Από τη νίκη του σοσιαλδημοκράτη Μπόριτς στις προεδρικές εκλογές το 2021 μέχρι την επικράτηση του ακροδεξιού Καστ σήμερα
2025 The Associated Press. All |
Ο σοσιαλδημοκράτης απερχόμενος Πρόεδρος Γκ. Μπόριτς καλωσορίζει στο προεδρικό μέγαρο τον ακροδεξιό Καστ |
Πριν 4 χρόνια, το 2021, στο προεδρικό αξίωμα είχε αναδειχθεί ο Γκαμπριέλ Μπόριτς, επικεφαλής ενός συνασπισμού σοσιαλδημοκρατικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων, πλειοψηφώντας έναντι του λαομίσητου Σεμπαστιάν Πινιέρα. Η νίκη του Μπόριτς, που παρουσιάστηκε τότε ως το επιστέγασμα των μεγάλων εργατικών - λαϊκών κινητοποιήσεων του 2019, όχι μόνο δεν ικανοποίησε τα δίκαια αιτήματα του λαϊκού ξεσπάσματος αλλά αντίθετα οδήγησε μεγάλα τμήματα του λαού στην απογοήτευση και άνοιξε τον δρόμο στη συνολική αντιδραστικοποίηση.
Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι η λογική του «μικρότερου» οδηγεί στο μεγαλύτερο κακό, στη συντηρητική αναδίπλωση και στην υποχώρηση του εργατικού - λαϊκού κινήματος.
Αυτό εκφράζει η νίκη του αντιδραστικού Καστ, ενός δηλωμένου νοσταλγού της δικτατορίας του Πινοσέτ, ο αδερφός του οποίου μάλιστα είχε διατελέσει υπουργός επί της δικτατορίας.
Δεδομένα ο Καστ θα πιάσει το νήμα της αντιλαϊκής πολιτικής από εκεί που το άφησε ο Μπόριτς και θα την κλιμακώσει παραπέρα. Την εποχή της τεράστιας όξυνσης των αντιφάσεων του καπιταλιστικού συστήματος και της έντασης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, κάθε αστική κυβέρνηση θα είναι χειρότερη από την προηγούμενη.
Το ΚΚΕ δεν συμμετείχε στους πανηγυρισμούς της σοσιαλδημοκρατίας και του οπορτουνισμού για τη νίκη του Μπόριτς το 2021, που για άλλη μια φορά κατέληξαν «στον κουβά».
Τότε, θυμίζουμε, από τον Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ, τους Εργατικούς στη Βρετανία, τον Λούλα στη Βραζιλία και τον Μαδούρο στη Βενεζουέλα μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΜέΡΑ25 και τον οπορτουνιστικό χώρο ΝΑΡ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αναπαρήγαγαν στους λαούς ψευτοδιλήμματα και αυταπάτες για την υποτιθέμενη φιλολαϊκή διαχείριση του καπιταλισμού στη Χιλή.
Ο Μπόριτς ανήλθε στην εξουσία με διακηρύξεις και συνθήματα περί στήριξης των αδύναμων, δικαιότερης διανομής του πλούτου κ.λπ., χωρίς στην πράξη να θίγει ούτε τρίχα από τα καπιταλιστικά συμφέροντα.
Η ουσία της πολιτικής του ήταν η κρατική στήριξη της κερδοφορίας του κεφαλαίου, η διοχέτευση τεράστιων κρατικών κονδυλίων για τη στήριξη της «πράσινης» και «ψηφιακής» μετάβασης, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου και η απεξάρτηση της χώρας από τη «μονοκαλλιέργεια» των εξαγωγών μεταλλευμάτων που κατευθύνονταν ιδιαίτερα προς κινεζικά μονοπώλια.
Σε αυτό το πλαίσιο η κυβέρνηση Μπόριτς προχώρησε στην υπογραφή της εμπορικής συμφωνίας CPTPP1 (Συνολική και Προοδευτική Συμφωνία για Συνεργασία στην περιοχή του Ειρηνικού), δηλαδή της επικαιροποιημένης ιμπεριαλιστικής συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου με άλλα κράτη του Ειρηνικού η οποία αποκλείει την καπιταλιστική Κίνα. Είναι συμφωνία που πλήττει ιδιαίτερα τα λαϊκά στρώματα των μικρών παραγωγών και των αγροτών, και η μη υπογραφή της ήταν για χρόνια σημαντικό μέτωπο πάλης για το εργατικό - λαϊκό κίνημα της χώρας. Η συγκεκριμένη συμφωνία επικυρώθηκε και με ψήφους της δεξιάς.
Ταυτόχρονα, παρενέβη στους όρους του διεθνούς ανταγωνισμού για τον έλεγχο των κρίσιμων πρώτων υλών και σπάνιων γαιών που διεξάγεται ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα.
Εκπόνησε τη λεγόμενη Εθνική Στρατηγική για το Λίθιο2, που βασίζεται σε Συμπράξεις Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα, δίνοντας μεγάλα συμβόλαια στο βρετανο-αυστραλιανό μονοπώλιο «Rio Tinto Group» (τη δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία μετάλλων και εξόρυξης στον κόσμο), αλλά και σε μεγάλα ντόπια μονοπώλια.
Παραπέρα, στο διάστημα της διακυβέρνησής του ο Μπόριτς κατέθετε διαρκώς διαπιστευτήρια στοίχισης με το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο ΗΠΑ - ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα όσον αφορά τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία.
Επανειλημμένα ο Μπόριτς διεμήνυσε πως «η Ουκρανία έχει έναν φίλο στη Νότια Αμερική», ενώ η κυβέρνησή του διοργάνωσε ειδική συνεδρίαση του κοινοβουλίου της Χιλής, στο οποίο απευθύνθηκε ο Ζελένσκι, αντίστοιχη με την ντροπιαστική φιέστα που στήθηκε στην ελληνική Βουλή.
Μην ξεφεύγοντας ούτε σπιθαμή από το πλαίσιο της σαπίλας και της διαφθοράς που διαπερνά τα αστικά κράτη και τις κυβερνήσεις, η κυβέρνηση Μπόριτς συνέχισε την «παράδοση» της διασπάθισης δημόσιου χρήματος, δηλαδή του λαού της Χιλής.
Οπως αποδείχθηκε, μέλη του κυβερνητικού επιτελείου, όπως ο υπουργός Κοινωνικής Ανάπτυξης (Τζιόρτζιο Τζάκσον), η γγ Πολιτισμού (Αντρεα Γκουτιέρες) και άλλοι, οι περισσότεροι συνοδοιπόροι του Μπόριτς από την εποχή που ήταν φοιτητοσυνδικαλιστής, διοχέτευσαν - σύμφωνα με τη δικαστική έρευνα του 2024 - περίπου 95 εκατ. δολάρια σε διάφορα ιδρύματα και ΜΚΟ με τα οποία είχαν στενή σχέση.
Την ώρα που η κυβέρνηση Μπόριτς έπαιρνε μέτρα στήριξης του κεφαλαίου και της κερδοφορίας του, χρησιμοποιούσε τη ρητορική περί του «εφικτού», του «ρεαλιστικού», των «αντοχών της οικονομίας», την οποία χρησιμοποιούν οι αστικές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο, για να μοιράσει ψίχουλα στον λαό, σε μια χώρα όπου διατηρούνται οι τεράστιες ταξικές ανισότητες, με το πλουσιότερο 20% να καρπώνεται πάνω από το 60% του πλούτου.
Οι ονομαστικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό - ο οποίος έφτασε στα 500 δολάρια το 2025 - που ουσιαστικά αφορούσαν μόνο τους απόλυτα εξαθλιωμένους νομίμως εργαζόμενους Χιλιανούς (το 26% του εργατικού δυναμικού στη Χιλή είναι «άτυπα» εργαζόμενοι, χωρίς δικαιώματα, συμβάσεις, ασφάλιση κ.λπ.), ακυρώνονται στην πράξη από τον αχαλίνωτο πληθωρισμό.
Αντίστοιχα, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση ανακοίνωσε εφάπαξ επίδομα ύψους 100 δολαρίων στους 3.000.000 φτωχότερους Χιλιανούς (δηλαδή στο 15% του λαού), μέτρο που είχε κόστος 300 εκατ. ευρώ την ώρα που για τη δημιουργία Ειδικού Ταμείου Επενδύσεων που παρείχε ενισχύσεις και φοροελαφρύνσεις στο μεγάλο κεφάλαιο δαπάνησε πάνω από 1 δισ. δολάρια.
«Καμάρι» της κυβέρνησης Μπόριτς αποτέλεσε το εργασιακό νομοσχέδιο της υποψήφιας του κυβερνητικού συνασπισμού Ζανέτ Χάρα, στελέχους του ΚΚ και πρώην υπουργού Εργασίας, το οποίο ψηφίστηκε το 2024. Βασικοί άξονες του νομοσχεδίου ήταν: α) Η σταδιακή μείωση του εργάσιμου εβδομαδιαίου χρόνου (αφού πρώτα έδωσαν το ΟΚ οι εργοδοτικές ενώσεις), που σήμερα αγγίζει τις 45 ώρες εβδομαδιαία, μέχρις ότου δημιουργηθούν σε ορίζοντα 5ετίας οι συνθήκες ώστε να εφαρμοστεί το 40ωρο (δηλαδή το 2029 - φυσικά, μέχρι τότε μπορεί να μεσολαβήσουν τα πάντα), β) η αύξηση μόνο των πιο εξαθλιωμένων συντάξεων, γ) το νέο πλαίσιο Κοινωνικής Ασφάλισης, που φυσικά δεν κατάργησε τις AFP (ιδιωτικές εταιρείες ασφάλισης που χρησιμοποιούν τα ασφαλιστικά ταμεία για να κάνουν επενδύσεις όπου θεωρούν ότι μπορεί να παραχθεί κέρδος, με δυνητικά καταστροφικά αποτελέσματα για τους συνταξιούχους, μοντέλο που ισχύει από την εποχή Πινοσέτ), σε αντίθεση με την ιστορική / διαχρονική θέση του ΚΚ Χιλής αλλά και του συνδικαλιστικού κινήματος της χώρας.
Μάλιστα η διαμόρφωση του τελικού νομοσχεδίου ολοκληρώθηκε μετά από τριμερείς συναντήσεις μεταξύ του υπουργείου, εργοδοτικών και συνδικαλιστικών ενώσεων. Η Ζ. Χάρα δήλωνε «περήφανη» για το νομοσχέδιό της, ενώ ειδικά σε σχέση με το Ασφαλιστικό είπε ότι έφερε μια πρόταση «90% πραγματιστική και μόλις 10% ιδεολογική».
«Κερασάκι στην τούρτα» ήταν η υπερψήφιση από τον κυβερνητικό συνασπισμό στη Χιλή του νομοσχεδίου που νομιμοποιεί τη χρήση πραγματικών πυρών από τις δυνάμεις καταστολής. Ο νόμος που εγκρίθηκε προβλέπει ότι για κάθε στρατιωτικό ή αστυνομικό που κάνει χρήση του υπηρεσιακού του όπλου θα έχει ισχύ το τεκμήριο της «νόμιμης άμυνας» και θα αίρεται μόνο αν έρευνα δείξει ότι έδρασε κακόβουλα.
Αυτά ενώ τα σώματα καταστολής είναι υπεύθυνα για δεκάδες νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες στις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις που ξέσπασαν τον Οκτώβρη του 2019, είναι δε χαρακτηριστική η στυγνή καταστολή με την οποία αντιμετώπισε η σοσιαλδημοκρατία τις διαδηλώσεις μαθητών και φοιτητών στο Σαντιάγκο και αλλού που ζητούσαν δωρεάν και ποιοτική Εκπαίδευση, με σύγχρονες υποδομές και καθολική πρόσβαση των νέων σε όλες τις βαθμίδες.
Ο Μπόριτς είναι ο Πρόεδρος που έκανε χρήση του άρθρου «κήρυξης κατάστασης έκτακτης ανάγκης» του Πινοσετικού Συντάγματος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο Πρόεδρο, ενάντια στους αγρότες Μαπούτσε στην περιοχή Αραουκανία, στα νότια της Χιλής. Πρόκειται για περιοχή όπου εκτυλίσσονται συγκρούσεις, ακόμα και ένοπλες, ανάμεσα στους αγρότες Μαπούτσε και σε μεγαλογαιοκτήμονες, εταιρείες εξορύξεων και το αστυνομικό σώμα των καραμπινιέρων. Ο Μπόριτς κέρδισε τις εκλογές στηρίζοντας τα αιτήματα των αυτοχθόνων αγροτών, ωστόσο επέβαλε βίαιη καταστολή και «κατάσταση έκτακτης ανάγκης».
Τα παραπάνω οδηγούν αβίαστα στο ερώτημα: Πού διαφέρει στην ουσία η «αριστερή» κυβέρνηση της Χιλής από τις άλλες αστικές κυβερνήσεις, φιλελεύθερες, σοσιαλδημοκρατικές κ.ο.κ., που τσακίζουν τους λαούς με την πολιτική τους; Η απάντηση «πουθενά», στην οποία κατέληξε μεγάλο τμήμα του λαού της Χιλής, μαζί με την απουσία πραγματικής και αυτοτελούς εργατικής - λαϊκής εναλλακτικής, αφού το ΚΚ Χιλής είναι εγκλωβισμένο στη στρατηγική των «αριστερών» κυβερνήσεων στο έδαφος του καπιταλισμού, έστρωσε τον δρόμο για την άνοδο του ακροδεξιού Καστ στην εξουσία.
Το σε τι κατήφορο μπορεί να μπει ένα ΚΚ στο πλαίσιο της αστικής διαχείρισης φανερώνεται από τις δηλώσεις της Ζ. Χάρα, που στην επιδίωξή της να ευθυγραμμιστεί με τις επιταγές της αστικής τάξης προχώρησε σε δηλώσεις ενάντια στην Κούβα, αναπαράγοντας την ιμπεριαλιστική επιχειρηματολογία περί «δικτατορίας», «έλλειψης δημοκρατίας» κ.λπ.
Κλείνουμε παραθέτοντας την τελευταία παράγραφο του αντίστοιχου άρθρου στον «Ριζοσπάστη» το 2021, αφού διατηρεί ακέραιη τη σημασία της: «Ομως μπροστά στον λαό της Χιλής είναι οι νέοι εργατικοί - λαϊκοί αγώνες, που αναπόφευκτα θα έρθουν και θα έχουν την αμέριστη στήριξή μας, στην κοινή προσπάθεια να βγαίνουν συμπεράσματα από την πρόσφατη και την ιστορική πείρα, να κερδίζει έδαφος η επαναστατική ανασυγκρότηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, ώστε να αντιστοιχηθεί η στρατηγική των ΚΚ με τον χαρακτήρα της εποχής μας, που είναι εποχή επαναστατικού περάσματος από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό».
Παραπομπές:
1. Τα 12 μέλη της CPTPP είναι: Αυστραλία, Μπρουνέι, Καναδάς, Χιλή, Ιαπωνία, Μαλαισία, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία, Περού, Σιγκαπούρη, Ηνωμένο Βασίλειο, Βιετνάμ.
2. Η Χιλή μαζί με τη Βολιβία και την Αργεντινή συνιστούν το λεγόμενο «Τρίγωνο του Λιθίου», που συγκεντρώνει τα μεγαλύτερα κοιτάσματα διεθνώς αυτού του κρίσιμου υλικού, απαραίτητου στις νέες τεχνολογίες, ιδιαίτερα στην κατασκευή πάσης χρήσης μπαταριών.