύτερο μέρος των αμυντικών αναγκών από εγχώρια παραγωγή».

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, οι προτάσεις πολιτικής που καταθέτει, «συγκροτούν», όπως λέει, «ένα συνεκτικό πλαίσιο για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας σε ένα περιβάλλον αυξημένης διεθνούς αβεβαιότητας και εμπορικού προστατευτισμού». Και σημειώνει πως «όσο κρίσιμες και αν είναι όμως οι εθνικές πολιτικές, δεν επαρκούν πλέον από μόνες τους». Ετσι, καταγράφει στη συνέχεια την ανάγκη για «συνέργεια των εθνικών πολιτικών με μια ευρωπαϊκή στρατηγική εναρμονισμένη με τις κατευθύνσεις που θέτουν οι εκθέσεις Λέτα και Ντράγκι». Τέλος, αναφέρεται στην ανάγκη ενίσχυσης των προσπαθειών για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και στο πλαίσιο αυτό, όπως αναφέρεται, «απαιτείται η δημιουργία ενός ευρωομολόγου, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για διασυνοριακές επενδύσεις, να ενισχύσει τον διεθνή ρόλο του ευρώ και να ενδυναμώσει τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης».