Από τις μεγάλες κινητοποιήσεις για τη δολοφονία του Π. Φύσσα |
Υπογράμμισε ότι «όλοι οι κατηγορούμενοι που συμμετείχαν στη δολοφονία υπάκουσαν στις εντολές των ανωτέρων τους» και τόνισε με έμφαση: «Αν δεν είχε ζήσει ο Φύσσας εκείνα τα λεπτά, δεν θα ήμασταν εδώ τώρα. Θα ήταν μια υπόθεση κατά αγνώστων, ενδεχομένως μελών της Χρυσής Αυγής, χωρίς έννομη σημασία. Οι χρυσαυγίτες ένιωθαν πανίσχυροι, με αίσθημα αλαζονείας και αίσθηση του ακαταδίωκτου».
Συνεχίζοντας επεσήμανε ότι ο Φύσσας στοχοποιήθηκε επειδή στο έργο του, στους στίχους του, στηλίτευε τον φασισμό. Είπε χαρακτηριστικά: «Τα διόλου κολακευτικά λόγια του ήταν γνωστά στους κατηγορούμενους, όπως προκύπτει από τις τηλεφωνικές συνομιλίες. Οταν κάποιος ακούει τραγούδια που δεν είναι της αρεσκείας τους, τότε "έχουν δικαίωμα" να τον χτυπήσουν». Μάλιστα έκανε αναφορά στην περίπτωση του Δημήτρη Ζαμπέλη, εργαζόμενου, γραμματέα του Εργατικού Κέντρου Λαυρίου, ο οποίος άκουγε στο αυτοκίνητό του το τραγούδι «Αρνιέμαι, αρνιέμαι», του Θεοδωράκη, σε στίχους Καμπανέλλη, και δέχτηκε απρόκλητη επίθεση από ομάδα χρυσαυγιτών.
Για την Τοπική της Νίκαιας της ΧΑ τόνισε ότι «ήταν το ορμητήριο των ταγμάτων εφόδου, από εκεί ξεκινούσαν και εκεί επέστρεφαν», τα οποία και δρούσαν το 2013. Οπως είπε, η δολοφονία του Φύσσα ήταν «το σοκαριστικό τέλος μιας σειράς βίαιων, αιματηρών περιστατικών που χρεώνονται στην Τοπική της Νίκαιας», η δε συγκεκριμένη Τοπική ήταν η πλέον δραστήρια και βίαιη, και στα γραφεία της «γίνονταν βιντεοπροβολές με εγκλήματα μεταναστών, για να φανατίζονται τα μέλη». Ανέφερε επίσης ότι «είμαστε στη φάση της κλιμάκωσης της βίας, δηλαδή να προκαλέσουν την αντίδραση της Αριστεράς, να αντεπιτεθεί και να παρέμβει το παρακράτος. Μέσα σε 9 μήνες σημειώνονται πέντε μείζονες υποθέσεις, αλλά πλέον δεν υποχωρούσαν. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα δεν ήταν ακατανόητη, είχε νόημα. Η Χρυσή Αυγή, ως εγκληματική οργάνωση, πρώτον στόχευε στο ανώνυμο μέλος και όχι σε εμβληματικά πρόσωπα, και αφετέρου η εξόντωση του αντιπάλου γινόταν από ολόκληρο το τάγμα και όχι από μεμονωμένους εκτελεστές. Ο Φύσσας δεν ήταν εμβληματικό πρόσωπο, ήταν ένας αντιφασίστας. Επελέγη ως κατάλληλος στόχος γιατί τους χλεύαζε με τα τραγούδια του και ήταν θέμα χρόνου η κινητοποίηση του τάγματος εφόδου, και έτσι κινητοποιήθηκε ιεραρχικά η Χρυσή Αυγή».
Επικαλούμενη την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, σημείωσε ότι ο Ι. Λαγός «έχει διαρκή ενημέρωση για την εξέλιξη της επίθεσης και για όσα ακολούθησαν, όπως και στην αντίστοιχη επίθεση στο ΠΑΜΕ, αφού είναι δεδομένο ότι τίποτα δεν έκανε ο Γ. Πατέλης χωρίς την έγκριση του Ι. Λαγού», ενώ «ο Λαγός ήταν υπόλογος στον Μιχαλολιάκο για την εντολή του στον Πατέλη».
Η εισαγγελέας αναφέρθηκε και στην επίθεση κατά της παρέας του Φύσσα, λέγοντας: «Χωρίς να έχει προηγηθεί οτιδήποτε, παρουσία αστυνομίας και με έναρξη με παράγγελμα, 15 χρυσαυγίτες, κάποιοι με κοκάλινα γάντια μηχανής και κράνη, άρχισαν να κυνηγούν συντεταγμένα την παρέα Φύσσα. Δεν μετέβαλαν τη συμπεριφορά τους από την παρουσία αστυνομικών, συνέχισαν προς Π. Τσαλδάρη, όπου ήταν η παρέα Φύσσα, και φωνάζουν "νατος, εκεί είναι". Τότε ο Παύλος Φύσσα φώναξε στην παρέα του "τρέξτε", προκειμένου να σωθούν, αλλά ο ίδιος δεν έτρεξε, πιθανόν για να προλάβουν οι δικοί του να γλιτώσουν».
Τόνισε ότι «η επίθεση ήταν καταδρομική, με εναλλασσόμενες επιθέσεις και ενέδρα. Δεν επεδίωξαν να τον εξοντώσουν, αλλά να τον αποδυναμώσουν μέχρι την έλευση του Ρουπακιά. Αν το επιθυμούσαν μπορούσαν να εξοντώσουν τον Π. Φύσσα και την παρέα του, αλλά ήθελαν να τον καθυστερήσουν και εμπόδιζαν τους δικούς του να τον βοηθήσουν, παρέχοντας έτσι στον Ρουπακιά όλο τον χρόνο για να επιφέρει τα θανατηφόρα πλήγματα».
Περιέγραψε επίσης την προσπάθεια του Π. Φύσσα να απομακρύνει τον Γ. Ρουπακιά και «να μάχεται για τη ζωή του». Οπως ανέφερε, «δεν πρόλαβε να αντιδράσει, καθώς ο Γ. Ρουπακιάς, ενεργώντας βάση σχεδίου, κινήθηκε κυκλωτικά για να αιφνιδιάσει τον Φύσσα, όπως και έγινε. Κατευθύνθηκε κατευθείαν, αιφνιδιάζοντας τον Φύσσα, ο οποίος ίσως πίστευε ότι θα βοηθούσε στην εξομάλυνση. Ολοι περίμεναν κάποιον να σώσει τον Φύσσα. Στη θέα του Ρουπακιά, όμως, άνοιξε ο κύκλος των χρυσαυγιτών, αγκάλιασε το θύμα και τον μαχαίρωσε. Εντελώς επαγγελματικά και καθόλου τυχαία. Είναι πασιφανές ότι είχε εκπαιδευτεί. Δεν είναι τα 20 χτυπήματα που έχουμε συνηθίσει στα διαπροσωπικά εγκλήματα, ήταν εκτέλεση, επιτέλεση ενός έργου».
Υπογράμμισε δε ότι «ατάραχος και ήρεμος ο Ρουπακιάς μπήκε στο αυτοκίνητο και προσπάθησε να διαφύγει, αλλά ο Φύσσας ήταν ζωντανός και επέδειξε τον Ρουπακιά που τον μαχαίρωσε. Το ότι μπορεί να μαχαιρώσεις κάποιον στην καρδιά και αυτός να μιλήσει, να μείνει όρθιος και να έχει τις αισθήσεις του, δεν το περίμεναν αυτό οι κατηγορούμενοι. Είναι συγκλονιστικό. Ενώ το θύμα είχε αγωνία για τη ζωή του, γνώριζε ότι ήταν θέμα χρόνου ο θάνατός του, εντούτοις, αντί να ασχολείται με τον εαυτό του, έχοντας την επιθανάτια ανησυχία ότι ο δολοφόνος θα μείνει ατιμώρητος έπρεπε να δείξει ποιος ήταν και να καταθέσει τις αποδείξεις, να σηκώσει δηλαδή την μπλούζα του. Την εξάρθρωση της δολοφονίας του την έκανε ο Παύλος Φύσσας μόνος του».
Επικαλούμενη ξανά την άρση του απορρήτου, η εισαγγελέας ανέφερε ότι με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται πως ο Γ. Ρουπακιάς έδρασε ως μέλος της Χρυσής Αυγής, αλλά και τη γνώση του Ν. Μιχαλολιάκου για τη δολοφονία, αφού αμέσως μετά προκύπτει τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Ι. Λαγό.